Μαρία Κατσουνάκη
Η Καθημερινή 27-1-2017
«Ενα πράγμα τον απασχολεί: η παραμονή του στην εξουσία». Είναι η πιο συχνή διαπίστωση της (εκάστοτε) αντιπολίτευσης για την (εκάστοτε) κυβέρνηση. Στην περίπτωση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όμως, προστέθηκε μία παράμετρος καθοριστική, που μετατόπισε τις επιθυμίες, καταργώντας και τις στοιχειώδεις γραμμές με τα εναπομείναντα ίχνη δέους ή απροσπέλαστου. Εξηγούμαστε: μετά δυο χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αφού εξαντλήθηκε και η πιο… τολμηρή φαντασία στην υπουργοποίηση ατόμων, κυριαρχεί το ερώτημα: «Γιατί όχι κι εγώ;». Αφού, δηλαδή, ο τάδε ή ο δείνα αναλαμβάνουν κρίσιμους τομείς της δημόσιας διοίκησης, υπουργεία και νευραλγικές θέσεις, καθένας αναρωτιέται φαντασιωνόμενος: «Γιατί όχι κι εγώ;».
Η αλλεργική αντίδραση σε κάθε εκδοχή αξιοκρατίας της κυβέρνησης ξεκινάει από την κορυφή, διανύει την απόσταση έως τη βάση, καλύπτοντας παράπλευρες διαδρομές και όλες τις διαδικασίες επιλογής είτε πρόκειται για υψηλόβαθμο στέλεχος είτε για απλό υπάλληλο. Οι συνέπειες αυτής της ισοπέδωσης είναι εμφανείς όχι μόνο στην αδυναμία συντονισμού και παραγωγής κυβερνητικού έργου (με αρχή, συνέχεια και αποτέλεσμα), αλλά και στη διαλυτική επιρροή που έχει στην κοινωνία. Ο καθένας εκδηλώνει φιλοδοξίες για να αναλάβει κάποιο πόστο, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες, τις επάρκειες, τις δεξιότητες, τις γνώσεις.
Το ερώτημα «γιατί όχι κι εγώ;» έχει μια συνισταμένη-ειλικρινή απορία: «Γιατί κάποιος να θέλει να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι;». Οταν μάλιστα διαπρέπει στο επάγγελμα που ασκεί. Οι ερμηνείες περί της ηδύτητας της εξουσίας ή της ικανοποίησης της ματαιοδοξίας είναι και κλισέ και ανεπαρκείς. Η νυν υπουργός Πολιτισμού, για παράδειγμα, είναι μια διακεκριμένη πρωταγωνίστρια, δοκιμασμένη στο δύσκολο και σκληρό επάγγελμα του ηθοποιού, αποσπώντας όχι μόνο ύμνους για τις επιδόσεις της αλλά και –το πιο δύσκολο– την αναγνώριση των συναδέλφων της. Για ποιο λόγο να θελήσει να αναλάβει ένα υπουργείο, στο οποίο φαίνεται να καλλιεργεί, προς το παρόν, σχέσεις «καλής γειτονίας», ταξιδεύοντας στο εξωτερικό και ασκώντας, εν γένει, πολιτιστική διπλωματία; Προφανώς, η κινητικότητα είναι μέρος των υποχρεώσεών της. Oμως σε περιόδους ομαλότητας και κανονικότητας. Oταν εκκρεμούν πολύ σοβαρά και πιεστικά ζητήματα (η μη εφαρμογή του ηλεκτρονικού εισιτηρίου στα μουσεία και στους αρχαιολογικούς χώρους, λόγου χάρη), η έγνοια θα όφειλε να είναι (και να δείχνει) μεγαλύτερη.
Το όνομα αναγνωρισμένου ηθοποιού αναφέρθηκε ως ισχυρός υποψήφιος, εκ μέρους της κυβέρνησης, να αναλάβει τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Η είδηση (δημοσιεύθηκε στη χθεσινή «Κ») δεν διαψεύστηκε. Το ερώτημα επιστρέφει δριμύτερο: βάσει ποίων κριτηρίων προαλείφεται για έναν ρόλο διεθνών προδιαγραφών και αυξημένων απαιτήσεων ένας άνθρωπος που δεν έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν σε θέση, όχι παρόμοια, αλλά ούτε καν μακρινής συγγένειας; Γιατί να δέχεται να διασύρεται ως κομματικός εγκάθετος και να ακυρώνεται και η θεατρική προσφορά του, που ούτε μικρή είναι ούτε αμελητέα;
Πολιτικός με μακρά εμπειρία θυμήθηκε το μότο, με μορφή ιδιότυπου αρκτικόλεξου, ενός παλαιότερου κομματικού σχηματισμού που συμπορευόταν με τα ιδεώδη του «Ολυμπισμού»: «Ολοι Ισοι Ικανοί Βουλευτές και Υπουργοί». Είτε ως παρωδία είτε ως ιστορία, η απομάκρυνση από την πραγματικότητα αναπαράγεται ως κίνημα με διαφορετικές ονομασίες και πολλούς οπαδούς.
Κι όσο κάθε είδους διορισμοί και υπουργοποιήσεις συνεχίζονται ασυνάρτητα και απρόσκοπτα, κανείς δεν πλήττεται περισσότερο από τα ίδια τα αξιώματα. Η γελοιοποίηση, όπως έχει γραφτεί, «έχει διάρκεια, είναι διάχυτη και αφήνει ίχνη».