Ιστοσελίδα moneypro.gr
16 Οκτωβρίου 2012
Η αποστροφή του πολιτικού συστήματος για τις αποκρατικοποιήσεις, τις διαρθρωτικές αλλαγές, την αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων είναι προκλητική.
Χρόνια τώρα ένας συνασπισμός δυνάμεων, αποτελούμενος από τις συντεχνίες του δημοσίου και τη συνδικαλιστική και πολιτική ελίτ, έκανε ό,τι μπορούσε για να εξοβελίζει κάθε είδους μεταρρύθμιση, υπερασπιζόμενος ένα στρεβλό μοντέλο λειτουργίας, το οποίο είχε χαρακτηριστικά σοβιετικής οικονομίας.
Και το χειρότερο είναι ότι ακόμη και σήμερα, που η χώρα μας βιώνει τη χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της, οι ίδιες αυτές δυνάμεις αντιστέκονται σθεναρά.
Γεγονός είναι ότι η αποκαλούμενη Αριστερά, σε συμπαράταξη με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες ενοχοποιεί τις αυτονόητες και αναγκαίες αλλαγές, υποστηρίζοντας ότι καταλύεται η δημόσια διοίκηση, ξεπουλιέται η κρατική περιουσία κ.λπ.. Προκειμένου μάλιστα ο λόγος της να γίνει πειστικός επιρρίπτει τις ευθύνες στους τροϊκανούς και τους δανειστές.
Από την άλλη, τα αποκαλούμενα αστικά κόμματα, προκειμένου να μην διαταράξουν τις πελατειακές τους σχέσεις με τις συντεχνίες του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, αποφεύγουν να πάρουν σαφή και καθαρή θέση, ψελλίζοντας γενικότητες.
Μολονότι το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία αποδέχθηκαν τα μνημόνια και έχουν ψηφίσει τη δανειακή σύμβαση, κάνουν ό,τι μπορούν για να μην αλλάξει τίποτε στο μεγάλο ασθενή, το κράτος, τορπιλίζοντας τις αποκρατικοποιήσεις και τις διαρθρωτικές αλλαγές.
Η τακτική τους αυτή αφ’ ενός δείχνει την ιδεολογική και πολιτική τους υστέρηση, αφ’ ετέρου αποκαλύπτει την αναντιστοιχία τους με τις σημερινές επείγουσες ανάγκες και απαιτήσεις.
Μάλιστα φτάνουν στο σημείο να επικαλούνται κόκκινες γραμμές, ενώ γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην πεπατημένη των οριζόντιων περικοπών. Την ίδια συμπεριφορά επιδεικνύουν και στο ζήτημα του ανοίγματος των κλειστών επαγγελμάτων, τα οποία παρά τις επανειλημμένες διακηρύξεις ποτέ δεν ανοίγουν.
Η οικονομική κρίση δεν κατέδειξε μόνο τα μεγάλα δημοσιονομικά προβλήματα και την εκτίναξη του δημοσίου χρέους στα ύψη, αλλά και τη γενικότερη υπανάπτυξη που αντιμετωπίζει η χώρα. Μένοντας προσκολλημένοι σε ένα αντιπαραγωγικό και αντιαναπτυξιακό μοντέλο, δεν προσαρμοστήκαμε στα νέα δεδομένα.
Αρνηθήκαμε να κάνουμε πράξη καίριες μεταρρυθμίσεις, με ποιο χαρακτηριστική αυτή του ασφαλιστικού. Ζώντας σε συνθήκες επίπλαστης ευημερίας και ευμάρειας πιστεύαμε ότι μπορούμε να καταφεύγουμε συνεχώς στον αλόγιστο δανεισμό, αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειές του.
Κι όλα αυτά τη στιγμή που γνωρίζαμε ότι η συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα, σε συνδυασμό με την απουσία του δευτερογενούς, μας οδηγούσε στην οικονομική ατροφία. Όταν χρειάστηκε ως μέλος της Ευρωζώνης να κινηθούμε στο νέο οικονομικό περιβάλλον εμείς εκπέμπαμε σε διαφορετικό μήκος κύματος.
Οι κυβερνήσεις Καραμανλή-Παπανδρέου αντί να θέσουν ως πρωταρχικό στόχο την εναρμόνιση της χώρας και της οικονομίας στους κανόνες της νομισματικής και οικονομικής ενοποίησης έπραξαν το ακριβώς αντίθετο. Ο μεν πρώτος, θέλοντας να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της πολιτικής του πελατείας εκτροχίασε τα δημοσιονομικά, ο δε δεύτερος οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία.
Η γαλάζια επέλαση στο κράτος και το «λεφτά υπάρχουν» ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που είχε ως πρωταρχικό στόχο τη διατήρηση του υπάρχοντος συστήματος.
Σήμερα, η τρικομματική κυβέρνηση θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι στα χέρια της έχει την τελευταία ευκαιρία να αποτρέψει την οικονομική καταβαράθρωση της χώρας. Παραμερίζοντας το αποκαλούμενο πολιτικό κόστος, οφείλει, χωρίς αναστολές, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς αστερίσκους, να επιλύσει τις εκκρεμότητες του παρελθόντος. Δεν νοείται να αντιμετωπίζει ως ταμπού τις μεγάλες αλλαγές στον δημόσιο τομέα.
Οι κυβερνητικοί εταίροι πάνω από δύο μήνες αναλώνονται σε ατέρμονες συζητήσεις γύρω από το πακέτο περικοπών των 11,8 δις, αποφεύγοντας όπως ο διάολος το λιβάνι να θίξουν ζητήματα που συνδέονται με την μείωση του κράτους, με την κατάργηση άχρηστων υπηρεσιών, με την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, κ.α.
Αλήθεια, πότε θα ανοίξει μια ουσιαστική συζήτηση για την παραγωγικότητα και τις επιδόσεις του δημόσιου τομέα, όταν αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι αυτές είναι κοντά στο σημείο μηδέν; Μέχρι πότε θα σκαρφίζονται την εφεδρεία και τη διαθεσιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, προκειμένου να αποφύγουν τις απολύσεις στο δημόσιο τομέα;
Ένα άλλο ερώτημα είναι, γιατί στο επίκεντρο της πολιτικής τους ατζέντας δεν βρίσκονται, όπως θα έπρεπε, οι αποκρατικοποιήσεις και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, όταν γνωρίζουν ότι αυτές θα επέφεραν έσοδα στον κρατικό κουμπαρά; Στα ερωτήματα αυτά αποφεύγουν να απαντήσουν γιατί δεν είναι επιλογή τους, δεν είναι προτεραιότητά τους οι αλλαγές στο παρασιτικό και υπερτροφικό κράτος.
Ακόμη κι αν δεν υπήρχαν οι συμβατικές μας υποχρεώσεις έναντι των εταίρων και των δανειστών μας, εμείς θα έπρεπε να είχαμε ως πρώτη προτεραιότητα την αναδόμηση και των εκσυγχρονισμό της κρατικής διοίκησης, προκειμένου να εναρμονιστούμε με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ως εκ τούτου η δημοσιονομική προσαρμογή δεν μπορεί παρά να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές στο κράτος, στην οικονομία στους θεσμούς.
Το μεγάλο στοίχημα που καλείται να κερδίσει δεν είναι οι περικοπές των 11,8 δις, αλλά η δυνατότητά της να θέσει την Ελλάδα σε τροχιά ανάταξης και ανάκαμψης. Η αναζωογόνηση της ελληνικής οικονομίας θα έρθει μόνο με τη συρρίκνωση του κράτους, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, τις αποκρατικοποιήσεις, την προσέλκυση επενδύσεων.
Εξάλλου, κανένα μέρισμα ανάπτυξης δεν θα φέρουν οι οριζόντιες περικοπές. Αντίθετα θα επιτείνουν την ύφεση, δημιουργώντας κλίμα ερημοποίησης στην ελληνική οικονομία. Καμία επένδυση δεν θα πραγματοποιηθεί όσο η υπάρχουσα πολιτική τάξη δεν θέλει να προχωρήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές. Και πολύ περισσότερο όσο μερίδα του πολιτικού συστήματος εκτοξεύει απειλές εναντίον των υποψήφιων επενδυτών.
Οι δυνάμεις του λαϊκισμού και του κρατισμού γνωρίζουν ότι η υλοποίηση μεταρρυθμιστικών και εκσυγχρονιστικών πολιτικών τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια τους, αφήνοντάς τες μετέωρες. Άλλωστε, η υποκουλτούρα του λαϊκισμού αναπτύχθηκε πάνω στο πρόσφορο έδαφος του κρατισμού.
Μετά από μια μακρά περίοδο μεταρρυθμιστικής άπνοιας η τρικομματική κυβέρνηση δεν θα κριθεί από τα δημοσιονομικά της επιτεύγματα, αλλά κυρίως από τη βούληση και την ικανότητά της να κάνει πράξη τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές. Μόνο με μια μεταρρυθμιστική δυναμική θα μπορέσει να ξεπεράσει τις όποιες αντιδράσεις και να αμβλύνει τις δυσμενείς συνέπειες των σκληρών αλλά αναγκαίων δημοσιονομικών μέτρων.