Θανάσης Τσεκούρας
Πρώτο Θέμα, 15/03/2020
Για πολλά χρόνια η φράση «είμαστε Ιράν» έκανε καριέρα. Τη χρησιμοποιούσαν όσοι ήθελαν να τονίσουν τον υπερβάλλοντα ρόλο της Εκκλησίας στον δημόσιο βίο.
Δυστυχώς κι αυτό μας τέλειωσε. Σιγά μην είμαστε Ιράν! Ακόμη και στο καθεστώς της απόλυτης θεοκρατίας οι μουλάδες δεν δίστασαν ούτε στιγμή να κλείσουν τα τεμένη και να περιορίσουν τις εκδηλώσεις δημόσιας λατρείας όταν κατάλαβαν ότι ο κορωνοϊός δεν σέβεται «ιερά και όσια». Εδώ επικράτησε το «Κάτω τα χέρια από την Εκκλησία». Ακόμη και όταν αποδεδειγμένα βλάπτει σοβαρά την υγεία.
Το πρόβλημα δεν είναι ούτε θεολογικό ούτε ζήτημα πίστης. Αλλά θέμα οργάνωσης του κράτους και άσκησης εξουσιών. Ούτε είναι ενοχλητικό όταν ένας ιεράρχης δεν καταλαβαίνει ότι στην εποχή του κορωνοϊού οι Χαιρετισμοί της Παρασκευής μπορεί να αποδειχθούν αποχαιρετισμοί για τον Αλλο Κόσμο. Το ζήτημα αρχίζει όταν η Εκκλησία υπερβαίνει τον ρόλο της και θέλει να επιβάλει στο κράτος και τους πολίτες πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς. Οταν ο χριστιανικός θεολογισμός αδιαφορεί για τον ορθολογισμό και τη διάκριση των εξουσιών.
Το πρόβλημα εξελίσσεται και σε πολιτικό όταν ένα κόμμα (στην περίπτωσή μας η Ν.Δ.) σπεύδει ακαριαία να ανακηρυχθεί στο κατεξοχήν «κόμμα της Εκκλησίας», σε μια ιδιότυπη και παλιομοδίτικη χριστιανοδημοκρατία.
Ακόμη και ο πρωθυπουργός, ένας άνθρωπος που διακηρύσσει τον φιλελευθερισμό και τον ορθολογισμό, μόνο με έμμεσες αναφορές υποχρεώθηκε να «συμβουλεύσει» την Εκκλησία να περιοριστεί στον ρόλο της. Αφού προηγουμένως, «μετά φόβου Θεού…», φρόντισε να μας ενημερώσει πόσες φορές έχει προσευχηθεί τις τελευταίες μέρες.
Ενα flashback είναι χρήσιμο. Είκοσι χρόνια πριν, η Ελλάδα κόντεψε να χωριστεί στα δύο με την περίφημη «μάχη των ταυτοτήτων». Από τη μια πλευρά της διαμάχης ένας εκλεγμένος πρωθυπουργός, ο Κ. Σημίτης. Και από την άλλη ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο οποίος είχε καταφέρει να συγκροτήσει ένα ετερόκλητο μέτωπο, που άρχιζε από την άκρα Δεξιά και έφτανε μέχρι το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ και τις παρυφές της Αριστεράς.
Ο Σημίτης δεν έκανε ούτε βήμα πίσω, παρότι κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ (τα ονόματα είναι γνωστά…) τον «συμβούλευαν» να βάλει νερό στο κρασί του γιατί το «πολιτικό κόστος» ήταν δυσανάλογο.
Η επιχειρηματολογία του ήταν απλή: το θέμα δεν είναι οι ταυτότητες, αλλά το «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο». Με άλλα λόγια, αν η Ελλάδα αποτελεί μια κανονική χώρα της Δύσης, όπου η εκλεγμένη κυβέρνηση έχει πλήρη και αποκλειστική την ευθύνη της διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων.΄Η αποτελεί μια χώρα-εξαίρεση, όπου η ιεραρχία της Εκκλησίας έχει εξασφαλίσει δικαίωμα συγκυβέρνησης. Γι’ αυτό και η «μάχη των ταυτοτήτων» ουσιαστικά ήταν μια μάχη για την είσοδο της χώρας σε μια ευρωπαϊκή κανονικότητα. Η συνέχεια είναι γνωστή…
Αν ένα στοιχείο εντυπωσιάζει είναι ότι μετά από 20 χρόνια η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Εστω και με τη μορφή μιας φάρσας, της αμόλυντης «θείας Κοινωνίας».
Στην εποχή της φάρσας, λοιπόν, ευτυχώς δεν υπάρχει Χριστόδουλος, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει και Σημίτης. Είναι βέβαιο ότι η χώρα θα διαφύγει κάποια στιγμή από τον ιό της πανδημίας. Ομως για τον ιό της θεοκρατίας οι προβλέψεις δεν είναι και τόσο αισιόδοξες.