Λιούπτσο Πετκόφσκι
Το Βήμα, 17/06/2018
Η συμφωνία μεταξύ των χωρών μας είναι ένα αριστούργημα διπλωματίας. Αν και δεν είναι τέλεια, ούτε τους κάνει όλους ευτυχείς, είναι ένα έγγραφο που προσδιορίζει με σαφήνεια τις παρεξηγήσεις μας και προσφέρει ειλικρινείς λύσεις στα προβλήματά μας. Επομένως, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε να γίνει μια συμφωνία μεταξύ κοινωνιών και όχι μόνο κυβερνήσεων.
Πρώτα απ’ όλα, η χώρα μου, την οποία γνωρίζω ως Μακεδονία από τότε που γεννήθηκα στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας στην Ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας, πριν από σχεδόν 34 χρόνια, θα ονομάζεται στο μέλλον Βόρεια Μακεδονία. Θα καλείται έτσι όχι μόνο στις διεθνείς σχέσεις αλλά και για εσωτερική χρήση, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να τροποποιήσουμε το Σύνταγμά μας.
Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι και οι πολιτικοί της χώρας μου ευχαριστημένοι με αυτή τη λύση, η οποία βασίζεται στην αρχή στην οποία επέμεινε η ελληνική πλευρά – το erga omnes. Ορισμένοι από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου μας, το βλέπουν αυτό ακόμη και ως πράξη προδοσίας. Αλλά για εμένα το όνομα αυτό αντικατοπτρίζει τη γεωγραφική πραγματικότητα και κάνει μια σαφή διάκριση μεταξύ της ελληνικής περιοχής Μακεδονίας και της χώρας στην οποία γεννήθηκα.
Πιο σημαντικό, το άρθρο 7 της συμφωνίας εστιάζει σαφώς στο βασικό μήλον της Εριδος, στη διαμάχη μεταξύ των χωρών μας – στον συμβολικό αγώνα για το τι αντιπροσωπεύουν η «Μακεδονία» και τα επίθετα που απορρέουν από αυτή στα κοινωνικά συμφραζόμενα και των δύο χωρών.
Αυτό το άρθρο χαρτογραφεί με σαφήνεια αυτές τις έννοιες, κάνοντας διάκριση μεταξύ του σλαβικού χαρακτήρα του σύγχρονου μακεδονικού κράτους και της αρχαίας ελληνικής Ιστορίας της ελληνικής Μακεδονίας.
Το τελευταίο επεισόδιο του λεγόμενου μακεδονικού ζητήματος θα τερματιστεί εν τέλει. Αυτή η διάκριση δεν θα γίνει εύκολα αποδεκτή από πολλούς δεξιούς στη χώρα μου. Αλλά είναι μια διάκριση που επαναβεβαιώνει την πραγματικότητα.
Στη χώρα μου, η κυβέρνηση του πρώην πρωθυπουργού Νίκολα Γκρούεφσκι το διάστημα 2006-2017 συνδυάστηκε με αναθεωρητισμό της Ιστορίας και ισχυρισμούς ότι η αρχαία κληρονομιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανήκει και στους Σλαβομακεδόνες. Μερικοί άνθρωποι αγκάλιασαν αυτό το όραμα, αλλά η πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου και εμού, αντιτάχθηκε σε αυτή την παραποίηση, όχι μόνο σε συμβολικό επίπεδο αλλά και στους δρόμους. Οι Ελληνες δικαίως το είδαν αυτό ως μια κλοπή της Ιστορίας τους. Με τη συμφωνία θα είναι ευκολότερο για τους προοδευτικούς στη χώρα μου να αντιμετωπίσουν τις εθνικιστικές υπερβολές, προστατεύοντας έτσι τη φιλία με τους έλληνες γείτονές μας.
Η χώρα μου ζει στον απόηχο ενός κοινωνικού κινήματος που αμφισβήτησε και τελικά ανέτρεψε την αυταρχική εξουσία του VMRO – DPMNE και του ηγέτη του Νίκολα Γκρούεφσκι. Ο Γκρούεφσκι δεν ήταν πεπεισμένος εθνικιστής – χρησιμοποίησε μάλλον τον πατριωτισμό, συμπεριλαμβανομένου του σφετερισμού της ελληνικής αρχαιότητας, ως εργαλείο για να αποσπά την προσοχή από τα πραγματικά προβλήματα.
Νόμιζε ότι δίνοντας στους ανθρώπους μια ταυτότητα που ποτέ δεν είχαν θα τους έκανε να μη σκέφτονται τα πραγματικά, καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Και υπάρχουν τόσο πολλές προκλήσεις που μοιράζονται οι χώρες μας: λιτότητα, έλλειψη κοινωνικής στήριξης για όσους τη χρειάζονται, αναξιοπρεπείς συντάξεις, επιδείνωση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Ευτυχώς, έχουμε επιτέλους μια κυβέρνηση που φαίνεται αποφασισμένη να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα. Αλλά πρώτα πρέπει να αφαιρεθούν από τους εθνικιστές μας τα εργαλεία που αποσπούν την προσοχή. Η συμφωνία με την Ελλάδα κάνει ακριβώς αυτό.
Υπάρχει ένα νέο κλίμα δημοκρατίας και ειλικρινούς προθυμίας να χτίσουμε γέφυρες με τους γείτονες στην κοινωνία μας. Θέλουμε να λύσουμε όλα τα μεγάλα προβλήματα και να ενταχθούμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την οποία η πλειονότητα στη χώρα μου θεωρεί ως την καλύτερη εγγύηση ότι η μικρή χώρα μας θα είναι προστατευμένη εν μέσω γεωπολιτικών παιγνίων που παίζουν στην περιοχή εναλλακτικές δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Τουρκία.
Στους πλησιέστερους γείτονές μας, τους Ελληνες, βλέπουμε έναν μεγαλύτερο αδελφό, έναν φίλο και έναν οδηγό στη διαδικασία της ένταξης στην ΕΕ. Οι αμοιβαίως επωφελείς εκτεταμένες οικονομικές συναλλαγές που έχουμε, η κοινή βυζαντινή και ορθόδοξη κληρονομιά που μοιραζόμαστε είναι κάτι στο οποίο πρέπει να οικοδομήσουμε. Εχοντας λύσει το μεγαλύτερο μέρος των παρεξηγήσεών μας, μπορούμε τώρα να επικεντρωθούμε στην οικοδόμηση μιας μακροχρόνιας φιλίας.
____________________________
Ο κ. Λιούπτσο Πετκόφσκι είναι πολιτικός αναλυτής, διευθυντής στο Eurothink – Κέντρο Ευρωπαϊκών Στρατηγικών, Σκόπια.