Σοφία Τσαρούχα
Καθημερινή, 2/3/2018
«Δεν μπορείς να αφήσεις μια σοβαρή κρίση να χαθεί. Και με αυτό εννοώ πως είναι μια ευκαιρία να κάνεις πράγματα που δεν μπορούσες προηγουμένως». Η δήλωση-παράφραση της γνωστής ρήσης του Μακιαβέλι ανήκει στον τότε προσωπάρχη του Μπαράκ Ομπάμα και νυν δήμαρχο του Σικάγου, Ραμ Εμάνιουελ, ο οποίος σχολίαζε τις δυνατότητες εφαρμογής νέων πολιτικών που είχαν ανοίξει με τη χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008 στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η φράση αυτή όχι απλώς μπορεί να βρει εφαρμογή, αλλά είναι επιβεβλημένο να επαληθευθεί, προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί σε μια σταθερή και βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία. Η ύφεση, επίπονη και βαθιά μεν, καθώς η ελληνική οικονομία απώλεσε σωρευτικά σε επτά χρόνια πάνω από το 25% του εθνικού της προϊόντος, παρέχει, δε, ένα παράθυρο ευκαιρίας, ώστε να αλλάξουμε νοοτροπία και να απεγκλωβιστούμε από τις παθογένειες του παρελθόντος.
Η ελληνική οικονομία βίωσε ταυτόχρονα κρίση χρέους και ανταγωνιστικότητας. Στην ουσία καταναλώναμε, μέσω του υπερδανεισμού, πολύ περισσότερο από τις παραγωγικές μας δυνατότητες, συσσωρεύοντας ένα υπέρογκο εξωτερικό έλλειμμα ως αντανάκλαση της απώλειας ανταγωνιστικότητας. Ο ιδιωτικός τομέας, με τις ευλογίες του Δημοσίου, είχε συνηθίσει να λειτουργεί με τρόπο αντιπαραγωγικό, με τους πόρους να μετακινούνται από τους εμπορεύσιμους στους προστατευμένους τομείς, που ζούσαν από τις κρατικές παρεμβάσεις και τη «φούσκα» της κατανάλωσης. Παράλληλα, ο δημόσιος τομέας, ελλείψει μεταρρυθμίσεων κι εκσυγχρονισμού, αρνούνταν να προσαρμοστεί στον τρόπο με τον οποίο μια οικονομία πρέπει να λειτουργεί, στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης και του ελευθέρου εμπορίου, δημιουργώντας εμπόδια και αντικίνητρα στην ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Η ανάλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων, που διογκώθηκαν κατά τη «χρυσή» πρώτη δεκαετία της Ευρωζώνης, δείχνει ολοκάθαρα την κατεύθυνση την οποία θα πρέπει να ακολουθήσουμε. Χρειαζόμαστε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, που θα χαρακτηρίζεται από εξωστρεφή παραγωγική βάση, μεγαλύτερο εξαγωγικό τομέα, με αγαθά και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, με εκμετάλλευση συγκριτικών πλεονεκτημάτων, αυξημένη δυνατότητα της χώρας να προσελκύει ένα αξιοπρεπές μερίδιο άμεσων ξένων επενδύσεων. Μια τέτοια θεμελιώδης μεταστροφή απαιτεί συγκεκριμένα βήματα από την πλευρά του κράτους: δημοσιονομική σταθερότητα, βαθιές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα, στη φορολογική διοίκηση και στο ασφαλιστικό, εξυγίανση των τραπεζών ώστε να μπορούν να χρηματοδοτούν την οικονομική δραστηριότητα, χρηστή διαχείριση των κοινοτικών πόρων, σοβαρούς αναπτυξιακούς νόμους που θα κατευθύνουν τη χρηματοδότηση σε παραγωγικές επενδύσεις, καθώς και επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.
Η δαιμονοποίηση
Ως κοινωνία είχαμε υιοθετήσει μια εντελώς λανθασμένη αντίληψη για την επιχειρηματικότητα. Επί της ουσίας, την είχαμε δαιμονοποιήσει, θεοποιώντας από την άλλη πλευρά το κράτος και θεωρώντας πως δημόσιος και ιδιωτικός τομέας αποτελούν δύο αντίθετους πόλους. Στην πραγματικότητα, όμως, ένας αποτελεσματικός δημόσιος τομέας είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, καθώς παρέχει τις απαραίτητες θεσμικές συμπληρωματικότητες.
Για να διορθωθούν τα σημαντικά θεσμικά προβλήματα που καθηλώνουν την επιχειρηματικότητα, ωστόσο, χρειάζεται μακρόπνοος σχεδιασμός, που θα υπερβαίνει επιτέλους τις μυωπικές προσεγγίσεις που κοιτάζουν μόνο μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Το διάστημα για την υλοποίηση μιας επένδυσης, πόσο μάλλον εάν προέρχεται από μια μεγάλη βιομηχανική μονάδα, ενδέχεται να ξεπερνάει τα τέσσερα χρόνια, δηλαδή το μέγιστο μιας κυβερνητικής θητείας. Το επιχειρείν για να λειτουργήσει επιτυχώς και να διευκολυνθεί εμπράκτως χρειάζεται πολιτική σταθερότητα, σταθερό φορολογικό πλαίσιο, σαφές νομικό πλαίσιο, με απλουστευμένες διαδικασίες αδειοδότησης και έμφαση στην άρση των ρυθμιστικών εμποδίων για την ίδρυση επιχειρήσεων. Επιπροσθέτως, χρειάζεται αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα που θα εφοδιάζει τους φοιτητές με τα προσόντα που ζητούνται στην αγορά εργασίας και θα επιτρέπει, μέσω της διασύνδεσης με τις επιχειρήσεις, τη διάχυση της τεχνογνωσίας προς αυτές.
Μόνον υπό αυτές τις συνθήκες θα αυξηθούν οι μακροπρόθεσμες παραγωγικές επενδύσεις στη χώρα μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου εγχειρήματος ανακοινώθηκε πριν από λίγους μήνες από την «Παπαστράτος», θυγατρική της Philip Morris στην Ελλάδα. Κατ’ αρχάς, πρόκειται για μια άμεση ξένη επένδυση (ΑΞΕ) μεγάλου ύψους, 300 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που η χώρα είναι διαχρονικά ανεπαρκής στην προσέλκυση ΑΞΕ που ανέκαθεν κινούνταν γύρω στο 1% του ΑΕΠ. Κατά δεύτερον, η επένδυση στοχεύει στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, καθώς αφορά την παραγωγή τεχνολογικά εξελιγμένων καπνικών προϊόντων με εξαγωγικό προσανατολισμό. Επιπροσθέτως, η επένδυση εκμεταλλεύεται και αναδεικνύει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, όπως τη γεωγραφική της θέση και την εγγύτητά της στις αγορές της Ευρώπης και της Ασίας, το εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό και τα υψηλής ποιότητας καπνά – χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυνατοτήτων του πρωτογενούς τομέα, ιδίως όταν συνδέεται με τη μεταποίηση.
Η λέξη κρίση στα κινεζικά αποτελείται από δύο ιδεογράμματα. Το πρώτο συμβολίζει το πρόβλημα και το δεύτερο την ευκαιρία. Ας ελπίσουμε ότι η ευκαιρία της κρίσης θα αξιοποιηθεί, αποτελώντας μια νέα αφετηρία για την αναβάθμιση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος της χώρας, προκειμένου να επανεκκινηθεί η μηχανή της ελληνικής οικονομίας.
* Η κ. Σοφία Τσαρούχα είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Marketing του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.