Σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (29/01/25)
Του Γιώργου Πανταγιά
Γυρίζοντας την πλάτη στην πραγματικότητα, εύλογο είναι να αδυνατείς να αντιληφθείς τι κρύβουν οι θεατές και αθέατες πλευρές της. Οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις δεν αποδίδουν με σωστό τρόπο την αλήθεια. Τα γεγονότα δεν αντιμετωπίζονται στις πραγματικές τους διαστάσεις. Είτε γιατί δεν θέλουμε να τα αποδεχθούμε. Είτε διότι προσβλέπουμε στην υποβάθμισή τους.
Πάντως ότι και να συμβαίνει, το βέβαιο είναι πως η άρνηση και η υποτίμησή τους, δυσχεραίνουν περαιτέρω τη θέση μας. Μας προκαλούν πρόσθετες δυσκολίες. Μας αυτοπαγιδεύουν σε αμέριμνες καταστάσεις, καθιστώντας μας ανήμπορους να συνειδητοποιήσουμε, ότι οι συνθήκες κάθε άλλο παρά στατικές είναι. Βρίσκονται σε διαρκή μεταβολή, εξαιτίας των αντικειμενικών δεδομένων και υποκειμενικών δυνατοτήτων.
Η άρνηση της πραγματικότητας συνιστά πράξη αποξένωσης από το περιβάλλον μέσα στο οποίο υπάρχουμε. Πρόκειται για παθογένεια που μας εγκλωβίζει στον μικρόκοσμό μας, καλλιεργώντας αυταπάτες και ψευδείς συνειδήσεις. Συνήθως εμφανίζεται σε εκείνους που υπερεκτιμούν τον εαυτό τους, αλλά και είναι επιρρεπείς σε συμπεριφορές αυταρέσκειας ακόμη και αλαζονείας. Τα παραδείγματα σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο είναι πάμπολλα. Το διαπιστώνουμε στην καθημερινότητά μας, καθώς και στη δημόσια ζωή.
Το δε πεδίο της πολιτικής βρίθει από περιπτώσεις, όπου οι πρωταγωνιστές της επιδίδονται σε ένα διαρκή αγώνα, προκειμένου να φέρουν τη ζώσα πραγματικότητα στα μέτρα τους. Και πρωτίστως, να εξυπηρετήσουν τις υστερόβουλες σκοπιμότητες και επιδιώξεις τους. Ο τρόπος που πολιτεύεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι αποκαλυπτικός. Προτάσσει το πολιτικό και κομματικό της συμφέρον. Υποκαθιστά την πολιτική διαχείριση με επικοινωνιακές φιοριτούρες, νοθεύοντας τις διακηρύξεις της. Αδιαφορεί για υπαρκτά προβλήματα. Αποστρέφεται την αλήθεια.
Μάλιστα φτάνει στο σημείο να αρνείται τη σκληρή πραγματικότητα, επικαλούμενη ανυπόστατα επιχειρήματα. Με άλλα λόγια επιχειρεί να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων της, με υποσχέσεις που στερούνται πρακτικού αντικρίσματος. Τα κρούσματα αυταρέσκειας, ακόμη και αλαζονείας περισσεύουν. Οι εξουσιαστικές παθογένειες είναι περισσότερο από έκδηλες.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκλέχθηκε Πρωθυπουργός δυο φορές, πείθοντας ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος, πως οι πολιτικές που πρεσβεύει ανταποκρίνονται στις ανάγκες και απαιτήσεις της χώρας, υπερβαίνοντας ο ίδιος ιδεοληπτικές εμμονές και αγκυλώσεις, ακόμη και του κόμματος του. Ασφαλώς και καρπώθηκε το αντισύριζα ρεύμα που είχε διαμορφωθεί στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα, εξαιτίας της ανερμάτιστης κυβερνητικής πολιτικής των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Κάτι που αναμφίβολα του προσέδωσε δυναμική. Επιπροσθέτως, οι πολιτικές που εξέφραζε βρίσκονταν σε αρμονία με τις ανάγκες προσαρμογής στο νέο οικονομικό, κοινωνικό περιβάλλον, έπειτα από την περιπέτεια της χρεοκοπίας. Έτσι άλλωστε εξηγείται και το γεγονός ότι μπόρεσε να ξεπεράσει τις αιτιάσεις και τις ενστάσεις της πλειονότητας των πολιτών για τις τεράστιες ευθύνες που είχε, ο φυσικός και ηθικός αυτουργός της χρεοκοπίας, η νεοδημοκρατική διακυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή.
Η μεταρρυθμιστική επαγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη, ήταν εκείνη που του έδωσε ισχυρή υπόσταση. Και το κυριότερο, ήταν αυτή που τον βοήθησε να δημιουργήσει γέφυρες επικοινωνίας με ένα ευρύτερο εκλογικό ακροατήριο, καταλύοντας στην πράξη σε σημαντικό βαθμό τις ιστορικές περιχαρακώσεις. Όπως έχει διαπιστωθεί και στις δύο εκλογικές του επιτυχίες, απέσπασε τη στήριξη και την εμπιστοσύνη σημαντικού αριθμού κεντροαριστερών ψηφοφόρων. Τα λεγόμενα δυναμικά κοινωνικά στρώματα στράφηκαν σε αυτόν, πιστεύοντας πως τους διασφαλίζει την επιστροφή στην κανονικότητα.
Οι πρωθυπουργικές του θητείες είναι αναμφίβολα ετεροβαρείς. Η τωρινή διακυβέρνησή του, απέχει παρασάγγας από τη σχετική άνεση της προηγούμενης. Τα οξυμένα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζει, το επιβεβαιώνουν. Η πολιτική κόπωση, η δυσανεξία για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, η ανεπαρκής διαχείριση καίριων ζητημάτων επιτείνουν τις δυσλειτουργίες της κυβέρνησης και κατ’ επέκταση την αναποτελεσματικότητά της.
Η υποχώρηση της αποδοχής και της απήχησής της, οφείλεται στις δικές της και μόνο αδυναμίες. Η απώλεια που κατέγραψε το κόμμα της Ν.Δ στις ευρωεκλογές ήταν πολυσήμαντη. Ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι της, αρνήθηκαν να επαναβεβαιώσουν την προσήλωση και την εμπιστοσύνη τους, στην κυβερνητική παράταξη. Ουσιαστικά πρόκειται για την πρώτη πράξη προβληματισμού, δυσαρέσκειας και αμφιβολίας. Η παγίωσή τους, ενέχει την αποστασιοποίηση, ακόμη και τον κίνδυνο της αποδέσμευσης. Άλλωστε όποιος θεωρεί την πολιτική ως στατική υπόθεση, αδυνατεί να αντιληφθεί τις διεργασίες και τις αναδιατάξεις που συντελούνται κάτω απ’ το έδαφός της.
Η πρόσφατη έκρηξη με τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις πολιτών, για την τραγωδία των Τεμπών καταγράφει με τον καλύτερο τρόπο ένα κύμα αντίδρασης και διαμαρτυρίας, απέναντι στους κυβερνητικούς χειρισμούς. Το μήνυμα που αυτές εξέπεμψαν είναι εξαιρετικά ισχυρό. Η αποκωδικοποίησή του, θέτει για πρώτη φορά επί τάπητος μια υπαρκτή αλλά υποβόσκουσα κρίση εμπιστοσύνης, η οποία εδράζεται περισσότερο σε μια συναισθηματική φόρτιση, δίχως να στερείται πολιτικής διάστασης. Και αυτό γιατί ο θάνατος 57 νέων ανθρώπων, εγγράφεται ως έγκλημα στο υποσυνείδητο της κοινής γνώμης.
Επομένως το αίτημα για διαλεύκανση είναι αυτονόητη απαίτηση. Κάτι για το οποίο η κυβέρνηση δεν έδειξε την απαιτούμενη ευαισθησία. Απεναντίας κατέφυγε σε πράξεις και ενέργειες που την εξέθεσαν ανεπανόρθωτα. Και το χειρότερο επέδειξε μια άνευ προηγουμένου αυταρέσκεια. Το ανόητο επιχείρημα, ότι τα Τέμπη κρίθηκαν στις εκλογές που ακολούθησαν, είναι τουλάχιστον κατάπτυστο, αντιστρατεύεται την ηθική της πολιτικής. Οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις υπήρξαν προκλητικές. Πως αλλιώς να εξηγηθεί το ότι η συντριπτική πλειονότητα της κοινής γνώμης, πιστεύει ακράδαντα ότι επιχειρήθηκε η συγκάλυψη. Εξάλλου η εκτίμηση αυτή ήταν που τροφοδότησε την πρωτοφανή κοινωνική έκρηξη.
Οι κυβερνώντες αγνόησαν το αυταπόδεικτο: Η αλήθεια στη μάχη με το ψέμα, αν όχι πάντα, τις πιο πολλές φορές κερδίζει. Η αντοχή της στο χρόνο, της επιτρέπει να αποκαλύψει όλες τις θεατές και αθέατες πλευρές ενός τραγικού γεγονότος. Η παραδοχή αυτή αποδείχθηκε καταλυτική. Κατέρριψε την εσκεμμένη επιχειρηματολογία που αποσκοπούσε στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Η κυβέρνηση αν πράγματι ήθελε να πέσει άπλετο φως στην υπόθεση, όφειλε να ακολουθήσει το δρόμο της ευθύνης δίχως περιστροφές και προφάσεις. Και το σημαντικότερο, να αφήσει την έρευνα να προχωρήσει απρόσκοπτα, αποφεύγοντας διαδικασίες γελοιοποίησης. Κάτι που δυστυχώς δεν έπραξε, με αποτέλεσμα να γίνει έρμαιο του φόβου και του πανικού. Αντί λοιπόν να πολιτευθεί με υπευθυνότητα και ευαισθησία, αυτοπαγιδεύτηκε στο φόβο αποποιούμενη την ευθύνη της, να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Η αποστροφή της πραγματικότητας, δεν συνιστά μόνο πολιτική τύφλωση αλλά και υστερόβουλη ιδιοτέλεια.
Η αίσθηση της παντοδυναμίας ήταν εκείνη που ώθησε τον Πρωθυπουργό σε πράξεις και ενέργειες που αντιστρατεύονταν την αξιοπιστία και την φερεγγυότητά του. Η τωρινή αναδίπλωσή του, μπορεί να είναι θετική, αλλά δεν ακυρώνει την προγενέστερη στάση του απέναντι στην τραγωδία των Τεμπών. Συμμάχησε και παραδόθηκε στο φόβο, υπό το άγχος των πολιτικών και εσωκομματικών σκοπιμοτήτων. Την ίδια δε στιγμή προσπέρασε την ευθύνη, υποτιμώντας την ανάγκη διαλεύκανσης. Εύλογο επακόλουθο ήταν να επιβαρυνθεί το δυσμενές κλίμα για την κυβέρνησή του, αλλά και να προκληθεί η πρωτοφανής κοινωνική έκρηξη.