Κώστας Καλλίτσης
Καθημερινή, 15/10/2017
Αντικείμενο έντονης διεθνούς συζήτησης είναι αν η παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη είναι ή δεν είναι διατηρήσιμη, καθώς, επίσης, με ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να καταστεί διατηρήσιμη. Το μέλλον της δεν είναι ασφαλές. Κεντρικός παράγοντας ανησυχίας το παγκόσμιο χρέος που, αντί να μειωθεί, είναι υψηλότερο από εκείνο προ 10 ετών – όταν ξέσπασε η παγκόσμια κρίση. Αν αυτή η εξέλιξη δεν αναστραφεί, ίσως αποδειχθεί ότι η τρέχουσα ανάκαμψη απλώς επώαζε μια νέα, βαθύτερη, σφοδρότερη και πιο καταστροφική παγκόσμια οικονομική κρίση.
Προς το παρόν, πάντως, η παγκόσμια ανάκαμψη δείχνει να διαθέτει αντοχές που δεν τις διέθετε πριν από ελάχιστα χρόνια. Απόδειξη είναι ότι αδιατάρακτα συνεχίζεται, παρά τον τυφώνα Τραμπ, παρά το Brexit, παρά τη θύελλα της Καταλωνίας. Μια θύελλα που –όπως σημείωσε ο D. Gros– πριν από λίγα χρόνια θα είχε προκαλέσει μαζικό ξεπούλημα των ισπανικών ομολόγων, κατάρρευση του ισπανικού χρηματιστηρίου, με άμεσες επιπτώσεις στις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, και την οποία στη σημερινή φάση οι αγορές την αντιμετωπίζουν με αξιοσημείωτη ψυχραιμία.
Διεθνώς, η ανάκαμψη αντέχει και σε πολύ σοβαρούς πολιτικούς κλυδωνισμούς. Στην Ελλάδα, η πορεία των πραγμάτων βαίνει σε αντίθετη κατεύθυνση: Παρότι η βαθιά και παρατεταμένη κρίση έχει ολοκληρώσει μεγάλο μέρος του καταστροφικού έργου της (ένα ακόμη μέρος μένει κρυμμένο στα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια, θα αποκαλυφθεί σε επόμενους μήνες και στον επόμενο χρόνο…), η ελληνική οικονομία σέρνεται. Η ασθενική ανάκαμψη όχι μόνο δεν αντέχει αλλά εμποδίζεται από το άρρωστο πολιτικό σύστημα. Εξαιτίας του η χώρα δεν έχει τη δύναμη να ανοίξει τον βηματισμό της, παρά την ευνοϊκή (και) για εμάς διεθνή συγκυρία.
Οι αναλυτές της Τράπεζας Πειραιώς, σε μια πρόσφατη, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη, δείχνουν πού βρισκόμαστε: Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) έχει πέσει στα επίπεδα του 1999. Η ιδιωτική κατανάλωση στα επίπεδα του 2001. Η δημόσια δαπάνη στα επίπεδα του 2000. Και το στρατηγικά σημαντικό: Οι επενδύσεις έχουν πέσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, πιο χαμηλά εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια. Κι ενώ η οικονομία δείχνει ότι θέλει να φύγει προς τα πάνω (οι πρώιμοι δείκτες της ανάκαμψης είχαν φανεί από τα τέλη του πρώτου εξαμήνου του 2016…), δεν τα καταφέρνει. Ο πρωθυπουργός μιλάει υπέρ των επενδύσεων, ενώ η κυβέρνησή του επιδεινώνει το επενδυτικό κλίμα, είτε με πράξεις (κάνοντας ό,τι δεν πρέπει…) είτε με παραλείψεις (μη κάνοντας ό,τι θα έπρεπε).
Οσον αφορά το πρώτο, ο κ. Τσακαλώτος μπορεί να είναι ήσυχος, δεν διαφαίνεται κίνδυνος να έρχονται τόσες επενδύσεις που δεν θα προλαβαίνουμε να τις απορροφήσουμε: Αφενός, οι επενδύσεις που θα έπρεπε να γίνουν στην τριετία 2017 – 2019, για να στηριχθεί η ουσιαστική ανάκαμψη της οικονομίας, ανέρχονται στο ύψος των 72 δισ. ευρώ (σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις της EBRD…) και πόρρω απέχουμε από την προσέγγιση τέτοιου στόχου. Αφετέρου, βρίθουν οι πράξεις και οι δηλώσεις παλαιοκομματικών υπουργών, που προκαλούν ανήκεστο βλάβη στο επενδυτικό κλίμα.
Οταν δεν υπάρχει στιβαρό χέρι στο τιμόνι, καθένας διαλέγει την κατεύθυνση που του αρέσει, με οδηγό τα «πελατάκια» του.
Αυτό φαίνεται και στις παραλείψεις, με χαρακτηριστικό δείγμα τη βραδύτητα στην υλοποίηση όσων έχουν συμφωνηθεί για να κλείσει έγκαιρα η τρίτη αξιολόγηση. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας κτυπά τον κώδωνα κινδύνου: Ο σημαντικότερος και πιο άμεσος κίνδυνος είναι τυχόν καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης. Πρέπει να αποφευχθεί. Διαφορετικά, η ανάκαμψη και η επιστροφή στις διεθνείς αγορές θα αποδειχθούν βραχύβιες, προειδοποιεί. Και ο αρμόδιος υφυπουργός Δ. Λιάκος κάνει ό,τι μπορεί μήπως και συγκινηθούν οι υπουργοί που αναπαύονται πάνω στις εκκρεμότητες των υπουργείων τους ή αναλώνουν τον χρόνο τους σε δημόσιες σχέσεις και νταραβέρια. Αλλά προειδοποιήσεις και φιλότιμες προσπάθειες δεν μπορούν να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, αν ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν αναλάβει την ευθύνη. Αν θέλει. Αν μπορεί.