Εφημερίδα Η Αξία
6 Απριλίου 2013
Οι δυστοκίες, οι αντιφάσεις, οι διαφορετικές προσεγγίσεις, ακόμη και οι ανταγωνισμοί που εμφανίζει η κυβερνητική συνύπαρξη της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ αναμφίβολα δείχνουν ότι η πολιτική και προγραμματική συνεργασία παραμένει ζητούμενο.
Η συμπαράταξη των τριών κομμάτων δεν ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή, ούτε έκφραση βούλησης για την από κοινού αντιμετώπιση των τραγικών αδιεξόδων, στα οποία έχει οδηγηθεί η χώρα. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνητικοί εταίροι την αποδέχτηκαν ως αναγκαίο κακό. Γι’ αυτό όχι μόνο δεν την πιστεύουν, αλλά ο καθένας από την πλευρά του προσπαθεί να την αξιοποιήσει για την προώθηση των δικών του επιδιώξεων.
Άλλωστε, καμία πολιτική δύναμη δεν είχε και δεν έχει αναπροσανατολίσει τη στρατηγική της για την αναγκαιότητα κυβερνήσεων συνεργασίας. Αν και αναγκάστηκαν να συνεργαστούν, ο πολιτικός τους πυρήνας παραμένει αναλλοίωτος. Κινείται στις λογικές του παρελθόντος με βασικά χαρακτηριστικά τον κομματισμό, τον λαϊκισμό, τον ηγεμονισμό, τις πελατειακές σχέσεις.
Τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, μπορεί να εγκατέλειψαν τις φραστικές αναφορές στις αυτοδύναμες κυβερνήσεις, ωστόσο δεν έχουν αποδεσμευτεί από τις παλιές τους αυταρέσκειες και κακές συνήθειες. Ο τρίτος κυβερνητικός εταίρος, η ΔΗΜΑΡ, αν και αυτοπροβάλλεται ως κυβερνώσα Αριστερά, στην πράξη πράττει το αντίθετο. Συμπεριφέρεται ενοχικά και υστερόβουλα, προσπαθώντας να διατηρήσει την πολιτική της αθωότητα και αγνότητα.
Ως εκ τούτου, οι αναταράξεις που παρουσιάζει το κυβερνητικό σχήμα είναι αναπόφευκτες. Από τη στιγμή που η συνεργασία δεν στηρίζεται σε ένα καθαρό πλαίσιο πολιτικών αρχών και προγραμματικών δεσμεύσεων, θα υποσκάπτεται από ανταγωνισμούς και αντιτιθέμενες επιδιώξεις. Όταν αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία για κομματικά οφέλη ή για την επιβολή μονομερών απόψεων, η αποστολή της ακυρώνεται. Όσο οι κυβερνητικοί εταίροι αρνούνται να προχωρήσουν στο αυτονόητο, αποσαφηνίζοντας έστω και τώρα τις κοινές προτεραιότητές τους και ταυτόχρονα παραμένουν δέσμιοι των ιδιοτελών συμφερόντων τους -κομματικών και προσωπικών- τόσο το πρόβλημα συνοχής και αποτελεσματικότητας θα οξύνεται.
Η έλλειψη πολιτικής κουλτούρας συνεργασιών δεν έχει μόνο παρενέργειες στο κυβερνητικό έργο. Στην ουσία απομειώνει και την κυβερνησιμότητα του υπάρχοντος σχήματος, εντείνοντας τα ερωτηματικά και τις αμφιβολίες της κοινής γνώμης για τη βιωσιμότητα και χρησιμότητα του.
Οι πολίτες βλέποντας τη συνοχή της συγκυβέρνησης να δοκιμάζεται, τη μια με τις απολύσεις στο δημόσιο, την άλλη από το χαράτσι, αντιλαμβάνονται την επίπλαστη συνεργασία και συμπόρευση. Καταλαβαίνουν ότι η κάθε πλευρά νοιάζεται περισσότερο από οτιδήποτε για την εξασφάλιση της εύνοιας αυτών που θίγονται από τα επώδυνα μέτρα και όχι για το συμφέρον της χώρας και της οικονομίας. Άλλωστε, είναι εμφανής η εναγώνια προσπάθεια των τριών κομμάτων να εξυπηρετήσουν την πολιτική τους πελατεία και να προσεταιριστούν τις συντεχνίες, συναγωνιζόμενα στην πλειοδοσία των διαφόρων –κυρίως οικονομικών- αιτημάτων τους.
Αντιθέτως, οι ίδιοι πολίτες αντιμετωπίζουν θετικά τις προσπάθειες που δείχνουν αποφασιστικότητα και προσήλωση στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών στόχων. Η υψηλή δημοτικότητα –παρά τα σκληρά μέτρα που έχουν επιβληθεί- του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα το αποδεικνύει.
Πάντως, γεγονός είναι ότι η κυβέρνηση υπολείπεται κατά πολύ των σημερινών αυξημένων και επειγουσών αναγκών και απαιτήσεων. Έτσι καθίσταται περισσότερο ευάλωτη απέναντι στις επικρίσεις των πολιτικών της αντιπάλων. Μια τρικομματική κυβέρνηση, η οποία στερείται καθαρού και ισχυρού πολιτικού και προγραμματικού πλαισίου, δεν μπορεί να είναι ανθεκτική και στιβαρή. Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο, αφενός λόγω της μονοθεματικής πολιτικής ατζέντας της, αφετέρου εξαιτίας του ανεπαρκούς στελεχιακού της δυναμικού.
Όσον αφορά το πρώτο, η μονομερής ενασχόληση της κυβέρνησης με τα ζητήματα της δημοσιονομικής εξυγίανσης παραγκωνίζει άλλα μείζονα θέματα. Η υστέρηση, την οποία εμφανίζει σε καίριους τομείς που σχετίζονται με την πραγματική οικονομία είναι πρόδηλη. Η αδυναμία της να μοντάρει βήμα βήμα ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο που θα δίνει ώθηση στην παραγωγική και οικονομική δραστηριότητα είναι πασιφανής.
Ως προς τη στελέχωσή της, αυτή δεν έγινε με κριτήριο την αριστεία, την πολιτική επάρκεια και την επιχειρησιακή ικανότητα, αλλά υπαγορεύτηκε από εσωκομματικές και προσωπικές σκοπιμότητες. Σ’ αυτό συνέβαλε και η άρνηση των ηγεσιών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ να επιστρατεύσουν τα πολιτικά στελέχη τους.
Τα παραπάνω προβλήματα στην ουσία οδηγούν σε μια κυβέρνηση δύο ταχυτήτων, ενώ ταυτόχρονα απορρυθμίζουν τη γενική προσπάθεια. Από τη μια βλέπουμε το οικονομικό επιτελείο να ξέρει τι θέλει και τι κάνει και από την άλλη οι ασκούμενες πολιτικές να κινούνται σε λογικές προ κρίσης.
Συνοπτικά, οι τριγμοί που εμφανίζει η τρικομματική κυβέρνηση δεν είναι ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι. Όσο η συνεργασία και η συμπόρευση των εταίρων της δεν στηρίζεται σε ένα συνεκτικό και καθαρό πολιτικό σχέδιο, τόσο θα πολλαπλασιάζονται οι δυστοκίες. Όσο η μετακύληση ευθυνών από τον έναν στο άλλον για την αποφυγή του πολιτικού κόστους γίνεται καθεστώς, τόσο θα ενισχύονται οι κομματικοί ανταγωνισμοί, οι αμφιθυμίες και οι αρρυθμίες.
Τα τραγικά οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η χώρα θα ανακυκλώνονται, όταν οι αναγκαίες και επώδυνες αποφάσεις που πρέπει να παρθούν μετατίθενται σε βάθος χρόνου. Μόνο με καθαρές πολιτικές και καθαρές αποφάσεις μπορούν οι κυβερνώντες να προσδοκούν τη συγκατάθεση και τη στήριξη των πολιτών. Οι μεσοβέζικες πολιτικές όχι μόνο δεν προστατεύουν εκείνους που τις υπηρετούν, αλλά τους εκθέτουν ανεπανόρθωτα, γιατί δείχνουν απουσία αποφασιστικότητας και τόλμης.