Εφημερίδα Η Αξία
13 Οκτωβρίου 2012
Η πρωτοφανής οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε έχει διευρύνει σημαντικά το χάσμα ανάμεσα στη χώρα μας και την Ευρώπη. Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια βρέθηκε στην πολιτική μεθόριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στερούμενη ευρωπαϊκής στρατηγικής, οδηγήθηκε στην απομόνωση και την περιθωριοποίηση. Αντί να προτάξει την σύγκλισή της με το ευρωπαϊκό κεκτημένο μειώνοντας τις αποστάσεις και τις διαφορές, έπραξε το ακριβώς αντίθετο: Παλινδρόμησε στον εθνοκεντρισμό και σε πολιτικές εσωστρέφειας, αδιαφορώντας για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Τα δημοσιονομικά προβλήματα δεν τα ενέταξε όταν έπρεπε στην ευρωπαϊκή ομπρέλα, αλλά τα αντιμετώπισε ως δικές της ιδιαιτερότητες. Με τον ίδιο τρόπο συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, τις οποίες όφειλε να κάνει εγκαίρως, προκειμένου να εναρμονιστεί με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Η όξυνση της οικονομικής κρίσης επιδείνωσε περαιτέρω τις σχέσεις της με τους κοινοτικούς εταίρους, μετατρέποντάς τη ξανά σε μαύρο πρόβατο. Αδυνατώντας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις και στις δεσμεύσεις της, θεωρήθηκε προβληματικό μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Αξιοσημείωτο είναι ότι για πολύ καιρό δεν συμμετείχε σε καμία πρωτοβουλία που εκδηλώθηκε στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περιόρισε την παρουσία της στα Συμβούλια Κορυφής και στο Eurogroup, βρισκόμενη πάντα με την πλάτη στον τοίχο.
Για την απόκλιση της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση σημαντικές είναι οι ευθύνες των κυβερνήσεων Καραμανλή–Παπανδρέου. Ο μεν πρώτος, με τη φαεινή ιδέα της απογραφής εξέθεσε τη χώρα, εκτροχιάζοντας ταυτόχρονα τα δημοσιονομικά της. Ο δε δεύτερος, αγνοώντας την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατέφυγε σε πολιτικούς πειραματισμούς, οδηγώντας τη στην αγκαλιά του ΔΝΤ.
Με τη σύναψη ετεροβαρών μνημόνιων οι επιπτώσεις της κρίσης πολλαπλασιάστηκαν, οδηγώντας τον τόπο και την οικονομία σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Η νέα διαχωριστή γραμμή σε μνημονιακές και αντιμνημονιακές δυνάμεις που ανέδειξε η χρεοκοπία δημιούργησε ένα δυσμενές κλίμα εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εταίρων μας.
Αξιοποιώντας τα υπαρκτά και μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ατελές εγχείρημα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, οι αντιευρωπαϊκές δυνάμεις είτε από την Αριστερά είτε από την Δεξιά, έθεσαν στη δημόσια ατζέντα την πολεμική εναντίον της Ευρώπης.
Η αντιευρωπαϊκή αυτή ρητορική ήταν φυσικό να βρει πρόσφορο έδαφος σε μία χώρα που οι άνεργοι έφτασαν στο ενάμισι εκατομμύριο και η ύφεση, βαθαίνει ολοένα και περισσότερο, χωρίς προς το παρόν τουλάχιστον να διακρίνεται κάποιο φως στο τούνελ.
Το κλίμα αυτό ανέδειξε η επίσκεψη της Μέρκελ στην Αθήνα, η οποία αντιμετωπίστηκε από σημαντική μερίδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των πολιτών με έναν πολιτικό επαρχιωτισμό. Έπειτα από πολύ καιρό ευρωπαίος ηγέτης επισκέπτεται επίσημα την Ελλάδα.
Και εμείς αντί να δούμε τα θετικά μιας τέτοιας επίσκεψης σπεύσαμε με πολεμικές κραυγές να την καταγγείλουμε, φτάνοντας στο σημείο της μισαλλοδοξίας. Για άλλη μια φορά αποδείχθηκε ότι ο λαϊκισμός και η πολιτική υποκουλτούρα κυριαρχούν στη δημόσια ζωή.
Τέτοιες συμπεριφορές σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογούνται από τις εύλογες ενστάσεις που διατυπώνονται για τη σημερινή πολιτική που ακολουθεί η Γερμανία, ως ηγέτιδα δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε βεβαίως από τις επιπτώσεις των πολιτικών των μνημονίων.
Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωζώνης, η Ελλάδα οφείλει να ενισχύσει περαιτέρω τους δεσμούς της με τους κοινοτικούς εταίρους της. Οφείλει να επανακάμψει στην τροχιά μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής, μέσα από την οποία θα αντιμετωπίσει τόσο τις εκκρεμότητες του παρελθόντος, όσο και τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που έχει αναλάβει. Αποκτώντας συνομιλητές εκτός των τειχών μπορεί να τροποποιήσει, ακόμη και να απαλύνει καίρια σημεία των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει. Δεν μπορεί να παραμένει στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως ειδική περίπτωση, επιζητώντας κάθε φορά ιδιαίτερη μεταχείριση.
Οι αντιμνημονιακές κορώνες εύκολα εκτοξεύονται. Ομως οφείλουμε να καταλάβουμε ότι τα προβλήματα της χώρας δεν αντιμετωπίζονται με καταγγελτικό λόγο, με υπεραπλουστεύσεις, με το χάιδεμα των αφτιών, με ανέξοδες και ανεύθυνες υποσχέσεις, με πλειοδοσίες αιτημάτων.
Το νέο οικονομικό περιβάλλον μάς επιβάλλει την ανάγκη να κινηθούμε στο πλαίσιο του πραγματισμού, αξιοποιώντας τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που έχουμε, διαμορφώνοντας νέες συμμαχίες, αναζητώντας κοινές προσεγγίσεις με τις χώρες και τους λαούς που πλήττονται από τη σημερινή οικονομική κρίση.
Δεν νοείται η Ελλάδα να μην είναι παρούσα στις διεργασίες που αναπτύσσονται σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου. Εκεί είναι ο ζωτικός της χώρος. Σ’ αυτόν πρέπει να κινηθεί χωρίς ενοχικά σύνδρομα και πολιτικά κόμπλεξ.
Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, ασκώντας μια ισοπεδωτική κριτική, λειτουργούν αποτρεπτικά στην επανάκτηση του χαμένου ευρωπαϊκού εδάφους. Αντίθετα, οι αποκαλούμενες μνημονιακές δυνάμεις μπορούν να αναζητήσουν τα κοινά σημεία μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής που θα υποκαθιστά το κύρος της χώρας, κάνοντας πράξη τις μεγάλες εκκρεμότητες, που δεν είναι άλλες από τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις αποκρατικοποιήσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, την αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας κ.ά..
Η τρικομματική κυβέρνηση έδειξε τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της. Ωστόσο είναι στο χέρι της να αξιοποιήσει την τελευταία ευκαιρία, κρατώντας τη χώρα στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δημιουργώντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις ανάκαμψης και ανάταξής της.
Εγκαταλείποντας τις πελατειακές της εξαρτήσεις, την αρχομανία και τις ιδεοληψίες τους, οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι μπορούν να απαλύνουν το βάρος του πακέτου των 11,8 δις, υλοποιώντας αναπτυξιακές πολιτικές με τις οποίες τόσο καιρό βαυκαλίζονται, αποφεύγοντας να τις υλοποιήσουν.
Οποιοι πιστεύουν ότι η έξοδος από την κρίση μπορεί να αναζητηθεί εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου ή δεν γνωρίζουν την πραγματικότητα ή εθελοτυφλούν, προτάσσοντας τα κομματικά και προσωπικά τους παιχνίδια. Εξάλλου, την κρίση δεν την προκάλεσαν τα μνημόνια, αλλά η συσσώρευση των προβλημάτων που επί πολλές δεκαετίες αρνούμασταν να επιλύσουμε, είτε γιατί τα υποτιμούσαμε είτε γιατί φοβόμασταν το πολιτικό κόστος.
Αγνοώντας τα παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών πιστεύαμε ότι μπορούμε να συνεχίσουμε το δρόμο μας, στηριζόμενοι στον υπερδανεισμό, προκειμένου να συντηρήσουμε ένα αντιπαραγωγικό και αναποτελεσματικό υπερτροφικό κράτος. Αρνούμενοι να ακολουθήσουμε μια ευρωπαϊκή στρατηγική επιμέναμε στις δικές μας εθνικές ιδιαιτερότητες, εξανεμίζοντας τα πλεονεκτήματα που μας παρείχε η θέση μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη.
Φαίνεται πλέον καθαρά ότι μετά το σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης το κλίμα στην Ευρώπη αρχίζει να βελτιώνεται για τη χώρα μας. Το στοίχημα του πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά είναι να δείξει ότι η ευρωπαϊκή στροφή του είναι συνειδητή και αδιαπραγμάτευτη επιλογή του και ότι μένει αδιάφορος στις σειρήνες του παλαιοκομματισμού και του λαϊκισμού. Ωστόσο, η περαιτέρω ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής στροφής έχει ανάγκη και την ουσιαστική υποστήριξη των άλλων δύο κυβερνητικών εταίρων.
Συμπερασματικά, η συγκυβέρνηση των τριών δεν θα κριθεί μόνο από τη δυνατότητά της να κάνει πράξη τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις της χώρας, αλλά και από την ικανότητά της να επανεντάξει την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή οικογένεια ως ισότιμο και πλήρες μέλος. Η δημοσιονομική εξυγίανση και οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που θα μας κρατήσει ζωντανούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη.