Επιστροφή της πολιτικής – του Σκεύου Παπαιωάννου

Επιστροφή της πολιτικής 

Το βιβλίο του Γιώργου Πανταγιά αποτελεί κατά την άποψή μου μια σημαντική συμβολή στη δημόσια συζήτηση σχετικά με τις διεργασίες συγκρότησης του χώρου της Κεντροαριστεράς, δεδομένου μάλιστα ότι είναι γραμμένο από κάποιον από τα μέσα και αυτό ανεξάρτητα από την κριτική που μπορεί να ασκήσει κανείς.

Σύγχρονες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές αλλαγές

Ο συγγραφέας διαπιστώνει τέτοιες ριζικές αλλαγές στην οικονομία (παγκοσμιοποίηση, επιστημονικο-τεχνική εξέλιξη και ιδιαίτερα η πληροφορική κλπ.), στον πολιτισμό και στην κοινωνία γενικότερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, που θεωρεί ότι αυτές δεν εμπεριέχουν μόνο κινδύνους, αλλά και ευκαιρίες και δεν μπορεί παρά να αφορούν και την πολιτική, η οποία οφείλει να αναπροσαρμοστεί. Ο εκσυγχρονισμός ως στρατηγική θεωρείται επιτακτική αναγκαιότητα. Ο φετιχισμός της παράδοσης, η ανάδειξή της σε ακίνητη και μη μεταβαλλόμενη αξία, εμποδίζει τη ζωή και την εξέλιξη, εμποδίζει την κίνηση της Ιστορίας, αλλά, τελικά, προσβάλει και την ίδια την παράδοση. Ο εκσυγχρονισμός σημαίνει, μεταξύ άλλων, και την οριστική εκκοσμίκευση της κουλτούρας μας. Θρησκοληψία και ορθολογισμός δεν πάνε μαζί. Σήμερα κάποιοι προτείνουν σταυρούς και εξαπτέρυγα ή τα «ιδεολογικά μοναστήρια της ορθοδοξίας» ως το καλλίτερο μέσο για να ξορκίσουμε τη νέα εποχή που έρχεται ακάθεκτη. Ή διαφορετικά ειπωμένο, προτείνουν το κομποσκοίνι ως απαραίτητο εξάρτημα προστασίας από τους ιούς των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Θεός φυλάξοι ! Καταλήγει ο συγγραφέας (σελ.128).

Ενώ βέβαια ο συγγραφέας δεν έχει άδικο ως προς τη διαπίστωση των ριζικών αλλαγών, την ένταση και την ταχύτητά τους και ενώ δίκαια ασκεί μια κριτική στην έννοια της παράδοσης και της κατανόησής της στην πράξη, αφήνει από την άλλη να εννοηθεί πως ό,τι είναι σύγχρονο, νέο έχει και μια θετική χροιά. Την ερμηνεία αυτή μπορεί κανείς να (υπο)στηρίξει χρησιμοποιώντας την σχετικά θετική άποψη του συγγραφέα προς τις νέες επιστημονικο-τεχνικές εξελίξεις και ιδιαίτερα της πληροφορικής τεχνολογίας (η πληροφορία έγινε το σημαντικότερο αγαθό,σελ.117). Και αυτό αφού οι τελευταίες θεωρούνται ως περίπου αυτόνομες και επομένως, λογικά, οφείλουμε να προσαρμοστούμε σε αυτές. Η τεχνική, λέει σε μια συνέντευξή του ο αποθανών πριν από τρεις βδομάδες περίπου Γερμανός φιλόσοφος Χανς Γκέοργκ Γκάνταμερ (&7. Η Τέχνη της Ζωής, Νο 20,31.03.2002, σελ. 23) είναι μια νέα μορφή σκλαβιάς. Όλη η πληροφορική είναι μια ευφυής αλυσίδα για σκλάβους. Είμαστε όλοι σκλάβοι των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Σκλάβοι όμως όχι όπως στην αρχαιότητα, αλλά με έναν πολύ πιο εκλεπτυσμένο τρόπο: είμαστε σκλάβοι νομίζοντας ότι είμαστε αφεντικά. Τόσες πληροφορίες, υπερβολικά πολλές πληροφορίες, δεν μας αφήνουν χρόνο για να σκεφτούμε. Και τελειώνει ο μεγάλος φιλόσοφος κάνοντας μια ευχή για όσους έχουν πολύ λιγότερα χρόνια από αυτόν ( πέθανε 102 χρονών!): να μην επιτρέψουν να τους παγιδέψουν πολύ στο δίκτυο του Ίντερνετ, να μάθουν να αναγνωρίζουν τα όριά τους, τα όρια του εαυτού τους και της γνώσης τους. Εύχομαι, καταλήγει, να αρνηθούν τελικά να έχουν την τελευταία λέξη.

Ο Γιώργος Πανταγιάς κάνει βέβαια ρητή αναφορά στην αναγκαιότητα: η πολιτική να παρεμβαίνει προκειμένου να αναχαιτίζει τις αρνητικές επιδράσεις, αλλά αφήνει ωστόσο μέσα από την εμφανή αυτή αντίφαση να διαφανεί ένα κενό επεξεργασίας και αμηχανίας που πηγάζει κατά την άποψή μου από την προφανή αγωνία του για μια αποτελεσματική πρακτική πολιτική έναντι των πιεστικών ριζικών αλλαγών και εξελίξεων. Αυτό το πρόβλημα, πιστεύω, συνδέεται με την τάση του συγγραφέα να ασπάζεται την μεταμοντέρνα θέση περί υπέρβασης της σύγχρονης, βιομηχανικής, καπιταλιστικής κατάστασης και το πέρασμα σε μια μεταβιομηχανική, μεταμοντέρνα κατάσταση όπου πλέον οι κλασικές μας αναλύσεις και τα εργαλεία ανάλυσης δεν επαρκούν. Ενώ μπορεί το τελευταίο να ισχύει εν μέρει, ωστόσο η αντίθετη άποψη  για το ότι η νεωτερικότητα, η σύγχρονη βιομηχανική κατάσταση παραμένει ένα ανολοκλήρωτο πρόγραμμα (J. Habermas), ότι με άλλα λόγια βρισκόμαστε ακόμη στη διαδικασία ολοκλήρωσης της νεωτερικότητας, δεν έχει στα σοβαρά αμφισβητηθεί. Αντίθετα μάλιστα, πιστεύεται ότι οι όποιες μεταμοντέρνες εκφάνσεις στις κοινωνίες μας είναι το αποτέλεσμα διαδικασιών ολοκλήρωσης του καπιταλισμού και συγκεκριμένων πολιτικών πρακτικών που υλοποιούν ευχές και επιθυμίες και λιγότερο αποτελούν μια νομοτελειακή εξέλιξη και το «φυσιολογικό» πέρασμα σε μια ιστορικά νέα φάση. Η υποστασιοποίηση της τεχνολογίας και των εξελίξεων (π.χ. πληροφορική, παγκοσμιοποίηση κλπ.) οδηγεί στην αυτονόμησή τους, τις βάζει στο απυρόβλητο και βεβαίως καθιστά αδύνατη την κοινωνική κριτική και οποιονδήποτε πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο. Κάτι που ο συγγραφέας βεβαίως κάθε άλλο παρά επιθυμεί.  Στη σελίδα μάλιστα 99 του βιβλίου του και σε σχέση με την πολιτική ασκεί κριτική στην παθητική υποταγή στην οικονομία ή την «πρόοδο» της επιστήμης και της τεχνολογίας, και υπεραμύνεται της ανάγκης επανεπιβεβαίωσης της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής. Στα παραπάνω υπάρχει κατά τη γνώμη μου μια αντίφαση που αποτελεί ίσως την κύρια αδυναμία του βιβλίου. Το τι να κάνουμε του Λένιν, που παραπέμπει βεβαίως στην 11. Θέση του Μαρξ στον Φόϋερμπαχ: Οι φιλόσοφοι ερμήνευσαν τον κόσμο ποικιλότροπα, αυτό όμως που έχει σημασία είναι να τον αλλάξεις, δεν σημαίνει κατά την άποψή μου ότι δεν χρειάζεται πλέον η ερμηνεία. Αυτή είναι απαραίτητη όπως πάντα, αλλά θα πρέπει, να είναι μια επαρκής ερμηνεία, πού παίρνει υπόψη της τις νέες πραγματικότητες και συνοδεύεται, συνδέεται με αντίστοιχες ριζικές δομικές αλλαγές.

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην ιστορική του εξέλιξη

Σε αυτό το κεφάλαιο ο συγγραφέας με τόλμη, ειλικρίνεια και ευθυκρισία, χωρίς να χαρίζεται, επιχειρεί μια ρηξικέλευθη κριτική στην οργάνωση, στο πρόγραμμα και στη διαχείριση της εξουσίας από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Εδώ ο συγγραφέας λέει με καθαρά λόγια: «Η καθημερινή μας πρακτική και δράση, σε πάρα πολλά σημεία, προκαλούσε και προκαλεί δυσφορία. Έχω κατά καιρούς τοποθετηθεί ανοιχτά για το «νέο καταστημένο» του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Από τον πρόεδρο της μικρότερης κοινότητας της χώρας ως τον ηγέτη της μεγαλύτερης συνδικαλιστικής παράταξης και από το απλό μέλος που εργάζεται στο Δήμο… Αγίου Φανουρίου ως τον πιο σημαντικό πρόεδρο κρατικού οργανισμού, οι άνθρωποι του κόμματος διαχειρίζονται (και απολαμβάνουν) εξουσία. Ως γνωστόν, αν δεν διαθέτεις ισχυρά αντισώματα, η εξουσία φθείρει-το λιγότερο! Στη «μικροφυσική της εξουσίας» υπάρχει ο κίνδυνος να υποκατασταθεί, σε πολλές περιπτώσεις, η κοινωνία των πολιτών από την «κοινωνία των κολλητών».(σελ. 67)…Ως κόμμα δεν ευτυχήσαμε να έχουμε έναν αντάξιο αντίπαλο, που θα μας υποχρέωνε σε διορθωτικές, τουλάχιστον, κινήσεις, Έτσι, μοναδικός πραγματικός αντίπαλος κατέστη ο εαυτός μας. Γιατί, βεβαίως, τι σχέση μπορεί να έχει με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. η νοοτροπία της αυτάρκειας και της αυταρέσκειας; Τι σχέση μπορεί να έχει η νοοτροπία εκείνων που σήμερα αρκούνται να απομυζούν(εδώ κι εκεί…) την πολιτική πρόσοδο από την περίοδο των παχιών αγελάδων και των αγώνων; Μπορούμε να αρκεστούμε στον απλό εκμοντερνισμό των παραδοσιακών πολιτικών σχέσεων; Ξεχνάμε ότι το παραδοσιακό πελατειακό σύστημα αναπαράχθηκε σε μεγάλο βαθμό και οι οργανώσεις μεταλλάχθηκαν από πρωτοπόρα πολιτικά κύτταρα σε συλλογικούς κομματάρχες; Αγνοούμε ότι το κόμμα αντί να είναι ο «συλλογικός διανοούμενος» έχει μετατραπεί σε συλλογικό κομματάρχη; Μπορούμε να ανεχόμαστε ό,τι αντιπαραγωγικό, παρασιτικό, κρατικοδίαιτο, συντεχνιακό και «κεκτημένο»; Μπορούμε να ανεχόμαστε την αδιαφάνεια και την «αρπαχτή»; Ξεχνάμε ότι η Ελλάδα της «αρπαχτής», των ρουσφετιών, της συναλλαγής και της διαφθοράς είναι παρούσα;

Η μακροχρόνια διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχει δημιουργήσει καθεστωτικές αντιλήψεις σε ορισμένους. Θεωρώ ότι η όποια αποδοκιμασία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν προήλθε από τη διαφωνία των πολιτών στους στρατηγικούς μας στόχους ή τη βασική κυβερνητική πολιτική και τις επιδόσεις της, αλλά, σύμφωνα με την έκφραση του φιλόσοφου Μισέλ Φουκώ, από τη «μικροφυσική της εξουσίας».(σελ.66/67)

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. πρέπει να αλλάξει, γιατί άλλαξε η κοινωνία(σελ.69/70). Η «αναβάπτιση» του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο κοινωνικό κέντρο και η οργανωσιακή του αναγέννηση, θα ανανεώσει την πολιτική του δυναμική. Η στρατηγική αυτή συνιστά την γκραμσιανή «τομή στη συνέχεια», που είναι απαιτητή αλλά και απαραίτητη, ώστε ένα κόμμα εξουσίας να αποτάξει τον κίνδυνο ενός στείρου κυβερνητισμού. Προφανώς θα υπάρξουν αντιδράσεις. Υπάρχουν εκείνοι που είναι έντιμοι, αλλά δεν μπορούν να κατανοήσουν τις αλλαγές ούτε να δουν τον κόσμο που έρχεται. Υπάρχουν και οι άλλοι που συνδέουν την πολιτική τους σταδιοδρομία με τη διατήρηση υφιστάμενων γραφειοκρατικών δομών, γνωρίζοντας μες την ψυχή τους ότι το νέο θα αποκαλύψει την πολιτική γύμνια τους (σελ.135).

Όταν λοιπόν μιλάει κανείς για αλλαγή του ΠΑ.ΣΟ.Κ., αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς τη διάσταση. Πρέπει να αλλάξουμε ριζικά. Να προχωρήσουμε με τολμηρά βήματα στην ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, στην ανανέωση προσώπων αλλά και στη διαμόρφωση ενός νέου, μεταρρυθμιστικού και διευρυμένου Συνασπισμού Εξουσίας. Συγχρόνως πρέπει να αποκρατικοποιήσουμε το ίδιο μας το κόμμα. Άλλωστε, για όσους το έχουν ξεχάσει, η διακύβευση-το στοίχημα- είναι η χώρα, το ΠΑ.ΣΟ.Κ.  είναι απλώς το μέσον. Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να αναρωτηθεί κανείς, καταλήγει ο Γιώργος Πανταγιάς, μήπως η «αλλαγή» του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά από αρκετά χρόνια «καθιστικής ζωής» στην εξουσία πρέπει να λάβει χαρακτήρα επανίδρυσης. Την παράδοση τη θέλουμε εφαλτήριο ανατροπής του παλιού μέσα από δημιουργική αφομοίωση και μετεξέλιξη, δεν τη θέλουμε ακίνητη, απολιθωμένη και στατική πραγματικότητα.»

Η παραπάνω κριτική δεν φαίνεται εξωπραγματική. Αρκεί μια εμπειρική παρατήρηση της καθημερινότητας για να επιβεβαιώσει τις παραπάνω διαπιστώσεις. Η γενικότερη κρίση νομιμοποίησης της πολιτικής συνδέεται τόσο με την κρίση του πολιτικού συστήματος και την αδυναμία του να διαχειριστεί τα καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων, αλλά και να αντιμετωπίσει ριζοσπαστικά την κατά μέτωπο επίθεση του κεφαλαίου, όσο και με την ανυπαρξία μιας κοινωνίας των πολιτών, που να στηρίζει και να πιέζει για ρίξεις και ανατροπές.

Τα άλλα κόμματα

Ο συγγραφέας υποστηρίζει κατ’ αρχήν ότι « σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο επικρατεί ένας διπολισμός: δύο μεγάλα κοινωνικά και ιδεολογικά ρεύματα καταλαμβάνουν όλο το φάσμα της πολιτικής. Από τη μια πλευρά ο προοδευτικός ή κεντροαριστερός πόλος και από την άλλη ο συντηρητικός ή κεντροδεξιός. Ωστόσο ο διπολισμός δεν ταυτίζεται με τον δικομματισμό. Στο εσωτερικό των δύο πόλων μπορεί να συνυπάρχουν διαφορετικά πολιτικά και κομματικά σχήματα. Ενώ ένας τρίτος πόλος είναι αδύνατο να υπάρξει, κατά το συγγραφέα, θεωρείται όμως εντελώς φυσιολογικό να υπάρξουν νέα κόμματα. Στη συνέχεια διαπιστώνει μια σύγκληση μεταξύ της παραδοσιακής αριστεράς και της παραδοσιακής δεξιάς: Ο γνωστός δεξιός εθνικόφρων λαϊκισμός έπεσε στην αγκαλιά του επίσης γνωστού «αριστερού» συντηρητισμού. Υπάρχει σύμπλευση αγιαστούρας και σφυροδρέπανου (σελ.39/40), υποστηρίζει με μια δόση υπερβολής. Και ενώ αυτό παρατηρείται στον ελληνικό χώρο, στην υπόλοιπη Ευρώπη, υποστηρίζει ο συγγραφέας, διαπιστώνει κανείς μια κινητικότητα για τη συγκρότηση του κεντροαριστερού χώρου. Η φοβική απόρριψη του νέου αιτιολογεί ως ένα βαθμό και την «ιερή συμμαχία» Κ.Κ.Ε. και Ν.Δ. Κοινό της υπόβαθρο είναι, άλλωστε, ένας βαθύτατος συντηρητισμός. Το Κ.Κ.Ε. σε αγαστή συμφωνία με την κοινωνική (και ενίοτε πολιτική) Δεξιά κραυγάζουν για ένα έθνος που χάνεται. Μόνο που τόσο η Δεξιά όσο και η δογματική Αριστερά αντιλαμβάνονται το έθνος ως φολκλόρ, μέσα από τα σύμβολά του και όχι μέσα από τις κοινωνικές και οικονομικές του δυνάμεις, από την ανθεκτικότητα και την ευρωστία του. Ο συγγραφέας ασκεί κριτική στη νεοφιλελεύθερη Δεξιά για τον ωμό και βάρβαρο ρεαλισμό της, αλλά και στην παραδοσιακή Αριστερά για τον αδιέξοδο αυτοκαταστροφικό λαϊκισμό της.

Αφού αναφερθεί ο συγγραφέας σε διάφορες σημαντικές αλλαγές, διαπιστώνει ότι αυτές δεν έχουν βρει τον αντίκτυπο και την αντιστοίχισή τους στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Ως αιτία θεωρεί την αντίσταση των παραδοσιακών πολιτικών φορέων, που ήδη εκδηλώνουν σημάδια ιστορικής κόπωσης, ιδεολογικής αγκύλωσης και, τελικά, καθυστέρησης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, κατά το συγγραφέα, ότι οι περισσότερες από τις κατεστημένες αυτές δυνάμεις έχουν περίπου ταυτίσει την τύχη τους με τη συντήρηση του υφιστάμενου πολιτικού σκηνικού. Αυτό συνεπάγεται βαρύ «φόρο» για την ελληνική κοινωνία. Στην ουσία, οι δυνάμεις της συντήρησης και της αδράνειας επιμένουν σε απολιθωμένες πολιτικές δομές και φαντασιακές κομματικές ιεραρχίες για λόγους δικής τους επιβίωσης. Όπως πάντα, οι ιδιομορφίες της ελληνικής περίπτωσης έχουν την εξήγησή τους. Οι μαρμαρωμένοι πολιτικοί σχηματισμοί είναι προϊόντα μιας συγκεκριμένης περιόδου: της αποκαλούμενης Μεταπολίτευσης. Παρόλο που αποτελεί κοινό τόπο ότι η περίοδος της Μεταπολίτευσης έχει τερματιστεί, οι πολιτικοί φορείς που την εξέφρασαν αρνούνται επίμονα να αλλάξουν. Αυτό όμως που αλλάζει και τους υπερβαίνει είναι κάποιες φυγόκεντρες δυνάμεις. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις αυτών των κομμάτων αναδεικνύουν ένα σημαντικό κενό στο κέντρο, ένα « κοινωνικό κέντρο», το οποίο θα πρέπει να καταληφθεί από την κεντροαριστερά ».

Ενώ οι διαπιστώσεις του συγγραφέα για τάσεις συντηρητισμού και αμυντικής στάσης φαίνεται να ισχύουν, τουλάχιστον, μερικά, τείνει ο ίδιος να υποστηρίζει μια φυγή προς τα εμπρός, αποποιούμενος, εν τέλει, την ανάγκη ενός κριτικού αναστοχασμού τόσο της παράδοσης, όσο και του νέου. Απόθεμα γνώσης από το παρελθόν, περασμένες δραστηριότητες διαμόρφωσης κριτικής συνείδησης δεν είναι ξεπερασμένες, συνεχίζουν να αποτελούν τη βάση για παραπέρα επεξεργασίες και διαμόρφωση στρατηγικών και ρεαλιστικών ουτοπιών, για υπέρβαση της σημερινής κρίσης.

Η πολιτική γενικά  

Ο συγγραφέας εκφράζει το αίτημα της επιστροφής της πολιτικής, την οποία προσδιορίζει κύρια στην καθημερινή υλοποίηση των στόχων. « Πολιτική δεν είναι η αναγωγή της αμηχανίας επί του συγκεκριμένου σε ιδεολογική φυγή προς τα μπρος. Η πολιτική έχει ανάγκη, χωρίς να χάνει την οραματική της στόχευση, από ένα «τεχνικό δελτίο έργου». Με άλλα λόγια, δεν αρκεί πλέον να σηματοδοτούμε την κατεύθυνση, χρειάζεται να υποδεικνύουμε συγκεκριμένα το πώς, με ποιους και με τι μέσα. Η έμφαση δίνεται στο τι να κάνουμε και όχι στο τι να πούμε.

Για τις ζωντανές προοδευτικές δυνάμεις και τους  υποστηρικτές μιας μεταρρυθμιστικής, εκσυγχρονιστικής παρέμβασης, οι απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με την ανάγκη αναπροσανατολισμού, είναι σχεδόν αυτονόητες: Μόνο μέσα από τη στρατηγική της καινοτομίας θα διασφαλιστεί η πολιτική και ιδεολογική τους ηγεμονία. Με άλλα λόγια, γινόμαστε μάρτυρες μιας, από καιρό αναμενόμενης και απαρέγκλιτα αναγκαίας, επιστροφής της πολιτικής.»

Δεν θα διαφωνήσει πιθανά κανείς για την ανάγκη επιστροφής της πολιτικής, καθώς και της καινοτομίας. Το ερώτημα είναι εάν υπήρξε πολιτική, που αξίζει τον κόπο να επιστρέψει ή αν θα πρέπει να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επικράτηση της πολιτικής, ως κριτικού, ριζοσπαστικού αναστοχασμού και πράξης, που να εμπεριέχει το στοιχείο της αυτοϋπέρβασης. Καινοτομίες προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν ευπρόσδεκτες.

Νέοι και πολιτική: η οργή της νιότης μας

Σε αυτό το κεφάλαιο ο συγγραφέας συναντά τον παλιό εαυτό του και πιστεύω πως εκφράζει απόψεις μιας ολόκληρης γενιάς που γαλουχήθηκαν με αγώνες, ιδανικά και ουτοπίες που είναι και θα μείνουν αξεπέραστες και που η αναμόχλευσή τους αρκεί για να μας υπενθυμίσει «τον κρυφά ποθούμενο εαυτό μας». Το ζητούμενο είναι βέβαια από κρυφός να γίνει φανερός: ο φανερά ποθούμενος εαυτός μας. Σε αυτό το κεφάλαιο ο Γιώργος Πανταγιάς πετάει τις συμβατικότητες, που σίγουρα λόγω θέσης υπάρχουν, και αφήνεται σε μια προσέγγιση της νεότητας και των νέων αρκετά ριζοσπαστική.

Ο νέος που αμφισβητεί, εξεγείρεται, που είναι ανυπάκουος, ανυπότακτος, αντικομφορμιστής, αντισυμβατικός, φλογερός επαναστάτης, που δεν αποδέχεται τη ματαιοδοξία ως αρετή της πολιτικής, τους μηχανισμούς, το παρασκήνιο, τη μικροπολιτική και την ίντριγκα, αυτός που βιώνει τον κυνισμό και την αποξένωση της πολιτικής και επιδιώκει τη διεύρυνση των ορίων του πιθανού, εκφράζεται συμβολικά στο πρόσωπο του Τσε Γκεβάρα, την «οργή της νιότης μας », αλλά συνεχίζει να υπάρχει ανάμεσά μας. Δεν θεωρεί ο Γιώργος Πανταγιάς τους σημερινούς νέους συντηρητικούς, η όποια παθητικότητά τους είναι απόλυτα φυσικό μπροστά στην αβεβαιότητα για το μέλλον, την ανεργία, τις απαιτήσεις γονέων, κοινωνίας και λοιπών άλλων. Όσον αφορά στην αρνητική στάση των νέων προς την πολιτική, αυτή είναι σαφώς παραγωγικότερη από την άκριτη αποδοχή. Αποτελεί συνεπώς χρέος των ανθρώπων της πολιτικής, κυρίως αυτών που, ανεξάρτητα από ηλικία, πιστεύουν στο «νέο», την αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό, να αλλάξουν την εικόνα, αλλά κυρίως την ουσία της πολιτικής, όχι για να γίνουν ελκυστικότεροι, αλλά για να γίνουν χρησιμότεροι. Οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι οι νέοι δεν πρόκειται να προσεγγίσουν την πολιτική, ούτε αυτή να τους συγκινήσει, όσο οι φορείς της πολιτικής, δηλαδή τα κόμματα, δεν είναι πια χώροι ιδεών και ανιδιοτελούς εθελοντισμού. Όσο η ηθική της πολιτικής κινδυνεύει να γίνει είδος εν ανεπαρκεία. Όσο ο πολιτισμός της πολιτικής καλύπτεται κυρίως από την αγριότητα των κραυγών και την καχυποψία των ψιθύρων. Όσο η «αρετή» της πολιτικής είναι στις μέρες μας συνώνυμη των μηχανισμών, του παρασκηνίου, του κυνισμού και της ίντριγκας. Όσο η γλώσσα της είναι ξύλινη, ανούσια και μακριά από τα προβλήματα. Όσο η αισθητική της είναι τα φλας και το κιτς της λάμψης. Όσο η εικόνα της μοιάζει με θολό τοπίο στην ομίχλη. Για όλα αυτά, παλιότεροι και νεότεροι πρέπει να δώσουμε τη μάχη, με πρώτη προτεραιότητα την καταπολέμηση της ανεργίας και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ο ρεαλισμός των νέων είναι εμποτισμένος στη σύνεση και σε μια παράταιρη για την ηλικία τους δυσπιστία, η οποία αποβαίνει, παρ’ όλα αυτά, στάση κριτική και δημιουργική (σελ. 91-94).

Το ζητούμενο βέβαια, κατά την προσωπική μου άποψη, σε μια δημοκρατική κοινωνία ή μάλλον σε μια κοινωνία που στόχο της έχει τη δημοκρατία είναι αυτές οι αξίες, τα χαρακτηριστικά, που βρίσκουν, κατά ένα μέρος, την προσωποποίησή τους στους νέους να διαχέονται σε όλη ή έστω σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Γιατί μόνο η κριτική που υπερβαίνει τα όρια της διαχείρισης, «τις συνθήκες και τις εξελίξεις», χωρίς να τις αγνοεί και να αφαιρεί από αυτές, η κριτική που κατανοεί την κρίση ως ευκαιρία και ελπίδα για συνειδητές ανατροπές, είναι αυτή που μπορεί να προκαλέσει ταραχή και σκόπιμο μετασχηματισμό. Κατά τον Umberto Eco, ο οποίος δέχεται επίσης τη διπλή σημασία της κρίσης (θετική και αρνητική) θα πρέπει να διαχωρίσει κανείς μεταξύ των πολιτικών και των διανοουμένων σε σχέση και σε αναλογία με τις δύο διαφορετικές κρίσεις και τον διαφορετικό ρόλο που παίζουν σε αυτές. «Ο πολιτικός, γράφει ο Umberto Eco, πρέπει να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, την πετρελαϊκή κρίση ή την κρίση αξιών, η οποία οδηγεί σε εγκληματική συμπεριφορά, στη διαφθορά και στην ανικανότητα μέρους της δημόσιας διοίκησης, αυτός ο πολιτικός λοιπόν θέλει να θεραπεύσει μια αρρώστια του κοινωνικού σώματος και να αποκαταστήσει μια τάξη, η οποία δεν πρέπει αναγκαστικά να είναι η παλιά. Αντίθετα θα πρέπει ο διανοούμενος να παράγει κρίσεις ακόμα και εκεί που δεν υπάρχουν. Κάθε νέα ανακάλυψη στο πεδίο των φυσικών ή των ανθρωπιστικών επιστημών προκαλεί κρίση-μια επιστημονική επανάσταση, η οποία ανατρέπει μέχρι εκείνη τη στιγμή ισχύουσες αρχές ή επιστημονικά παραδείγματα, τα περιθωριοποιεί και τα αντικαθιστά. Κάθε δημιουργικός διάλογος (discourse), ένα ποίημα, μια ταινία ή ένας μεταφυσικός αναστοχασμός προκαλεί μια κρίση, αφού προσεγγίζει τον κόσμο μ’ ένα πρωτόγνωρο τρόπο…Ο διανοούμενος παράγει κρίσεις ακόμα κι όταν συνεργάζεται με την εξουσία. Το καθήκον του δεν είναι η νομιμοποίηση αυτού που υπάρχει… Γι’ αυτό δεν μπορεί ο πολιτικός να ζητά από τον διανοούμενο να δώσει λύση στην κρίση…Ο διανοούμενος ακόμη και όταν είναι πολιτικά στρατευμένος δεν αποτελεί την γκάϊντα της επανάστασης (και πολύ λιγότερο της παλινόρθωσης). Ρωτήστε μας αν θέλετε για τα αίτια της κρίσης. Αλλά μη ζητάτε συνταγές, γιατί όλοι οι άρρωστοι – και όχι μόνο οι κατά φαντασίαν ασθενείς – είναι σύντροφοι της αρρώστιας τους. Προσκαλέστε μας καλλίτερα να παράγουμε κρίσεις, κρίσεις, περισσότερες κρίσεις, με την έννοια της κριτικής, της αξιολόγησης, της υπόνοιας, της ταραχής, της ερμηνείας, της αντιπαράθεσης.»

Εξουσία και πολιτική

Το παράδοξο με την εξουσία είναι ότι αυτοαναπαράγεται και αυτοαναφέρεται. Οι νομείς, οι κάτοχοι εξουσίας, οποιασδήποτε εξουσίας, όχι μόνο της πολιτικής, είτε το θέλουν είτε όχι ασκούν εξουσία και μάλιστα κατά ένα τέτοιο τρόπο που να τους εξασφαλίζει την κατοχή της. Πολλές φορές η εξουσία ξεχνά το δεύτερο συνθετικό της στοιχείο, δηλαδή την ουσία.

Αυτό νομίζω το έδειξε ο Γιώργος Πανταγιάς με εναργή τρόπο στην προαναφερθείσα τολμηρή κριτική του στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., στο κόμμα στο οποίο ο ίδιος ανήκει. Πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου βάζει το αίτημα της τομής στη συνέχεια, κάτι που βεβαίως αφορά και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αυτό προϋποθέτει βέβαια μια ώριμη κριτική κοινωνική και πολιτική συνείδηση και ιδεολογία, καθώς και μια ανάλογη προγραμματική και πρακτική πολιτική.

Η Κεντροαριστερά και εκσυγχρονισμός  ως αναγκαιότητα και προοπτική

Ενταγμένος ο Γιώργος Πανταγιάς στο εκσυγχρονιστικό στρατόπεδο υπεραμύνεται της ιδέας της κεντροαριστεράς, στην οποία προσβλέπει ως τη μόνη δυνατότητα άσκησης μιας προοδευτικής πολιτικής που μπορεί να αναχαιτίσει την νέο-φιλελεύθερη λαίλαπα. Την αναγκαιότητα αυτή στηρίζει στη διαπίστωση ότι τόσο η δεξιά, όσο και η παραδοσιακή αριστερά είναι εγκλωβισμένες σε παρωχημένες ιδέες και σκέψεις που παραγνωρίζουν και εξορκίζουν την πραγματικότητα. Διαπιστώνει μάλιστα παραδείγματα σύγκλισης απόψεων και πρακτικών της δεξιάς και της παραδοσιακής αριστεράς ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Παίρνοντας σαν βάση τα παραδείγματα της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας αναδεικνύει την ανάγκη συγκρότησης του κεντροαριστερού χώρου στην Ελλάδα. Μέσα από μια κριτική στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., στην οποία ήδη αναφερθήκαμε, αλλά και την προγραμματική σύγκλιση με άλλες αριστερές δυνάμεις, όπως ο ΣΥΝ και το ΔΗ.Κ.ΚΙ., αλλά και τα νέα κοινωνικά κινήματα, μπορεί να πραγματοποιηθεί κατάληψη του χώρου του κοινωνικού κέντρου. Ο ζωτικός χώρος της πολιτικής είναι σήμερα, κατά το συγγραφέα, ο μεσαίος. Η Κεντροαριστερά δεν είναι κάποιο τρικ εντυπωσιασμού, ούτε κάποιο τέχνασμα υποκλοπής «συγγενών» ψηφοφόρων. Πρόκειται για στρατηγική μακράς πνοής. Ακόμη περισσότερο: δεν αποτελεί εγκεφαλικό κατασκεύασμα κάποιων αφελών θεωρητικών, αλλά τη μόνη υπαρκτή και νικηφόρα σήμερα, σε όλη την Ευρώπη, πολιτική δυναμική. Πρόκειται εν ολίγοις, για ένα κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στις παραγωγικές τάξεις, ανάμεσα σε εξασφαλισμένους (με εργασία και σύνταξη) και μη εξασφαλισμένους (άνεργους και ανασφάλιστους), ανάμεσα στις γενιές, ανάμεσα στα φύλα, την οικολογία και την ανάπτυξη. Με άλλα λόγια, ανάμεσα στο αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και την ιστορική αναγκαιότητα της οικονομικής ανάπτυξης.

Η νέα ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά, κατά το συγγραφέα, καλείται να ασκήσει πολιτική με πνεύμα «κυβερνώσας δύναμης». Καλείται να δώσει λύσεις στα προβλήματα του μέλλοντος που αφορούν στην απασχόληση, στον κοινωνικό αποκλεισμό, στη δημιουργία ενός νέου αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους, στη θεσμοποίηση νέων μορφών δημοκρατικής συμμετοχής και ενεργοποίησης του πολίτη. Η Ευρώπη των πολιτών, της ανάπτυξης, με κοινωνική ευαισθησία, αποτελεί την απάντηση στη νεοφιλελεύθερη απραξία.

Για την επίτευξη αυτού του στόχου, υποστηρίζει ο Γιώργος Πανταγιάς, απαιτείται επειγόντως και επιτακτικά διάλογος. Όχι ως άλλοθι, ούτε ως κινήσεις κορυφής, αλλά ένας τέτοιος διάλογος που προβάλλει την ανάγκη να υπάρχει ατζέντα, με απώτερο στόχο μια προγραμματική σύγκλιση που να συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός Προγραμματικού Συμφώνου. Η Κεντροαριστερά είναι ένα νέο πολιτικό υποκείμενο. Η συμμετοχή σε αυτό μεταμορφώνει τους πολιτικούς φορείς που την αποτολμούν. Εξ ου και πρέπει να γίνει σαφές ότι ο διάλογος για την Κεντροαριστερά δεν είναι μια κάλπικη πολιτική επιταγή, δεν είναι μια εκλογική ομπρέλα, ούτε πρέπει να χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση ευκαιριακών σκοπιμοτήτων. Η Κεντροαριστερά, καταλήγει ο συγγραφέας, αποτελεί μια μεγάλη αναγκαιότητα για το σήμερα και το αύριο. Αυτό πρέπει να γίνει τώρα – γιατί το μέλλον κερδίζεται σήμερα.

Η διόγκωση των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων είναι γεγονός που διαπιστώνεται εμπειρικά. Αυτό το διογκούμενο στρώμα φαίνεται βολεμένο όντας στα «δύο τρίτα» της κοινωνίας, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει αντικειμενικά εξασφαλίσει τη «μονιμότητα» σε αυτή τη θέση, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος αυτού του στρώματος προσβλέπει και εν μέρει πιστεύει σε μια σίγουρη κοινωνική κινητικότητα προς τα πάνω. Εάν αυτό ισχύει, τότε το πρόγραμμα της Κεντροαριστεράς, φαίνεται προβληματικό, τόσο από τη σκοπιά της συγκρότησής του, όσο και από τη σκοπιά ενός προγράμματος με έμφαση στην αριστερή προοπτική.

Επίλογος

Όντως η σημερινή κατάσταση είναι περίεργη, αντιφατική, ενδιαφέρουσα και προκλητική. Ταυτόχρονα οι πολίτες έχουν επιδοθεί σε ένα αγώνα ατομικών στρατηγικών και επιδιώξεων, ενώ οι κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς περί άλλα τυρβάζουν. Έτσι συμβολές όπως αυτή του Γιώργου Πανταγιά είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Ο Γιώργος Πανταγιάς έθεσε ζητήματα, έκανε προτάσεις. Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνήσει κανείς μαζί του, όμως θα πρέπει να συζητήσει, να αντιπαρατεθεί με αυτά. Η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσός.

Εύχομαι στα Διάφανα Τείχη καλή τύχη.

Βιβλιοπαρουσίαση του καθηγητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Σκεύου Παπαϊωάννου στην εκδήλωση στο Ρέθυμνο, στις 4 Απριλίου 2002