Εφημερίδα Η Αξία
18 Μαΐου 2013
Κατεστραμμένο τοπίο μετά από ανελέητο βομβαρδισμό, θυμίζει το πολιτικό σύστημα της χώρας. Οι διπλές εκλογές του προηγούμενου χρόνου πιστοποίησαν τις μεγάλες ανατροπές που έχουν συντελεστεί. Ο δικομματισμός, όπως τον γνωρίσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, συνιστά πλέον παρελθόν.
Το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ που βρέθηκε στο πηδάλιο της διακυβέρνησης πάνω από είκοσι χρόνια, εμφανίζει συμπτώματα αποσύνθεσης, κατάρρευσης, ακόμη και παρακμής. Το αντίπαλο δέος, η Νέα Δημοκρατία, μπορεί να βλέπει την επιρροή και τη δύναμή της να υποχωρούν, διατηρεί όμως μια στοιχειώδη ανθεκτικότητα, λόγω και της εξουσίας. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πριν από μερικά χρόνια ότι οι δύο αυτοί πυλώνες του μεταπολιτευτικού συστήματος θα ήταν σήμερα κυβερνητικοί εταίροι;
Το βέβαιο είναι ότι οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς, όπως αυτές εκφράστηκαν από τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα, αντιμετωπίζουν μετά από πολλές δεκαετίες πρόβλημα νομιμοποίησης. Η εξασθένηση και συρρίκνωσή τους είναι αναμφισβήτητη. Το κενό εκπροσώπησης που έχει δημιουργηθεί καθιστά το κομματικό σύστημα ασταθές και ρευστό. Ως εκ τούτου, εύλογα προκύπτει το ερώτημα: ποια σχήματα θα εκφράσουν στον παρόντα και μέλλοντα χρόνο τα δύο υπαρκτά ρεύματα που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία;
Η συντήρηση και η πρόοδος δεν είναι τεχνητές σημάνσεις. Αντίθετα, οι δύο αυτοί πόλοι αποτυπώνουν διαχρονικά ένα υπαρκτό δίλλημα. Ωστόσο, στις μέρες μας το δίλλημα αυτό δεν υπαγορεύεται από τους φορμαλισμούς του παρελθόντος. Το παραδοσιακό υπόδειγμα Δεξιά-Αριστερά, σύμφωνα με το οποίο η Δεξιά ήταν συνώνυμο της συντήρησης και η Αριστερά της προόδου δεν υφίσταται πια. Στην πραγματικότητα είναι ξεπερασμένο και ανιστόρητο. Και το κυριότερο, δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τους προσανατολισμούς και τις πολιτικές των διαφόρων κομματικών σχηματισμών.
Τι σημαίνει σήμερα προοδευτική ή συντηρητική πολιτική είναι ένα σύνθετο και πολύπλοκο ζήτημα. Μπορεί να χαρακτηριστεί προοδευτική, για παράδειγμα, η στήριξη που παρέχει ο ΣΥΡΙΖΑ στις διάφορες συντεχνίες του δημόσιου τομέα; Μπορεί να θεωρηθεί συντηρητική ο εξορθολογισμός των δημόσιων οικονομικών και των διαρθρωτικών αλλαγών στο κράτος;
Η πολιτική δεν είναι στατική υπόθεση. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν παγιωμένα κλισέ και βεβαιότητες. Για παράδειγμα, ο λαϊκισμός και οι συντεχνιακές πρακτικές βρίσκονταν άλλοτε στο DNA της συντηρητικής παράταξης. Σήμερα βλέπουμε ότι τα στοιχεία αυτά έχουν διαχυθεί στο χώρο των προοδευτικών δυνάμεων, ακόμη και σε αυτόν της παραδοσιακής Αριστεράς.
Η πολτοποίηση της πολιτικής έχει αποσαρθρώσει το μεταπολιτευτικό μοντέλο. Οι ανακατατάξεις που έχουν προκληθεί σε όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων είναι ουσιώδεις. Ο χώρος της Κεντροαριστεράς στερείται πολιτικής έκφρασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ με τα χαρακτηριστικά που έχει, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να καλύψει αυτό το κενό, όσο και αν επιχειρεί κάποια μεταστροφή, λειαίνοντας τις θέσεις του σε καίρια ζητήματα. Η ΔΗΜΑΡ αυτοπεριορίζεται σε έναν συμπληρωματικό ρόλο, λειτουργώντας ως εκκρεμές μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά και στο χώρο της Κεντροδεξιάς, φαίνεται πλέον καθαρά ότι υπάρχει μεγάλη ρευστότητα και ανακατατάξεις. Η ευρωπαϊκή στροφή του Σαμαρά μπορεί να τον καθιστά κυρίαρχο, πιστοποίησε όμως την ύπαρξη ενός ισχυρού συντηρητικού υποστρώματος λαϊκισμού και εθνικισμού. Το ρήγμα που προκάλεσε η αποκόλληση των Ανεξάρτητων Ελλήνων έχει έντονα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα, συνιστά αυθεντική έκφραση της εθνικόφρονης Δεξιάς. Το μόρφωμα της Χρυσής Αυγής δεν προέκυψε από το πουθενά. Αναπτύχθηκε στο γόνιμο έδαφος μιας ακραίας συντηρητικής, εθνικιστικής και λαϊκίστικης ρητορικής.
Η κρίση και η χρεοκοπία στην οποία οδηγήθηκε η χώρα από τις ανακόλουθες και ανερμάτιστες πολιτικές της γαλάζιας διακυβέρνησης και της κυβέρνησης Παπανδρέου, θρυμμάτισαν το κομματικό σύστημα. Η αναδιάταξη που έχει προκληθεί είναι μεταβατική. Η κρίση εκπροσώπησης είναι υπαρκτή.
Το κενό που έχει δημιουργήσει η καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ στερεί από τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς μια αυθεντική πολιτική έκφραση. Προς το παρόν, δεν μπορεί να καλυφθεί από νέα σχήματα, γι’ αυτό και θα αποτελέσει ένα πεδίο σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ. Το βέβαιο πάντως είναι ότι και τα δύο αυτά κόμματα, με τη σημερινή τους φυσιογνωμία και ταυτότητα, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να αποκτήσουν μια βραχύβια σχέση με τις δυνάμεις εκείνες που αναζητούν νέα πολιτική έκφραση – αν μπορέσουν και τις πείσουν, βέβαια.
Όσο το πολιτικό σύστημα παραμένει εγκλωβισμένο στις ιδεοληψίες του παρελθόντος, τόσο θα βρίσκεται σε διαρκή ρευστότητα, καθιστώντας αδύνατη την ανασύνθεσή του. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει υπερβαίνουν κατά πολύ το κλισέ μνημονιακές και αντιμνημονιακές δυνάμεις.
Όπως η χώρα έχει ζωτική ανάγκη τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις μεταρρυθμίσεις και την απαλλαγή της από το πλεονάζον και άχρηστο προσωπικό της δημόσιας διοίκησης, έτσι και το πολιτικό σύστημα οφείλει να προχωρήσει με τολμηρά βήματα στην εκ βάθρων αναδιάρθρωση, στην αναδόμησή του. Άλλωστε, η μεταρρυθμιστική ατζέντα που χρειάζεται η χώρα προϋποθέτει δυνάμεις που δεν στέκονται τροχοπέδη στον εκσυγχρονισμό της.