Με ρεαλισμό και με όνειρο
Τα πολιτικά κείμενα που φιλοξενούνται στον καλαίσθητο τόμο με τίτλο «Τα διάφανα τείχη», του Γ. Πανταγιά, συγκροτούν στο βάθος τους, ένα βιβλίο το οποίο δίνει στην πολιτική μιαν υπαρξιακή προοπτική, καθιστάμενο το ίδιο, λιγότερο μια σπονδυλωτή ενότητα πολιτικών σκέψεων και στοχασμών, και περισσότερο ένα εξομολογητικό κείμενο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το πρόσωπο του συγγραφέα αναδεικνύεται προσιτό, ανθρώπινο και κυριαρχεί στην ταυτότητα του πολιτικού.
Η νοσταλγία, είναι η βασική έννοια η οποία διαποτίζει το σώμα του βιβλίου, παρ’ όλο που ο συγγραφέας σπεύδει συχνά να αποποιηθεί κάθε συναισθηματική εμπλοκή του, επικεντρώνοντας την προσοχή στην ορθολογιστική προσέγγιση της πολιτικής θεώρησης και την ρεαλιστική εκδοχή της. Ονομάζει μάλιστα τη νοσταλγία του, «νοσταλγία του μέλλοντος» (σελ.22). Με τρόπους ποιητικούς αντιμεταθέτει δηλαδή το νόστο, σ’ ένα χρόνο προσδοκώμενο.
Ο Πανταγιάς σ’ όλα τα κείμενα του βιβλίου καλεί σε επικουρία την ποίηση και τους ποιητές, όπως και τους φιλοσόφους και κοινωνικούς στοχαστές, επιχειρώντας να συζεύξει το εφικτό με το ποθούμενο. «Η ιδεολογία είναι αξεχώριστη από τα προσωπικά βιώματα», επιμένει και τολμά να αντιμετωπίζει την πολιτική ως μια ουσιαστικότερη πράξη ως περιπέτεια ιδεών καθώς και ο υπότιτλος στα «Διάφανα Τείχη». Στο «αυτί», μάλιστα του βιβλίου μιλάει για «τελεσίδικη αθώωση και υπαρξιακή δικαίωση». Ανοίγεται επομένως στα βαθιά, αφού αναγκάζεται να πραγματευτεί και να «διευθετήσει» τις επικίνδυνες έννοιες του παρελθόντος και του χρόνου ευρύτερα, για να «εντάξει» τον εαυτό του και να εκθέσει τις θέσεις του.
«Τα διάφανα τείχη», αποτελούνται από 14 κεφάλαια, τα οποία φαίνονται ως ανεξάρτητα κείμενα πολιτικού προβληματισμού. Συγκροτούν, ωστόσο, μια ενότητα, αφού διέπονται από την ίδια συνέπεια και αλληλουχία σκέψεως και ύφους, και αποτελούν το καθέν αναγκαίο συμπλήρωμα αποσαφήνισης των θέσεων και απόψεων του συγγραφέα. Σ’ αυτά εξετάζεται το πολιτικό παρόν της χώρας σε συνάρτηση με τη διεθνή πραγματικότητα, διερευνώνται οι κοινωνικές προϋποθέσεις και επισημαίνονται τα λάθη του παρελθόντος και οι δυνατότητες του μέλλοντος.
«Τα τείχη του παρελθόντος είναι διάφανα» ισχυρίζεται ο Γιώργος Πανταγιάς, και όποιος κοιτάξει πίσω του πετρώνει σαν τη γυναίκα του Λωτ. «Η πολιτική περιουσία του 1988 έχει πλέον εξαντληθεί», προειδοποιεί, «τα έτοιμα μας έχουν τελειώσει». Συνιστά ως εκ τούτου την απεξάρτηση από το χθες και τη δημιουργική αφομοίωσή του. Δεν απορρίπτει όμως την παράδοση, την οποία θέλει ως εφαλτήριο προόδου, παραπέμποντας σε σχετικούς στίχους του Γ. Σεφέρη, αλλά και του T.S Eliot. Η παράδοση μπορεί να είναι μια ενεργή, ζώσα, πραγματικότητα ή ένα νεκρό σύμβολο. Τη δεύτερη «λειτουργία» της, επιστρατεύουν, κατά τον συγγραφέα, και καπηλεύονται, τόσο «οι δυνάμεις της συντηρητικής δεξιάς, όσο και της δογματικής αριστεράς, σε αγαστή συνεργασία της αγιαστούρας με το σφυροδρέπανο». Εκμεταλλεύονται έτσι πρωτογενείς φοβίες και συντελούν στην απομόνωση και τον αυτοεγκλεισμό του λαού μας. Ο Γιώργος Πανταγιάς προβλέπει μάλιστα ευρύτερες συμμαχίες των δυνάμεων «της οπισθοδρόμησης και του εθνοκεντρισμού».
Η «επιστροφή» στην πολιτική αποτελεί τον αναγκαίο όρο επανένταξης και «συνάντησης» του παλιού εαυτού. «Απ’ όλες τις ανθρώπινες δράσεις, η πολιτική είναι εκείνη που αντιμετωπίζει κατ’ εξοχήν, την πρόκληση του μέλλοντος», ο συγγραφέας επικαλείται τη ρήση του Κ. Σημίτη. Η πολιτική είναι μια ζωντανή διαδικασία που ξεπερνάει τις δυνάμεις της αδράνειας, οι οποίες επιμένουν «σε απολιθωμένες πολιτικές δομές και φαντασιακές κομματικές ιεραρχίες», υποστηρίζει και προσβλέπει σε μια σύγκλιση και συμπαράταξη των δυνάμεων του «κοινωνικού κέντρου» της λεγόμενης κεντροαριστεράς, παραπέμποντας σε διάφορους κοινωνικούς στοχαστές και στον ανάλογο προβληματισμό ο οποίος έχει αναπτυχθεί. Έτσι. Θα δημιουργηθεί ένας πόλος συγκράτησης των φυγόκεντρων τάσεων – προϊόν απελπισίας και μοιρολατρίας χαρακτηρίζει επί παραδείγματι, ο Habermas τη στροφή λαϊκών στρωμάτων σε ακροδεξιές εκδοχές – και θα ενδυναμωθεί η κοινωνική συνοχή. Η συμπαράταξη αυτή δεν μπορεί να εννοηθεί κατά τη λογική «της συγκόλλησης του σπασμένου βάζου» ή ως συμμαχία κορυφής προς άγραν ψήφων, αλλά ως δυναμική διεργασία συσπείρωσης των ζωντανών δυνάμεων της προόδου.
Καταφεύγοντας μεταξύ άλλων από τον Ντ’ Αλέμα και τον Πουλαντζά ως το Νίκο Μουζέλη και τον Μ. Φουκώ, αλλά και τον W. Blake, επισημαίνει την ανάγκη επικέντρωσης της προσοχής στο μικρό και θεωρούμενο ασήμαντο. Αποποιείται έτσι το μεγαλόσχημο παρελθόν του ΠΑΣΟΚ και εστιάζεται στις σημερινές ανάγκες στροφής στο μικρόκοσμο του καθημερινού. Στον μεγαλορρήμονα λόγο, αντιπαραθέτει τη διακριτικότητα και επισημαίνει πως το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται «αλλαγή πολιτικής κουλτούρας».
Ο Γιώργος Πανταγιάς στρέφεται επίμονα προς την έννοια του εκσυγχρονισμού την οποίαν ορίζει «ως αλλαγή στην αλλαγή» και βασικό όρο ανατροπής του παλιού. Θεωρεί ακόμα τον εκσυγχρονισμό, ως διαρκώς εξελισσόμενο παραπέμποντας στο γνωστό στίχο του Α. Εμπειρίκου, ο οποίος αναφέρεται στη λειτουργία της ποίησης και τους διαρκείς μετασχηματισμούς της. Κατ’ εξοχήν αισιόδοξος εκφράζει την εμπιστοσύνη του στη νέα γενιά και δεν υιοθετεί τις κατηγορίες εναντίον της για συντηρητισμό και άρνηση. «Η διάψευση των προσδοκιών στην πολιτική, όπως και στον έρωτα», εξομολογείται, είναι ο χειρότερος αντίπαλος.
Στο προλογικό μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας ανακαλεί τους στίχους του Δ. Σαββόπουλου «απ’ την έρμη την απόσταση, παίρνει υπόσταση, κάθε γιορτή μου», για να επισημάνει την ανάγκη της απομάκρυνσης και της νηφάλιας θέασης, όσων έχουν παρέλθει. «Τα αγάλματα είναι στο μουσείο», υπενθυμίζει τον Γ. Σεφέρη, επιμένοντας πως το χθες έχει τελεσίδικα τελειώσει, χωρίς να υποτιμά, φαντάζομαι, τη μελαγχολική αμφισημία του στίχου.
Απαραίτητη είναι επομένως η υπέρβαση του εαυτού μας. Η ριζοσπαστική αμφισβήτηση, η αναθεώρηση των λαθών και η διδαχή από αυτά.
Με τον Γιώργο Πανταγιά βρεθήκαμε να διακονούμε τις ίδιες «επαναστατικές» εμμονές, σε ηλικίες περισσότερο μεγαλόθυμες, δεκαετίες πριν, και να επισείουμε τα ίδια «επίφοβα όπλα», παρακολουθώντας με αξιοζήλευτη προσήλωση τη μεγάλη στρατιά να κατεβαίνει ατελείωτα το Κίτρινο ποτάμι, χωρίς ποτέ, φοβάμαι, να φτάνει. Για να καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία στη μακρινή Κίνα ή όπου της γης.
Ο Πανταγιάς δεν αποποιείται εκείνη την τρυφερή, νεανική αφέλεια. Με τρόπο σαφή και ευθύβολο εκθέτει σήμερα μια συγκροτημένη πολιτική σκέψη, μη διστάζοντας να θεάται πλέον την πραγματικότητα από την πλευρά του ρεαλιστικού και εφικτού, αλλά ταυτόχρονα και από την άλλη πλευρά, του ονείρου.
Η βιβλιοκριτική του συγγραφέα Ανδρέα Μήτσου δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής, στις 7 Ιουλίου 2002