Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης
Τα Νέα, 3/2/2018
Η Ευρώπη παρακολουθεί, ενδιαφέρεται, οπωσδήποτε πιέζει αλλά δεν ασχολείται και πάντως δεν ασχολείται ενεργά με τη διαμάχη γύρω από την ονομασία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ). Ενδιαφέρεται για πολλούς λόγους, όπως για τη σταθερότητα στην περιοχή των Δ. Βαλκανίων, σταθερότητα η οποία εμφανίζεται ως εξόχως εύθραυστη την τελευταία περίοδο, ενδιαφέρεται για την αποτροπή της ρωσικής διείσδυσης στην περιοχή που επιχειρείται με όλα τα μέσα, ενδιαφέρεται κυρίως για την ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανίων η οποία άνοιξε το 2003 με την Agenda της Θεσσαλονίκης. Την ερχόμενη εβδομάδα η Επιτροπή θα δημοσιεύσει τη «στρατηγική για τη διεύρυνση με τις χώρες των Δ. Βαλκανίων» στην οποία τάσσεται υπέρ της επιτάχυνσης της διαδικασίας με στόχο δύο τουλάχιστον χώρες, Μαυροβούνιο και Σερβία, να ενταχθούν μέχρι το 2025. Και στη λογική αυτή ενδιαφέρεται για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΠΓΔΜ. Οι διαπραγματεύσεις αυτές θα έπρεπε να είχαν αρχίσει από το 2009 (σύμφωνα με σχετική πρόταση της Επιτροπής) αλλά τις «μπλόκαρε» η Ελλάδα λόγω της ονοματολογικής διαμάχης. Η Ελλάδα μπλόκαρε επίσης σε επίπεδο Συμβουλίου και το πέρασμα στη δεύτερη φάση της συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης με την ΠΓΔΜ.
Επομένως η Ενωση θα ήθελε να τερματισθεί επιτέλους η χρονίζουσα διαμάχη για «να προχωρήσουν τα πράγματα» στην ευαίσθητη αυτή περιοχή. Αλλά μέχρι εκεί. Από το 1992 δεν ασχολείται ενεργά με την διαμάχη όταν η Ελλάδα εντελώς απερίσκεπτα απέρριψε το «πακέτο Πινέιρο» για την επίλυση του ζητήματος με ιδιαίτερα θετικό τρόπο και ρυθμίσεις για τις κύριες αλυτρωτικές πτυχές και με σύνθετη ονομασία (Nova Macedonia). Η απόρριψη αυτή τραυμάτισε καίρια το γόητρο και την αξιοπιστία της Ελλάδας στο πλαίσιο της Ενωσης. Αισθάνθηκα ιδιαίτερη θλίψη όταν μετά την απόρριψη άκουσα στον διάδρομο του Συμβουλίου της ΕΕ έναν από τους πρωταγωνιστές σύνταξης του πακέτου να λέει έξαλλος «fuck off bloody Greeks»! Δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί η Ελλάδα απέρριψε το τόσο ευνοϊκό γι’ αυτήν «πακέτο». Και ο «Economist» να αναφέρεται την ίδια περίοδο στην Ελλάδα ως «ο ασθενής της Ευρώπης» (βλέπε, «The Sick Man of Europe», «The Economist», 9 Μαΐου 1992) που θα έπρεπε ίσως να αποβληθεί από την Ενωση, άποψη που υποστήριξε τότε και ο πρόεδρος της Επιτροπής Ζ. Ντελόρ. Από τότε και με κάποιες εξαιρέσεις η προσπάθεια ανεύρεσης λύσης πέρασε στον ΟΗΕ (διαμεσολάβηση Μ. Νίμιτς) χωρίς αποτέλεσμα βέβαια μέχρι στιγμής, λόγω της εναλλασσόμενης αδιαλλαξίας ανάμεσα στις δύο χώρες.
Εύκολα λοιπόν μπορεί να κατανοήσει κάποιος το πόσο βαθιά θα τρωθεί η θέση και αξιοπιστία της χώρας (όση υπάρχει) εάν η Ελλάδα της κρίσης θα είναι αυτή που με διάφορα αναχρονιστικά εθνικιστικά επιχειρήματα ή στρεψοδικίες δολοφονήσει τη λύση. Η Ελλάδα οφείλει από την πλευρά της να κάνει οτιδήποτε της αναλογεί για να φθάσουμε επιτέλους στον έντιμο και λογικό συμβιβασμό (σύνθετη ονομασία, άλλες συμπληρωματικές ρυθμίσεις) που θα κλείσει οριστικά το θέμα. Υπάρχουν οι ρεαλιστικά εφικτές προσεγγίσεις για να καλυφθούν όλες οι θεμιτές ελληνικές ανησυχίες. Αρκεί να επικρατήσει η λογική και όχι ο εθνολαϊκός πρωτογονισμός ή οι πρόσκαιρες πολιτικές σκοπιμότητες που πρωτίστως διακονούνται από την κυβέρνηση.