του Κωνσταντίνου Τσουκαλά*
Εννιά μήνες έχουν περάσει. Η πάροδος του χρόνου δεν απαλύνει την έκπληξη, τον πόνο, τη θλίψη. Ποιος όμως ήταν ο Ηλίας Νικολακόπουλος; Το πολυσχιδές επιστημονικό του έργο που σήμερα, σε στιγμές γενικευμένης κρίσης, παραμένει όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρο και ζωντανό δεν αρκεί για να εξηγήσει τη βαριά σκιά της απουσίας του.
Θα αναφερθώ στη σπάνια, περίπλοκη ίσως και ανεπανάληπτη προσωπικότητά του που υπερβαίνει νομίζω κατά πολύ το σπουδαίο «έργο» του. Ο μύχιος εαυτός του Ηλία Νικολακόπουλου έχω την αίσθηση ότι παραμένει δυσανάγνωστος. Είναι αλήθεια ότι μπροστά στο αδυσώπητο βλέμμα του άλλου επιχειρούμε να κατασκευάσουμε τη δημόσια εικόνα μας. Το είδωλο που αντικρίζουμε στον παραμορφωτικό καθρέφτη μας θα συγκροτηθεί σε μια νοηματικά ενιαία οντότητα. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όπως έλεγε ο Πολ Βαλερί, μολονότι «γεννιόμαστε ως πολλοί», ζούμε και «πεθαίνουμε ως ένας».
Θα ‘λεγε κάνεις πως ο εαυτός του Ηλία εξελίχθηκε ακολουθώντας τις δικές του διαδρομές, τα δικά του δύσβατα ακόμα και σκιερά μονοπάτια. Η προσωπικότητα του ανάβλυζε από μέσα του. Κάτι σαν την αναπνοή. Οταν αναπνέεις, δεν εκλογικεύεις την αναπνοή σου. «Απλώς» αναπνέεις.
Αυτός ο συχνά ερμητικά κλειστός, ακόμα και για τους φίλους του, άνθρωπος έμοιαζε να κρύβει μέσα του έναν αδέσμευτο και «προκοινωνικό» παιδικό αυθορμητισμό. Ενώ η «δημόσια ταυτότητά» του ήταν σαφής και αναγνώσιμη, η ιδιωτική του αλήθεια παρέμενε σχεδόν άγνωστη. Ολοι τον αναγνώριζαν και κάνεις δεν τον γνώριζε. Η απίστευτη μνήμη του σε συνδυασμό με την απαστράπτουσα «βιολογική» του ευφυΐα τού επέτρεπαν να αποκωδικοποιεί άκοπα όλα όσα ενέπιπταν στην αντίληψή του και τον απάλλασσαν από την ψυχαναγκαστική εμμονή σε κυρίαρχες βεβαιότητες πίσω από τις οποίες οι περισσότεροι οχυρώνονται. Δίχως να εγκαταλείπει την ακριβολογία την οποία απαιτούσε η μαθηματική του παιδεία, είχε την πολυτέλεια να αμφισβητεί τις κυρίαρχες παραδοχές για τη σχέση αιτίων και αιτιατών.
Η ριζική αυτή αμφιβολία αντανακλώνταν στο υπαρξιακά επικαθοριζόμενο διανοητικό και πολιτικό του «ήθος». Το ήθος όμως δεν γεννιέται στο κενό. Δεν υπάρχει αθωότητα στο τυχαίο. Καθόλου τυχαίο δεν είναι λοιπόν το γεγονός πως τα πρώτα τρυφερά του χρόνια ο μικρός Ηλίας τα πέρασε μόνος, με τη γιαγιά του και τη θεία του. Οι δυο γονείς του ήσαν απόντες, φυλακισμένοι ή εξόριστοι. Η εμπειρία τού να μην έχεις διδαχτεί από αρμόδια χείλη «ποιος είσαι» δεν είναι ούτε ουδέτερη ούτε αδιάφορη.
Η ταυτότητα, το ήθος, τα πιστεύω του, τροφοδοτήθηκαν από την «ελλιπή» αυτή αρχική συνθήκη ύπαρξης. Μια συνθήκη που όφειλε να αντιμετωπίσει «κάποιος» που δεν ήξερε ακόμα «πώς» και ως «ποιος» θα μπορούσε να υπάρχει, να σκέπτεται και να δρα μέσα σε έναν κόσμο ξένο, ανοίκειο και «παράλογο».
Εξ απαλών ονύχων ο Ηλίας βρέθηκε αντιμέτωπος με επιστημολογικά αλλά και υπαρξιακά διλήμματα. Δεν απομακρύνθηκε όμως ποτέ από την αφετηριακή πεποίθηση πως αυτός ο κόσμος μπορεί και πρέπει να αλλάξει χάριν των κατατρεγμένων, των αδικημένων, των απελπισμένα αναζητούντων, ίσως και χάριν των μικρών εκείνων παιδιών που αρχίζουν πάντα από την αρχή.
Η ψυχρή επιστημονική του διεισδυτικότητα εξέφραζε μιαν υφέρπουσα υπαρξιακή και πολιτική εγρήγορση απέναντι σε «εκείνο που-δεν-υπάρχει-ακόμα» ή «εκείνο-που-δεν φαίνεται-καν-στον ορίζοντα» ίσως επειδή «δεν-θα-υπάρξει-ποτέ».
Η ιστορική πανουργία συνίσταται στο ότι το γίγνεσθαι δεν επικυρώνει το δίκαιο εις βάρος της αδικίας, το καλό εις βάρος του κακού ή το έλλογο εις βάρος του παραλόγου. Ετσι, το «ήθος» και το «δέον» δεν εντάσσονται σε προκατασκευασμένες έλλογες στρατηγικές ακολουθίες. Με τα λόγια του Κορνήλιου Καστοριάδη «εμείς πρέπει να κάνουμε αυτό που οφείλουμε και θα συμβεί αυτό που μπορεί να συμβεί».
Αυτό ακριβώς πρέσβευε ο Ηλίας. Με έναν διακριτικό και χαμηλόφωνο τρόπο παρενέβαινε, συμμετείχε και βοηθούσε ακούραστα. Και γι’ αυτό ακριβώς και τον αγαπούσαν τόσο. Δίχως να το επιδιώκει είχε κερδίσει αγάπη, αποδοχή και πάνδημη αναγνώριση.
Αδιάλειπτα διαθέσιμος στο κάλεσμα του άλλου. Η ηθική της φιλίας, και θέλω να το τονίσω αυτό, η ηθική της φιλίας σε άφιλους, ατομιστικούς καιρούς. Οπου το συμφέρον, είτε το ορατό διά γυμνού οφθαλμού, είτε το αδιαφανές, ύπουλα και υπόγεια κρυμμένο πίσω από αυτό που ονομάζουμε φιλία, τείνει να διαμορφώνει σήμερα τις ανθρώπινες σχέσεις. Για τον Ηλία η φιλία είχε μια ιερότητα. Σε βέβηλους καιρούς η ιερότητα αυτή φαντάζει σαν πολύτιμο αγαθό
Η αξιακή του αυτονομία τον οδηγούσε σε μιαν ανομολόγητη μελαγχολία. Για όσο καιρό ο μίζερος και διχαστικός κόσμος εξακολουθούσε να διαψεύδει τις προσδοκίες του, ο Ηλίας Νικολακόπουλος έμενε ενσυνείδητα – μοναχικά – ηθικός. Αλλά δεν παραπονιόταν. Και αυτό ίσως να ήταν εν τέλει το μυστικό του ανεπανάληπτου ειρωνικού μειδιάματος που σταθερά τον συνόδευε.
Αυτό ακριβώς το καλόβολο, αινιγματικό, χαμόγελο κρατώ ζωντανά στην καρδιά μου, Ηλία. Μαζί με όλα όσα καταφέραμε να πούμε, αλλά και όλα όσα δεν είπαμε εκείνη τη νύχτα στην Αίγινα, μια εβδομάδα προτού χαθείς κολυμπώντας στα νερά του Αιγαίου. Παρηγορούμαι μόνον από το γεγονός ότι αναζητούσες ίσως τα άστρα που δεν είχαν ακόμα προλάβει να βγουν στον ουρανό. Είχανε κάνει για σένα τη μέρα εκεί μια εξαίρεση, στη Σύρο τα αστέρια. Βγήκαν μέσα στη μέρα για χάρη σου, για να σε συνοδέψουν σε έναν ύστατο αποχαιρετισμό.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
**Με αφορμή επιστημονική ημερίδα στη μνήμη του Ηλία Νικολακόπουλου που διοργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (2/5/23)