Εφημερίδα Η Αξία
15 Μαρτίου 2013
Η πρωτοφανής κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα, πέρα από όλα τα άλλα, πιστοποίησε και την αρχή του τέλους του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος. Άλλωστε, αυτό ήταν ο φυσικός και ηθικός αυτουργός των οικονομικών και κοινωνικών αδιεξόδων που βιώνει σήμερα ο τόπος και οι πολίτες. Ενσάρκωνε, πρέσβευε και ακολούθησε αναποτελεσματικές και επιζήμιες πολιτικές.
Γνώμονας των επιλογών του ήταν η αυτοεξυπηρέτηση, η αναπαραγωγή και η εδραίωσή του. Αντί να θέσει τις υπηρεσίες του στις ανάγκες της χώρας, προέταξε τις δικές του ανάγκες και το συμφέρον του, αδιαφορώντας πλήρως για τις επιπτώσεις στις παραγωγικές, οικονομικές και διοικητικές δομές της. Μέλημά του ήταν η δημιουργία υπεραξίας για το ίδιο.
Θέλοντας να διατηρήσει και να διαιωνίσει την κυριαρχία του, φρόντισε να δημιουργήσει ένα ευρύτερο δίκτυο υποστήριξης και προστασίας του. Στηρίχθηκε σε τρεις βασικούς πυλώνες: στο κράτος, στην αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό, καλλιεργώντας και διαμορφώνοντας σχέσεις αμφίδρομης εξάρτησης. Το σύνολο σχεδόν του κομματικού συστήματος απέκτησε ανθεκτικότητα, διασφαλίζοντας την επιβίωσή του πάνω από τρεις δεκαετίες, χρησιμοποιώντας πελατειακές πολιτικές.
Τα κόμματα εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, ακολουθώντας τους κανόνες της συνύπαρξης, της αναδιανομής και της εναλλαγής, διαδέχονταν το ένα το άλλο, αφήνοντας πίσω τους καμένη γη. Η Αριστερά είχε επιλέξει για τον εαυτό της το ρόλο της διαμαρτυρίας, της καταγγελίας και της πλειοδοσίας αλληλοσυγκρουόμενων οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων. Παρείχε πολιτική προστασία στις δυνάμεις της εργασίας αλλά και στις συντεχνίες.
Και οι μεν και οι δε χρησιμοποίησαν το κράτος και την αυτοδιοίκηση ως λάφυρο για την εξυπηρέτηση της κομματικής τους πελατείας. Ευνούχισαν πολιτικά το συνδικαλιστικό κίνημα, μετατρέποντάς το σε προμετωπίδα όλων εκείνων των δυνάμεων που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα στη χώρα. Δεν ήταν τυχαίο ότι επί χρόνια λειτούργησε ως πολιορκητικός κλοιός για την ακύρωση των μεταρρυθμίσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών που είχε ανάγκη η ελληνική οικονομία και η δημόσια διοίκηση. Το ίδιο έπραξαν και με τους πολίτες, αντιμετωπίζοντάς τους ως πελάτες, τους πουλούσαν το πολιτικό προϊόν που κάθε φορά τους βόλευε.
Το εγχώριο κομματικό σύστημα, αν και γνώριζε ότι η χώρα κατανάλωνε περισσότερα από όσα παρήγαγε, έβρισκε πάντα διέξοδο στον ξένο δανεισμό. Μετέθετε σε βάθος χρόνου τις αποφάσεις για καίρια ζητήματα, συντηρώντας το στάτους κβο που είχε διαμορφωθεί. Ζώντας μέσα σε μια επίπλαστη ευημερία και ευμάρεια, καλλιεργούσε υπέρμετρες προσδοκίες.
Φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές και αριστεροί, υπόσχονταν ανάπτυξη και αναδιανομή του πλούτου, καλύτερες μέρες για όλους. Ανέξοδες διακηρύξεις χωρίς αντίκρυσμα! Από τη μια οι κυβερνώντες, ακολουθώντας κατ’ επίφασιν προοδευτικές πολιτικές δημιούργησαν ένα υπερτροφικό κράτος, ενώ την ίδια στιγμή κατέστρεφαν τις παραγωγικές δομές που διέθετε η χώρα. Από την άλλη οι αντιπολιτευόμενοι πλειοδοτούσαν στις χιλιάδες προσλήψεις, στη συντεχνιακή οργάνωση της κοινωνίας, στη χωρίς έλεγχο παροχή επιδομάτων, στις ανισομέρειες των δημόσιων οικονομικών, εκμαυλίζοντας τους πάντες – διοίκηση, αυτοδιοίκηση, πολίτες.
Κορυφαίο παράδειγμα που αποδεικνύει πόσο κοντόφθαλμο, ανεπαρκές και σαθρό υπήρξε το κομματικό σύστημα είναι ο τρόπος που αξιοποίησε τις δύο μεγάλες ευκαιρίες που δόθηκαν στη χώρα: τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια και την ένταξή της στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Και τις δύο αυτές ιστορικές προκλήσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν την απαρχή για την εναρμόνιση της Ελλάδας με τις προηγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις αντιμετώπισε ως πηγές πρόσθετης χρηματοδότησης αντιπαραγωγικών και αντιαναπτυξιακών δραστηριοτήτων. Ο πολιτικός επαρχιωτισμός σε όλο του το μεγαλείο!
Το αφήγημα του εξευρωπαϊσμού της Ελλάδας, που εξέφρασαν με τον καλύτερο τρόπο o Κωνσταντίνος Καραμανλής και o Κώστας Σημίτης, στην πραγματικότητα δεν υιοθετήθηκε από το εγχώριο κομματικό σύστημα. Άλλωστε, γι’ αυτό, αντί να επιτύχουμε τη σύγκλιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, διευρύναμε την απόκλιση. Ακόμη και σήμερα θεωρούμε καταναγκαστικό έργο την ανάγκη να συμπλεύσουμε αρμονικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η συμπεριφορά μας προσομοιάζει με εκείνη ενός απροσάρμοστου και κακομαθημένου παιδιού. Τη δημοσιονομική εξυγίανση, όταν δεν την αρνούμαστε την αντιμετωπίζουμε ως αναγκαίο κακό. Αποστρεφόμαστε τις διαρθρωτικές αλλαγές, θέλοντας να διατηρήσουμε τις αναχρονιστικές δομές στη διοίκηση και στην οικονομία αμετάβλητες. Απορρίπτουμε τις αποκρατικοποιήσεις, με το επιχείρημα ότι συνιστούν ξεπούλημα του εθνικού πλούτου. Ταυτίζουμε την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με την εκποίηση και τη συναλλαγή.
Όσο για την εξυγίανση και τον εξορθολογισμό της κρατικής διοίκησης, αυτή είναι το μεγάλο μας ταμπού. Μάλιστα, φτάνουμε στο σημείο το αυτονόητο να αποτελεί ζητούμενο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των επίορκων δημοσίων υπαλλήλων. Το μελετάμε από δω, το εξετάζουμε από κει, χωρίς να κάνουμε το παραμικρό. Οι υπόδικοι, οι τεμπέληδες, οι ανίκανοι, οι αργόμισθοι τυγχάνουν προστασίας από το σύνολο του κομματικού συστήματος. Αντιμετωπίζονται ως πολιτικοί πελάτες. Οι επιδόσεις τους, η αξιολόγησή τους, είναι ζητήματα που δεν αγγίζονται ποτέ. Όποιος τα θέτει προς εξέταση εκφράζει νεοφιλελεύθερες απόψεις, στερείται δημοκρατικής ευαισθησίας.
Το κομματικό σύστημα που οδήγησε τον τόπο στην κρίση και στη χρεοκοπία, προσφέρεται να είναι και εκείνο που θα τη βγάλει από την κρίση. Αν και υπεύθυνο για το ναυάγιο που έχει επέλθει, αν και υπολείπεται των αναγκών της χώρας, αν και είναι εμποτισμένο από τον εθνικολαϊκισμό, παραμένει ανθεκτικό. Σε μια άλλη χώρα θα είχε συνταξιοδοτηθεί. Στη γειτονική Τουρκία για παράδειγμα, που εναλλασσόταν για δεκαετίες στην εξουσία, εξαφανίστηκε εν μία νυκτί, μετά την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ και την επικράτηση του Ερντογάν.
Οι εσωτερικές ανακατατάξεις που έχουν σημειωθεί μετά τις πρόσφατες εκλογές και η αλλαγή των κομματικών συσχετισμών, στην πραγματικότητα δεν μεταβάλλουν τίποτα. Κι αυτό γιατί παλιές και νέες δυνάμεις παραμένουν θιασώτες ενός πολιτικού επαρχιωτισμού, ο οποίος διαπνέεται από ξεπερασμένες ιδέες, από παλιομοδίτικες απόψεις, από ιδεοληψίες και αγκυλώσεις.
Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του ανερχόμενου ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’ όλο που εμφανίζεται ως νέο πολιτικό προϊόν, κουβαλά στις αποσκευές του παλιές ιδέες μαζί με τα βαρίδια του παρελθόντος. Κατ’ επίφασιν ριζοσπαστικός, παραπέμπει σε ένα πολιτικό υπόδειγμα, το οποίο, όχι μόνο δοκιμάστηκε και απέτυχε, αλλά μας οδήγησε και στα σημερινά τραγικά αδιέξοδα.
Το σημερινό κομματικό σύστημα, μπορεί να λουστράρεται και να κάνει συνεχή μπότοξ για να ανανεωθεί, δεν παύει όμως να είναι κουρασμένο, φθαρμένο, απαξιωμένο και ένοχο. Καλλιεργώντας ψευδείς συνειδήσεις, το μόνο που επιτυγχάνει είναι η αυτοσυντήρησή του, αφήνοντας τη χώρα εκτεθειμένη στους πολλαπλούς κινδύνους που αντιμετωπίζει.