Εφημερίδα Ελευθεροτυπία
30 Αυγούστου 2003
«Απάνω στους σουβάδες μένει ανέγγιχτος ο ίσκιος απ’ τις γενειάδες των παππούδων μας… Έτσι κι οι τοίχοι του σπιτιού μας γίνηκαν σας φλωροκαπνισμένα κονοστάσια».
Αυτούς τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου ανακαλούμε σήμερα, καθώς την εποχή της αποκαθήλωσης των εικόνων και των μύθων, συλλαμβάνουμε τον εαυτό μας να φιλάει ακόμα κρυφά, ψηλά στην ανατολική κόγχη του σπιτιού, το εικονοστάσιο με «τους δικούς μας Χριστούς, τους δικούς μας Άγιους».
Ένας τέτοιος Άγιος είναι ο Γιάννης Ρίτσος, τον οποίο έρχεται σήμερα να μας τον θυμίσει ξανά ο Μίκης Θεοδωράκης με τις τρεις συναυλίες που θα πραγματοποιηθούν αυτές τις μέρες σ’ έναν ιστορικό χώρο, στη Μακρόνησο.
Το Μακρονήσι, όπως το αποκαλούσαν οι κρατούμενοι, η Γυάρος και τόσοι άλλοι καθαγιασμένοι τόποι μαρτυριών υπάρχουν μέσα μας ως ανεξίτηλα ονόματα και ως μνημεία άσειστα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Ρίτσος, επί πολλά χρόνια τώρα εμβολιάζουν επίμονα την ιδιοσυγκρασία μας στο υψηλό και το ευγενικό, στο αληθινό και το ωραίο, στο πραγματικό και το μεγάλο.
Τόσο οι πιο μεγάλοι από εμάς, όσο και οι νεότεροι, καθώς και οι γενιές που έρχονται, θα ανακαλύπτουν συνεχώς το θησαυρό, την απεραντοσύνη και την οικουμενικότητα που διαποτίζουν τη ζωή και το έργο τους. Με την αύρα του «πέρα» κόσμου, του επέκεινα, με το λαμπρό φωτοστέφανο τους, τη θρυλική τρυφερότητά τους, αλλά και τις σύγγνωστες «αμαρτίες» τους.
Η νοσταλγία μας, ωστόσο, γι’ αυτήν δεν είναι μια στείρα αναπόληση που σχετίζεται με τις δικές μας πολυποίκιλες ματαιώσεις ή τις ακυρώσεις μας. Αποτελεί σταθερή αισθητική επιλογή και πίστη στη διαχρονική αξία του έργου τους και του ανατρεπτικού-δημιουργικού ρόλου της τέχνης τους. Στην ανθρωπιστική προοπτική τους.
Καθώς ραγδαία αλλάζουν οι καιροί και μια απίστευτη ευτέλεια δείχνει να δεσπόζει και να κυριαρχεί, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος μάς γνέφουν για να σωπάσουμε, με το δάχτυλο στο στόμα και το μειλίχιο, σοφό τους ύφος. Μας υποδεικνύουν την περίφημη σιωπή τους, υποσχόμενοι ταχύτατη εκδίκηση των ονείρων και παλινόρθωση των προσδοκιών μας.
Κι εμείς ευλαβικά, τόσο που μας ταπεινώνει πια η νέα πραγματικότητα, ενθαρρυνόμαστε και προσβλέπουμε στο παρήγορο αύριο. Ευλαβικά, επειδή όπως γράφει ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, «η σαύρα ξέρεις, περισσότερη ευλάβεια, έχει απ’ το πουλί, γιατί η κοιλιά της αγγίζει το χώμα». Αφού όλοι μας, οι παλιές έστω γενιές, «έχουμε φτάσει στον πάτο», «έχουμε πιάσει χώμα».
Μαζί, επομένως, με την αρωγή του ποιητή μας, ψάχνουμε απ’ αρχής τη νοστιμιά των λέξεων που κυοφορούν την αναγέννηση. Γιατί «οι λέξεις έχουν κι΄ άλλο φλούδι, παραμέσα, όπως τα μύγδαλα κι η υπομονή». Μας προτρέπει στην υπομονή ο Γιάννης Ρίτσος για να βγούνε ξανά «οι σημαίες από την ναφθαλίνη», να ξεπλυθούν. «Αγία πάστρα Ελληνική πέφτει στ’ αγάλματα η βροχή».
Έτσι και η ποίηση του μας δροσίζει και μας αποκαθαίρει. Αναρωτιέται ο ποιητής «τόσες σημαίες ήταν απλός δικαιολογίες»; Όχι, απαντούμε και τον ξανάκουμε να μονολογεί. «Αυτά που χάθηκαν, αυτά που δεν ήρθαν, μην τα κλαις. Αυτά που τάχεις και δεν τάδωσες, κλάφτα».
Περιδιαβάζοντας σήμερα τα αγαπημένα τοπία της ποίησης και της ζωής του Γιάννη Ρίτσου κρατάμε τα ποιήματα του ως «λάλον ύδωρ», υπακούοντας στην προτροπή του Μιχάλη Κατσαρού. «Μην ξεχνάτε, πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον έχει πολλή ξηρασία».
Αγαπητέ Μίκη, σίγουρα θα θυμάσαι τα σκοτεινά βράδια που πέρασες μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο στη Μακρόνησο. Θα θυμάσαι άραγε ακόμα ότι ένα βράδυ απευθυνόμενος στον ποιητή της ρωμιοσύνης του είπες «γράψε μου ένα στίχο για να ξημερώσει»;
Κι ακόμα σήμερα εσύ σκέφτεσαι, αγωνίζεσαι για ένα καλύτερο αύριο. Ένα πράγμα να πρέπει ξέρεις, παρακολουθούμε πάντα τις φαντασμαγορικές, αλυσιδωτές εκρήξεις σου που ζεσταίνουν την ψυχή μας και μας αγαλλιάζουν. Η παρουσία και το έργο σου ήταν και παραμένουν πηγή φωτός σε άνυδρους, γκρίζους και σκοτεινούς καιρούς.
«Καθημερινά μεγάλωνε μέσα μου η δίψα να ζήσω και να μεγαλουργήσω», σημειώνει ο Μεγάλος Έλληνας στην αυτοβιογραφία του «οι Δρόμοι του Αρχάγγελου».
Εμείς σου ευχόμαστε να κρατήσεις ακόρεστη αυτήν τη δίψα αλλά και να επιμείνεις να υποδεικνύεις και σε εμάς την πηγή.
Μπορεί κάποτε να τη νιώσουμε, να την οσμιστούμε…