Μαρία Κατσουνάκη
Η Καθημερινή, 27/10/2019
Η σκηνή διαδραματίζεται σε κατάστημα παιχνιδιών στο Κολωνάκι. Ανάμεσα στους πελάτες και μια μεσήλικη κυρία αναζητεί παιχνίδια για διπλά γενέθλια, τρίχρονων μικρών. Ο καταστηματάρχης προτείνει κάποια, εκείνη φαίνεται διστακτική. «Πού κατασκευάζονται;», ρωτάει. «Στη Γερμανία», απαντάει ο ιδιοκτήτης. «Α, υπάρχει πρόβλημα. Ο άντρας μου απαγορεύει να αγοράζουμε γερμανικά προϊόντα», λέει με ανεπαίσθητο δισταγμό. Ακολουθεί συζήτηση –της οποίας υπήρξα, ακουσίως, αυτήκοος μάρτυς– στη διάρκεια της οποίας, λόγω οικειότητας, όπως αποδεικνύεται, με τον ιδιοκτήτη, δηλώνονται μερικά ενδιαφέροντα οικογενειακά στοιχεία. Μπορεί η κυρία να μην ήθελε τα γερμανικά προϊόντα, αλλά η μία της κόρη ζούσε σε γερμανόφωνη χώρα απασχολούμενη στον ιδιωτικό τομέα με υψηλό μισθό και ο γιος της γευόταν τα οφέλη ενός ευρωπαϊκού επιπέδου σπουδών. Μάλιστα, δήλωνε την επιθυμία της, τα παιδιά της να μην επιστρέψουν στην Ελλάδα καθώς εκεί που βρίσκονται απολαμβάνουν ένα πολύ καλό επίπεδο ζωής.
Η ηρεμία και η βεβαιότητα με τις οποίες βίωνε την αντιφατική, σχιζοειδή, αυτή πεποίθηση (έστω και αν την απέδιδε στον σύζυγό της) με εντυπωσίασαν ομολογώ. Ακλόνητη. Δεν της περνούσε άραγε από το μυαλό ότι τα «γερμανικά προϊόντα» και ο βιοπορισμός της κόρης της, η δυνατότητα που απολαμβάνουν οι πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών, με όλες τις σκιές, τους τριγμούς, τις κατεδαφίσεις και τα προβλήματα του οικοδομήματος της Γηραιάς (και δημογραφικά πλέον) Ηπείρου, ανήκουν στην ίδια λογική, οικονομική και παραγωγική αλυσίδα; Μάλλον όχι. Και σε οποιαδήποτε συζήτηση θα μπορούσε, φαντάζομαι, να επιτεθεί λάβρα εναντίον της «μισητής Γερμανίας», αλλά να εκθειάσει τις συνθήκες του αξιοκρατικού επαγγελματικού περιβάλλοντος της κόρης της, η οποία μπορεί να προκόβει χωρίς να χρειάζεται να ανήκει σε οποιαδήποτε ευρύτερη ή στενή «οικογένεια».
Πώς γεφυρώνονται αυτοί οι διχασμοί μέσα μας; Σαν μικροί «εμφύλιοι» εν υπνώσει, που η λογική αρνείται να επεξεργαστεί και η όποια πληροφορία, αν δεν ταιριάζει με τα μέτρα μας, αγνοείται, απορρίπτεται ή δαιμονοποιείται. Μπορεί η κρίση –γράφεται ακαταπαύστως– να έφερε στην επιφάνεια τους διχασμούς, αλλά σοβούσαν επί δεκαετίες. Η ελληνική κοινωνία στριμωγμένη ανάμεσα στον εθνικολαϊκιστικό ιδεαλισμό της δεξιάς ή της αριστερής αντίδρασης, με βαθιά συντηρητικές καταβολές, βρήκε (ένα μεγάλο μέρος της) φιλόξενη στέγη στον αντιμνημονιακό ριζοσπαστισμό. Η κυρία του παραδείγματός μας, ρομαντικά αντικαπιταλίστρια, με κοινωνική βάση που δεν δικαιολογεί τον αντικαπιταλισμό της, μπορεί να αρνείται τα ανώδυνα και να κάνει τα στραβά μάτια στα ουσιώδη.
Εχει κάτι υποκριτικό η στάση αυτή. Ηθικολογικό και εξαιρετικά θολό.
Ας δούμε, σε έναν άλλο χώρο, τι συνέβη την περασμένη εβδομάδα με την ταινία «Τζόκερ», ένθεν κακείθεν. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ βρήκε (νόμιζε τουλάχιστον) πεδίο λαμπρό για την επαναστατική γυμναστική του, η «χούντα», στο τραυματισμένο μυαλό του, καιροφυλακτεί, η δε κυβέρνηση μπροστά στον επικοινωνιακό πυρετό έκανε ό,τι μπορούσε για να νίψει τας χείρας, διαχωρίζοντας τη θέση της τόσο από την παρέμβαση της αστυνομίας στους κινηματογράφους όσο και από τις υπαλλήλους του ΥΠΠΟ (οι καταγγελίες τους για ανηλίκους που παρακολουθούν την «ακατάλληλη» ταινία έβαλαν έναν, αναχρονιστικό, μηχανισμό σε λειτουργία). Α, υπήρξε και ένας ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ που έσπευσε να ρωτήσει την Κομισιόν εάν ανησυχεί για τα φαινόμενα σκοταδισμού στην Ελλάδα και τι μέτρα σκοπεύει να πάρει! Στο περιστατικό αυτό μπορεί να παρατηρούμε τις αντιφάσεις να οδηγούν σε τραγέλαφο, αλλά στον πυρήνα δεσπόζει ο ίδιος διχασμός. Με μαγιά, πάντα, μια ψευδεπίγραφη, υποκριτική, ανησυχία. Ο ευρύτερος χώρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμος να δει μπροστά του «σκοτεινές εποχές» και η ενοχική Δεξιά να αποτινάξει αμέσως και σπασμωδικά οτιδήποτε μπορεί να θυμίσει «σκοτεινές εποχές». Μόνο που, παρά την αγωνία της αντιπολίτευσης να βρίσκει διαρκώς κάτι για να συντηρείται στην επικαιρότητα και της κυβέρνησης να δίνει διαρκώς τα δημοκρατικά διαπιστευτήριά της, η ουσία παραμένει: οι εποχές είναι σκοτεινές. Με έναν τρόπο πολύ σύνθετο, απρόβλεπτο, κυνικό και βάρβαρο. Δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν· κι όμως, έχουμε απομείνει, ως κοινωνία, να ερμηνεύουμε εαυτούς και αλλήλους με τα ίδια παλιά, διχαστικά, εμφυλιοπολεμικά, εργαλεία.