Μιχάλης Τσιντσίνης
Η Καθημερινή, 07/02/2021
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 6 «είναι έξυπνη λύση». Οχι, η απαγόρευση «δεν έχει κανένα νόημα». Είναι ανεφάρμοστη. Καλύτερα να βάλουμε «χιλιομετρικό περιορισμό στα sms». Ναι, το είχαμε σκεφτεί αυτό με τα sms, αλλά δεν το ήθελαν οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας.
Και τα σχολεία; Να κλείσουν, είναι εστίες υπερμετάδοσης της βρετανικής μετάλλαξης. Μπα, δεν χρειάζεται. Θα το δούμε την άλλη εβδομάδα για τα σχολεία. Να κλείσουμε τώρα την αγορά. Να κλείσουν όλα. Οχι, δεν είμαστε ακόμη εκεί. Οχι, είμαστε. Θα γίνουμε Γουχάν.
Συμβαίνει κάθε μέρα τις τελευταίες ημέρες. Μέσα σε μισή ώρα πρωινής ενημέρωσης, στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα, μπορεί κανείς να εκτεθεί σε όλες τις απόψεις για την εξέλιξη της πανδημίας. Απόψεις, που ακόμη κι όταν δεν είναι ξεκάθαρα αντιφατικές, διαφέρουν ριζικά στον τόνο ή στην έμφαση. Διαφέρουν τόσο, ώστε ο ακροατής τους να τις εισπράττει φευγαλέα ως αντικρουόμενες. Απόψεις που τιτλοφορούνται αδιακρίτως «επιστημονικές», ενώ εκείνοι που τις εκφέρουν δεν έχουν την ίδια επιστημονική επάρκεια.
Δεν είναι επιδημιολογική η κατάρτιση του συνδικαλιστή γιατρού που στις καθημερινές τηλεοπτικές του εμφανίσεις τους τελευταίους μήνες δεν ξεχωρίζει από τους συνδικαλιστές των εμπόρων – γνωματεύοντας σταθερά υπέρ της αγοράς και εις βάρος της εκπαίδευσης. Δεν έχει κατάρτιση λοιμωξιολόγου η έτερη συνδικαλίστρια, που, αν μη τι άλλο, είχε την ανεπίγνωστη ειλικρίνεια να παραδεχθεί ότι «τώρα είναι η ώρα» των ιατρών στο πεδίο των media.
Το φαινόμενο είχε αρχίσει να εκδηλώνεται ήδη από το ξέσπασμα του δεύτερου κύματος της πανδημίας: η ενημέρωση κατακερματίστηκε. Ενώ στην πρώτη φάση του ιού η πληροφόρηση δινόταν αποκλειστικά από έναν εκπρόσωπο των ειδικών και έναν εκπρόσωπο της Πολιτικής Προστασίας, σταδιακά η πληροφορία διεσπάρη σε όλα τα τηλεπαράθυρα. Διεσπάρη σε τέτοιον βαθμό, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι η δύσκολη στάθμιση των δεδομένων δεν γίνεται μεταξύ ειδημόνων στις συνεδριάσεις της επιτροπής. Γίνεται χύμα, στα κανάλια.
Το αποτέλεσμα αυτής της Βαβέλ είναι ότι η ψυχολογικά εξουθενωμένη κοινή γνώμη χάνει την πυξίδα της – και την πίστη της στα υγειονομικά μέτρα. Από το σούπερ μάρκετ των διαγνώσεων, ο κεραυνοβολημένος καταναλωτής αγοράζει αυτό που ταιριάζει στις ήδη σχηματισμένες πεποιθήσεις του. Αν ανήκει στους φοβισμένους, αγοράζει τις πιο δυσοίωνες εκδοχές. Αν ανήκει στους κουρασμένους, αγοράζει εφησυχασμό. Στο τέλος, όταν έρχεται η Παρασκευή των ανακοινώσεων, αμφότερες οι παρατάξεις είναι απογοητευμένες. Οι φοβισμένοι θεωρούν τα μέτρα λίγα. Οι κουρασμένοι υπερβολικά.
Η σύγχυση υπονομεύει πρωτίστως την αξιοπιστία των ίδιων των ειδικών, οι περισσότεροι εκ των οποίων εργάζονται χωρίς να έχουν ενδώσει στις Σειρήνες της δημοσιότητας ή τουλάχιστον χωρίς να έχουν εξοικειωθεί με τις παρενέργειες της έκθεσης σε αυτήν. Δημιουργείται έτσι η εντύπωση του χάους, παρότι η υγειονομική άμυνα της χώρας έχει αποδειχθεί πολύ αποτελεσματικότερη απ’ ό,τι αλλού στην Ευρώπη· παρότι το τιτάνιο εγχείρημα του εμβολιασμού εδώ δεν υποφέρει από τα βραχυκυκλώματα που παρατηρούνται ακόμη και σε χώρες όπως η Γερμανία.
Το ερώτημα είναι πώς μπορεί να ανακοπεί αυτό το σπιράλ υπερ-παρα-πληροφόρησης; Το επιτελείο της κυβέρνησης έχει εντοπίσει το πρόβλημα. Ενδεικτική ήταν η δημόσια έκκληση του υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ, που ζήτησε από τα μέλη της επιτροπής, αλλά και από όσους έχουν δημόσιο βήμα, «να σεβαστούν την κούραση της κοινωνίας» και να «μην τρελαίνουν τον κόσμο με μέτρα».
Στους ακούσιους υπονομευτές της υγειονομικής πολιτικής, που «τρελαίνουν τον κόσμο», συγκαταλέγονται και ορισμένοι υπουργοί που μιλούν δημοσίως, ακόμη κι όταν δεν έχουν τίποτε οριστικό να ανακοινώσουν, μεταδίδοντας έτσι μόνο αβεβαιότητα. Ακόμη χειρότερα, κάποιοι βιάζονται να εξαγγείλουν χαλάρωση, καταλήγοντας να εισπράττουν πολλαπλάσιο πολιτικό κόστος, όταν οι εξελίξεις τους διαψεύδουν. Αντί να συμβάλει στην ενημέρωση, η μιντιακή τους παρουσία προκαλεί συχνά αχρείαστη πόλωση.
Στην αρχή της πανδημίας ο φόβος ήταν ότι η δυσπιστία εναντίον της επιστήμης και οι αντισυστημικές δοξασίες θα επωάζονταν στα κοινωνικά δίκτυα. Τώρα φαίνεται ότι πηγές της αβεβαιότητας είναι τα πρόσωπα που διαθέτουν το κύρος, αλλά όχι και την αυτοσυγκράτηση, ώστε να μην τροφοδοτούν την κοινή γνώμη με εικασίες.
Το επαναλαμβάνουν όλοι σαν ευχολόγιο: για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η άμυνα κατά του ιού, δεν αρκεί μόνο ο σωστός προγραμματισμός του κράτους. Δεν αρκεί η αρτιότητα των συστημάτων, μερικά από τα οποία δεν έχουν δοκιμαστεί ποτέ και πουθενά. Απαιτείται κυρίως η συμμόρφωση της κοινής γνώμης. Αυτό το κοινωνικό κεφάλαιο κινδυνεύει όχι μόνο από την κόπωση. Πιο πολύ κινδυνεύει πια από την κακοφωνία.