Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης
9 Απριλίου 2017
Το Κυπριακό, ακόμη κι αν δεν υπήρχε, θα το εφεύρισκαν οι διάφοροι πατριδοκάπηλοι, οι εθνικιστές και οι υπερπατριώτες σε Κύπρο και Ελλάδα. Και τούτο διότι με αυτό αποκτούν πολιτική υπόσταση. Διασφαλίζουν ρόλο και λόγο. Κάνουν καριέρες, πλειοδοτώντας σε μισαλλοδοξία και αντιπαλότητα. Εμφανίζονται ως οι μόνοι θεματοφύλακες της υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι όποιος δεν συμφωνεί μαζί τους είναι ενδοτικός στην τουρκική επιθετικότητα και αδιαλλαξία.
Η κυπριακή, αλλά και η ελλαδική πολιτική σκηνή, βρίθουν από υποτιθέμενες ευαίσθητες πατριωτικές φωνές. Μάλιστα πολλές απ’ αυτές επιδίδονται σε ανώφελες και απαίδευτες διακηρύξεις. Κύριο μέλημά τους, να ερεθίζουν τα πιο άγρια ένστικτα σημαντικής μερίδας πολιτών, Κυπρίων και Ελλαδιτών, ντοπάροντάς τους με μπόλικη δόση εθνολαϊκισμού. Έτσι τροφοδοτούν ψυχώσεις και εχθρότητες, χωρίς να νοιάζονται για τις συνέπειες των λόγων και των πράξεών τους. Πρωτίστως αδιαφορούν για τις επιπτώσεις των ενεργειών τους στην εθνική εκκρεμότητα.
Το Κυπριακό προκλήθηκε και συντηρείται γιατί ο εθνικισμός έβρισκε και βρίσκει γόνιμο έδαφος σε όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Ως εκ τούτου, προϋπόθεση για την επίλυσή του εθνικού ζητήματος είναι η στρατηγική του ήττα. Το ξερίζωμά του. Διαφορετικά, όποιες πρωτοβουλίες κι αν αναπτυχθούν, θα αποδειχθούν ατελέσφορες και αδιέξοδες. Τα όσα θεατά και αθέατα συνέβησαν στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις στη Γενεύη το επιβεβαιώνουν. Η επανεκκίνηση των συνομιλιών δεν επισκιάζεται μόνο από το τουρκικό δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου ούτε από τις κυπριακές προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου. Αλλά και από μια στρεβλή εθνοκεντρική αντίληψη που καλλιεργείται σε Λευκωσία, Αθήνα και Άγκυρα.
Εγκλωβισμένες και οι τρεις πλευρές σε κοντόφθαλμες λογικές εύλογα αδυνατούν να απεξαρτηθούν από τους φορμαλισμούς, τις μονομέρειες, τις στρεβλώσεις, ακόμη και τις αυταρέσκειες του παρελθόντος. Οχυρωμένες πίσω από τη δική της η καθεμιά εθνική αλήθεια δεν μπορούν να δημιουργήσουν τις γέφυρες για την εξεύρεση λύσης. Η περιδίνησή τους σε άγονες αντιπαραθέσεις και αχρείαστους διαξιφισμούς επιτείνει τα αδιέξοδα. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Θα σταθώ μόνο στον τρόπο που κορυφαίοι πολιτειακοί και πολιτικοί παράγοντες της Ελλάδας προσεγγίζουν το Κυπριακό, αλλά και στα μηνύματα που εκπέμπουν.
Τον τελευταίο χρόνο βρέθηκαν στη Λευκωσία ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος και οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, Νίκος Κοτζιάς και Πάνος Καμμένος. Κοινό χαρακτηριστικό των ομιλιών και των δηλώσεών τους ήταν η φορτισμένη ρητορική και η ανέξοδη αγωνιστικότητα που παρέπεμπαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Οι πατριωτικές κορώνες και η εθνικοπατριωτική έξαρση ξεχείλιζαν. Δεν βρίσκονταν σε αρμονία με τις σημερινές ανάγκες και απαιτήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το κυριότερο, οι συγκεκριμένοι Ελλαδίτες αξιωματούχοι έμοιαζαν να θέλουν να υποδείξουν την πολιτική που πρέπει να υλοποιήσει η Κύπρος, υπερφαλαγγίζοντας στην ουσία την κυπριακή ηγεσία.
Οι θέσεις που εξέφρασαν σε μεγάλο βαθμό κινούνταν σε αποκλίνουσα τροχιά από την πάγια αρχή της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας, που πρώτος θεμελίωσε ο Μακάριος. Αντίστοιχα έπραξαν και ως προς τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, αποσυνδέοντάς τες από το κεκτημένο του Ελσίνκι. Αποκαλυπτική ήταν επίσης και η υποβάθμιση της ευρωπαϊκής διάστασης του κυπριακού προβλήματος, τη στιγμή που η Κύπρος είναι σήμερα πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι δε παρεμβάσεις Κοτζιά και Καμμένου απείχαν από μια ψύχραιμη σοβαρή και νηφάλια πολιτική που οφείλουν να ακολουθούν οι εκπρόσωποι κάθε ελληνικής κυβέρνησης. Ο υπουργός Εξωτερικών έκρινε σκόπιμο, στην κρίσιμη για το Κυπριακό στιγμή, να επικρίνει δημόσια τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ Έσπεν Έιντε, υποτιμώντας τις προσπάθειές του για συμφωνία. Ο δε υπουργός Άμυνας ξέφυγε εντελώς. Με προγενέστερες δηλώσεις του υπέδειξε στην κυπριακή κυβέρνηση να αγοράσει πολεμικά αεροπλάνα, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της άμυνας της Κύπρου, δηλώνοντας μάλιστα ότι αυτά μπορούν να σταθμεύσουν στην Κρήτη.
Φαίνεται πλέον καθαρά ότι η Ελλάδα που άλλοτε είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίλυση του Κυπριακού, αλλά και στη Συμφωνία του Ελσίνκι σήμερα παλινδρομεί σε στρατηγήματα που αντικειμενικά αδυνατούν να συμβάλλουν στην επίτευξη του επιδιωκόμενου εθνικού στόχου: στην επανένωση της Κύπρου.