Μιχάλης Τσιντσίνης
Η Καθημερινή 04/09/2020
Το παρελθόν δεν είναι κλειστό. Φαίνεται ασφαλές, αλλά δεν είναι. Είναι ρευστό. Τόσο ρευστό ώστε να ξαναγράφεται· ώστε να επιτρέπει στο πρώιμο ΠΑΣΟΚ να χρίσει αναδρομικά τον Μακρυγιάννη περίπου σαν τον πρώτο πασόκο της Ιστορίας.
Αυτή είναι μια λεπτομέρεια που αγνοούν όσοι αγανακτούν σήμερα για τον σφετερισμό της επετείου της 3ης του Σεπτέμβρη. Η ίδια η «αυθεντική» επέτειος είναι προϊόν σφετερισμού – ίσως του αποτελεσματικότερου σφετερισμού στην πινακοθήκη του εθνικού φαντασιακού: Το παπανδρεϊκό διάβημα υπεξαίρεσε μέχρι απορροφήσεως τη συμβολική αίγλη της επανάστασης του 1843. Την πότισε με τόση τσικουδιά στους καφενέδες, ώστε να μη βρίσκει τον δρόμο της επιστροφής προς την ιστορική της ταυτότητα.
Σαν εκδίκηση για εκείνο το ιδρυτικό ριφιφί στην εθνική πινακοθήκη μοιάζει η πολλαπλή πλαστογράφηση του ΠΑΣΟΚ – αυτή η αλυσίδα των καταχρήσεων τις οποίες το κομματικό brand έχει υποστεί από την εκλογική του βύθιση κι έπειτα.
Το καταχρώνται εκείνοι που δεν αρκέστηκαν στην εκλογική του λεηλασία.
Ο Σπίρτζης, ας πούμε, χρόνια συριζαίος, διεκδίκησε πάλι χθες μερίδιο στο πάρτι των γενεθλίων αναρτώντας ως δική του τη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη. Αφού πήραν τα ξένα κόλλυβα, ζητάνε τώρα και τα ξένα μνημόσυνα.
Το ΠΑΣΟΚ το παραχαράσσουν ελευθέρως και ακαταλόγιστα εκείνοι που δεν έζησαν καν την παντοδυναμία του. Το μετατρέπουν σε ποπ σαπουνόφουσκα, που υποτίθεται ότι αντικατοπτρίζει έναν έκλυτο ευδαιμονισμό – ένα απέραντο σκυλοπάρτι, που ποτέ δεν υπήρξε τόσο απελευθερωτικό όσο αναπαρίσταται. Αυτός ο αισθητικός μεταβολισμός ενός ξένου βιώματος –ο εικοσιπεντάρης που χορεύει «θα τον μεθύσουμε τον ήλιο» πάνω στην μπάρα– καταλείπει σαν παρακαταθήκη της πασοκικής μπελ επόκ μόνο τα πολιτιστικά υποπροϊόντα της.
Oμως κανείς δεν παρερμηνεύει το ΠΑΣΟΚ τόσο «αυθεντικά» όσο οι νόμιμοι κληρονόμοι του. Η συγκινησιακή χρήση των κειμηλίων, για την οποία το ΚΙΝΑΛ κατακρίνεται, δεν είναι βέβαια το πρόβλημα. Ποιο κόμμα δεν θα χρησιμοποιούσε τέτοια δολώματα μνήμης, αν τα διέθετε; Η μεγάλη παρεξήγηση στη νομή της κληρονομιάς φαίνεται να είναι η αγνόηση του βασικού χαρακτηριστικού που κατέστησε δυνατή την αντοχή του ΠΑΣΟΚ: η δυνατότητά του να επανεπινοεί διαρκώς τον εαυτό του, ακόμη και μετά την αποδημία του «μάγου» που το ίδρυσε. Αν δεν φοβόμασταν τις λέξεις, θα μιλούσαμε για τη μοναδική του δυνατότητα να εκσυγχρονίζεται.
Δεν ήταν μόνο η Αλλαγή που κατέστησε το κόμμα αυτό μια από τις μεγάλες κοίτες της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Hταν και οι πολλές αλλαγές που επέφερε έκτοτε πρώτα στον εαυτό του και μετά στη χώρα. Οι κληρονόμοι αναγνωρίζουν ως κοιτίδα τους μόνο το πρωτόγονο κόμμα – την Αλλαγή χωρίς τις αλλαγές. Σχεδιάζουν ψηφιακά μιμίδια γενεθλίων με τις γραμματοσειρές που είχαν οι αφίσες του ’80. Επιβιβάζονται οικειοθελώς στον συρμό που τους έχει κάνει φολκλόρ.