Εφημερίδα Η Αξία
26 Μαΐου 2012
Ολοένα και περισσότερο διαπιστώνουμε ότι τα αποτελέσματα της κάλπης της 6ης Μαΐου ήταν ένας μεγάλος κεραυνός που τράνταξε συθέμελα το πολιτικό σύστημα. Οι συνέπειές του είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς σχεδόν στο σύνολο των κομματικών δυνάμεων. Οι ρηγματώσεις που έχει προκαλέσει, δείχνουν ότι αυτή τη φορά το μεταπολιτευτικό μοντέλο δεν δοκιμάζεται απλώς, ούτε περνάει μια εφήμερη κρίση, αλλά βρίσκεται σε μια διαδικασία αποσύνθεσης. Γι’ αυτό και βλέπουμε τα άλλοτε κραταιά κόμματα, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, να είναι φοβισμένα, αποσβολωμένα και να βρίσκονται σε σύγχυση, προσπαθώντας να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.
Φαίνεται ότι αυτό που έχουν υποστεί δεν το περίμεναν, ότι ξαφνιάστηκαν. Δεν είναι τυχαίο ότι είκοσι μέρες μετά το κεραυνοβόλο χτύπημα εκπέμπουν αντιφατικά μηνύματα, αδυνατώντας να χαράξουν μια νέα σταθερή στρατηγική για την εκλογική αναμέτρηση της 17ης Ιουνίου. Ο πολιτικός τους λόγος αλλά και οι παρεμβάσεις που επιχειρούν δεν έχουν σταθερές αναφορές, αποπνέουν αμηχανία, δείχνουν έλλειψη καθαρού πολιτικού προσανατολισμού, χαρακτηρίζονται από αστοχίες και παλινωδίες.
Η Νέα Δημοκρατία, αποσύροντας τη στρατηγική της αυτοδυναμίας, έχει μετατραπεί σε πολιτικό συλλέκτη των κατακερματισμένων κεντροδεξιών και των εθνοπατριωτικών δυνάμεων. Η πολιτική της περισσότερο μοιάζει να είναι μια προσπάθεια συναρμολόγησης ενός πολυσύνθετου πάζλ και πολύ λιγότερο να υπαγορεύεται από το εγχείρημα της ανασύνθεσης μιας ισχυρής, δυναμικής και σύγχρονης παράταξης της Κεντροδεξιάς.
Παρακολουθούμε να αναδεικνύει τον ΣΥΡΙΖΑ σε κεντρικό της αντίπαλο, χωρίς να διαθέτει μια συγκροτημένη πολιτική. Μάλιστα, κινδυνεύει να διολισθήσει και σε ιδιότυπες εκδοχές ενός νέου αντικομμουνισμού. Μολονότι έχει λειάνει την αντιμνημονιακή της ρητορική, εν τούτοις εμφανίζει τη γνωστή της αμφισημία όταν προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ.
Προβάλλοντας για πρώτη φορά με ιδιαίτερη έμφαση το δίλλημα «ευρώ ή δραχμή», προσπαθεί αναμφίβολα να θέσει στο επίκεντρο της πολιτικής της ατζέντας το ζήτημα της Ευρωπαϊκής στρατηγικής της χώρας, υπογραμμίζοντας τον υπαρκτό κίνδυνο εξόδου από την Ευρωζώνη. Το δίλλημα όμως αυτό το αφήνει μετέωρο, αδυνατώντας να θεμελιώσει τη νέα της πολιτική πρόταση για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Στο ΠΑΣΟΚ τώρα, η κρίση πολιτικού προσανατολισμού και η έλλειψη στρατηγικής εμφανίζονται πολύ πιο έντονα. Η κοινωνική και πολιτική καταβαράθρωσή του έχει επιτείνει την αμηχανία και τη σύγχυση. Εγκαταλείποντας τις προεκλογικές εξαγγελίες περί κυβερνήσεων συνεργασιών των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, του φιλοευρωπαϊκού τόξου, τις τελευταίες μέρες υποστηρίζει τη θέση για κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς με άξονα, με κορμό το ΠΑΣΟΚ. Φοβούμενο ότι η προηγούμενη θέση του παρέπεμπε σε κυβερνητική συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία, προχωρά σε έναν άστοχο αναπροσανατολισμό της πολιτικής του.
Μιλώντας για την Κεντροαριστερά, προκύπτουν κάποια κρίσιμα ερωτήματα: ποιες είναι αυτές οι δυνάμεις, οι οποίες με τη συνδρομή του ΠΑΣΟΚ μπορούν να αποτελέσουν πρόταση διακυβέρνησης; Επαρκούν πολιτικά και αριθμητικά οι δυνάμεις της ΔΗΜΑΡ για τη δημιουργία ενός τέτοιου κυβερνητικού σχήματος; Με δεδομένες τις θεμελιώδεις διαφορές του με τον ΣΥΡΙΖΑ σε κρίσιμα ζητήματα, μπορεί να τον θεωρήσει κοινωνικό του εταίρο;
Συνιστά βιώσιμη κυβερνητική πρόταση μια συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν αυτός θέτει ως βασική και μοναδική προϋπόθεση την άρση, την επαναδιαπραγμάτευση και την καταγγελία των μνημονίων; Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν αντιλαμβάνεται ότι η κυβερνητική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα σημαίνει πολιτικός αυτοευνουχισμός του κόμματός του;
Η νεκρανάσταση λοιπόν της Κεντροαριστεράς μπορεί να εξυπηρετεί πολιτικές φαντασιώσεις του παρελθόντος, όμως σε καμία περίπτωση δεν συνιστά πολιτική διεξόδου της χώρας από την κρίση. Το εγχείρημα αυτό το μόνο που υπόσχεται είναι περιπέτειες με αλόγιστες συνέπειες, σπρώχνοντας τη χώρα προς τη δραχμή, και ταυτόχρονα το ΠΑΣΟΚ προς την αυτοκατάργησή του. Ως συμπληρωματική δύναμη ενός λαϊκίστικου και νεφελώδους οικοδομήματος, όπως αυτό της Κεντροαριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καμία προοπτική και κανένα μέλλον.
Σήμερα, που αμφισβητείται εντόνως η θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΠΑΣΟΚ καλείται να δείξει ότι ως φιλοευρωπαϊκή δύναμη είναι παράγοντας σταθερότητας και αξιοπιστίας, είναι εκείνη η πολιτική δύναμη που μπορεί να συμπράξει σε μια βιώσιμη κυβερνητική λύση. Άλλωστε, αυτό είναι και το συγκριτικό του πλεονέκτημα, ακόμη και τώρα που η πολιτική του επιρροή και απήχηση έχει συρρικνωθεί σημαντικά.
Εξάλλου, η ευρωπαϊκή του ταυτότητα δεν αμφισβητείται. Αυτό που αμφισβητήθηκε είναι η επάρκειά του να διαχειριστεί με αποτελεσματικό και εύστοχο τρόπο τα επείγοντα προβλήματα τη οικονομίας και της χώρας. Είναι η έλλειψη βούλησης να κάνει πράξη αυτά που υποσχέθηκε και δεσμεύτηκε, γιατί φοβήθηκε τις αντιδράσεις των συντεχνιών, γιατί τα τελευταία δύο χρόνια ακολούθησε ως κυβέρνηση ανερμάτιστες πολιτικές.
Όσο αδυνατεί να τραβήξει μια σαφή διαχωριστική γραμμή από τα τραγικά λάθη και τις παραλείψεις της τελευταίας κυβερνητικής του θητείας, αλλά και όσο θα κρατάει μια αμφίσημη θέση απέναντι στην ΣΥΡΙΖΑ, τόσο θα αυξάνονται τα πολιτικά του αδιέξοδα και η αδυναμία του να ανατοποθετηθεί στην νέα πολιτική πραγματικότητα. Γι’ αυτό και οφείλει να συμφιλιωθεί μαζί της και προπαντός, να υιοθετήσει ένα νέο πολιτικό υπόδειγμα.
Ο δικομματισμός άλλωστε, αποτελείται πλέον από νέα ζευγάρια. Το γεγονός αυτό επιβάλλει μια ριζική τομή στη μέχρι τώρα στρατηγική του. Πυροβολώντας μόνο προς τα δεξιά, αφήνει ελεύθερο ζωτικό χώρο για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος λειτουργεί ως καταφύγιο όλων εκείνων των δυνάμεων που είναι προσκολλημένες στις ανεδαφικές και εξωπραγματικές αυταρέσκειες του παρελθόντος.
Αν το ΠΑΣΟΚ δεν στρέψει τα πολιτικά του πυρά εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ και πολύ περισσότερο, αν τον αντιμετωπίζει ως εν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το μόνο που θα πετύχει είναι η περαιτέρω ενίσχυση του. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε και βρίσκει πρόσφορο έδαφος γιατί επενδύει στον καταγγελτικό λόγο, στην εύκολη ρητορεία και στις γενικόλογες διακηρύξεις. Εσκεμμένα κρύβει το πρόγραμμά του και το συνονθύλευμα των πολιτικών που πρεσβεύει, γιατί θέλει να ψαρεύει σε θολά νερά.
Το ΠΑΣΟΚ αιμορραγούσε και αιμορραγεί από τα αριστερά του, γιατί η άλλοτε ισχυρή κοινωνική και πολιτική του βάση δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη ζοφερή κατάσταση του σήμερα. Ζώντας μέσα στην ανασφάλεια και το φόβο, οι δυνάμεις αυτές αυτομόλησαν σε εκείνον τον πολιτικό χώρο που επιδίδεται σε ανέξοδες υποσχέσεις και σε εθνικούς παλικαρισμούς. Απέναντι λοιπόν στον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί παρά να αντιτάξει τον δικό του λόγο και αντίλογο, τις δικές του θέσεις και απόψεις, δείχνοντας ότι τα δύο αυτά σχήματα δεν βρίσκονται σε τροχιά σύγκλησης, αλλά σε τροχιά απόκλισης.
Η διαφορετικότητά τους δεν εντοπίζεται σε επιμέρους ζητήματα, αλλά στον πυρήνα της πολιτικής που η κάθε δύναμη ενσαρκώνει. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ΠΑΣΟΚ είχε επί πολλά χρόνια επιδείξει κάποια ενοχικά σύνδρομα απέναντι στις δυνάμεις της παραδοσιακής Αριστεράς, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του αριστερό με δεξιές παρεκκλίσεις.
Ως εκ τούτου, είναι καίριο στρατηγικό ζήτημα το πώς το ίδιο το ΠΑΣΟΚ αυτοτοποθετείται στην υπάρχουσα πολιτική σκηνή, αλλά και ποια πρόταση εξουσίας πρεσβεύει και υπηρετεί. Γι’ αυτό και το εγχείρημα της επανίδρυσής του που επαγγέλλεται ο κύριος Βενιζέλος, έχει ως βασική προϋπόθεση μια νέα αφήγηση για τα μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια χρεοκοπημένη χώρα.
Συμπερασματικά, οι άλλοτε ισχυροί πυλώνες του δικομματισμού, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, ή θα επιχειρήσουν μια νέα θεμελίωση της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς αντίστοιχα στηριζόμενοι σε νέες δυνάμεις, σε νέες ιδέες, σε νέες αφηγήσεις ή θα βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.