Μαρία Κατσουνάκη
Καθημερινή, 16/12/2017
Αν σε κάτι είναι συνεπής η κυβέρνηση από τις πρώτες ημέρες που ανέλαβε την εξουσία, είναι στους «στόχους» της. Για την ακρίβεια, στο γεγονός ότι πάντοτε υπάρχουν «στόχοι», ίδιοι και διαφορετικοί, που εναλλάσσονται στο ρεπερτόριο της συνωμοσιολογίας: δανειστές, Ευρώπη, Μέρκελ, Σόιμπλε, το κεφάλαιο, η αντιπολίτευση, κ.ο.κ. Κάποιοι από τους «στόχους» εγκαταλείπονται, μετασχηματίζονται, μετατρέπονται από εχθρούς σε φίλους, αλλά ποτέ δεν μένει η λέξη κενή περιεχομένου. Σταθερά απέναντι βρίσκονται ορισμένα ΜΜΕ και, κατά περίσταση, δημοσιογράφοι. Κάτω από τον γενικό τίτλο «συμφέροντα» φιλοξενείται οτιδήποτε αμφισβητεί την κυβερνητική γραμμή.
Οσο, δε, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη διαφορά ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Ν.Δ. να διαμορφώνεται στις 10 μονάδες, περίπου, οι κραδασμοί ενός ανερχόμενου πανικού γίνονται ορατοί. Βολές προς οτιδήποτε κινείται σε κριτική απόσταση, δημιουργία ενόχων.
Η αναταραχή και ο εκνευρισμός προσπαθούν να βρουν διέξοδο, στοχοποιώντας αδιακρίτως. Και αυτό δεν είναι καθόλου δύσκολο, αφού επενδύουν σε ένα συναίσθημα εξαιρετικά δημοφιλές στην ελληνική επικράτεια: την ενόχληση από την επιτυχία του άλλου (βλέπε αποκλειστική συνέντευξη Ερντογάν στον ΣΚΑΪ). Οταν μάλιστα η επιτυχία αυτή τινάζει στον αέρα το όποιο, σαθρών θεμελίων, κυβερνητικό αφήγημα, εκτινάσσεται και η διασπορά ενός γκρίζου, ανεπιβεβαίωτου παρασκηνίου. Η επινοημένη αλήθεια γίνεται πάντοτε ευχάριστα αποδεκτή από όσους πρόθυμα συντάσσονται με τη διαρκώς «άλλη» εκδοχή.
Τίποτα απ’ ό,τι συμβαίνει δεν είναι ούτε ξένο ούτε ασυνήθιστο ούτε πρωτοφανέρωτο στην ελληνική πραγματικότητα. Στα χρόνια όμως που η κρίση έφερε στην επιφάνεια τους χειρότερους εαυτούς και το Διαδίκτυο τους ενδυνάμωσε τροφοδοτώντας τους με οτιδήποτε ανεπιβεβαίωτο να εμφανίζεται ως αληθές και θέσφατο, οι υπηρεσίες τις οποίες προσφέρει η κυβέρνηση προς αυτήν την κατεύθυνση αξιολογούνται ως εξαιρετικά επικίνδυνες.
Αν όσο πιο αδύναμη αισθάνεται η κυβέρνηση τόσο αυξάνεται η ανάγκη της να επιτίθεται για να επιβιώσει, δεν πολλαπλασιάζει μόνο τον διχασμό αλλά και την, πολύ πιο ύπουλη, καχυποψία, αδικώντας ακόμη και αυτούς που υποτίθεται ότι εμπιστεύεται και υπερασπίζεται (όπως, για παράδειγμα, τα κρατικά κανάλια ή το ΑΠΕ).
Η αγωνία για την αντιστροφή του κοινωνικού κλίματος και των εντυπώσεων από την έλλειψη προετοιμασίας σε πολύ σοβαρά θέματα (όπως της εξωτερικής πολιτικής) είναι εμφανής. Φαίνεται στα πρόσωπα των προβεβλημένων υπουργών, στα λόγια τους. Και όσο φαίνεται, τόσο φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα.
Η θλιβερή αναξιοπιστία του 2017 έχει υποκαταστήσει την «περήφανη διαπραγμάτευση» του 2015.