Το απόφθεγμα του Φρανσουά Μιτεράν «Δώσε χρόνο στο χρόνο» έχει διττή ερμηνεία. Η πρώτη παραπέμπει στην ανάγκη παράτασής του, προσδοκώντας καλύτερα αποτελέσματα. Αν οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές μετακυλούμε τις αποφάσεις μας για αργότερα, ευελπιστώντας σε ευνοϊκότερες προοπτικές.
Η δεύτερη υποδεικνύει την αναστολή ενεργειών και το πάγωμα πρωτοβουλιών, εκτιμώντας ότι κάτι τέτοιο μας απαλλάσσει από τα δύσκολα. Στη περίπτωση αυτή ο φόβος για δυσμενείς εξελίξεις οδηγεί συνήθως στην αναβολή, στην αναδίπλωση.
Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι στη μια κυριαρχεί η στρατηγική της δημιουργικής διαχείρισης, προκειμένου να κερδίσουμε το χρόνο. Ενώ στην άλλη επικρατεί ο τακτικισμός με επακόλουθο να ελλοχεύει ο κίνδυνος της αποδυνάμωσής, ακόμη και της παραίτησης μας από τους επιδιωκόμενους στόχους.
Οι αυτονόητες αυτές παραδοχές δεν έχουν την ίδια συμμετρία στη μεταπολιτευτική περίοδο του τόπου. Και αυτό γιατί βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής είναι η αναβλητικότητα, η αποφυγή και η παραπομπή ζωτικών αποφάσεων στο διηνεκές.
Ο ετεροχρονισμός θεωρείται από την εγχώρια κομματική τάξη, η πιο πρόσφορη μέθοδος για να αποποιηθεί τις ευθύνες της. Προτιμά τη στασιμότητα και την αδράνεια μολονότι γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο έχει αρνητικές συνέπειες στη χώρα, στην οικονομία στη κοινωνία.
Φαίνεται να έχει πάρει στα σοβαρά τις περιβόητες «ελληνικές καλένδες». Πως αλλιώς να εξηγηθεί η συσσώρευση πολλαπλών εκκρεμοτήτων. Αλλά και η αναμφισβήτητη υστέρησή που εμφανίζουμε σε καίριους τομείς. Θεμελιώδη και υπαρκτά ερωτήματα.
Το βέβαιο είναι ότι η απόκλισή μας από τις προηγμένες δυτικές κοινωνίες, οφείλεται στην επικρατούσα τάση να μεταθέτουμε τις αναγκαίες επιλογές σε βάθος χρόνου. Είτε γιατί το επέβαλαν μικροπολιτικές και ψηφοθηρικές πρακτικές. Είτε διότι οι πολιτικές ελίτ δεν ήθελαν να πάνε κόντρα με ισχυρά συντεχνιακά συμφέροντα.
Ουσιαστικά κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι δεν αντιλαμβάνονται τη σύνδεση της στιγμής με τη διάρκεια, του σήμερα με το αύριο. Έτσι προσπερνούν τα μεγάλα και ακανθώδη προβλήματα της Διοίκησης, της Οικονομίας και της Εξωτερικής Πολιτικής, μιας και δε θέλουν να ταυτιστούν με τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων.
Ο πολιτικός ορίζοντας αμφότερων είναι περιορισμένος. Με απλά λόγια αφήνουν στην άκρη τις ανάγκες της χώρας και της κοινωνίας. Γίνονται δέσμιοι του στενού κομματικού συμφέροντος. Αλλά και της επιδίωξης τους να είναι αρεστοί ακόμη και στους ακραίους εκφραστές ανορθολογικών αντιλήψεων, εθνικιστικών εμμονών και λαϊκίστικων απόψεων.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τους αντιεμβολιαστές το επιβεβαιώνει. Αποφεύγουν τη σκληρή κριτική επικαλούμενοι διάφορες προφάσεις. Φτάνουν στο σημείο να δικαιολογούν την άρνησή τους, δείχνοντας μια αχρείαστη κατανόηση. Ανέχονται τη χαλάρωση και την αδιαφορία ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού. Και όλα αυτά την ώρα που η πανδημία τείνει να αποκτήσει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Μάλιστα την ίδια τακτική ακολουθούν και ως προς τις αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται να γίνουν στο χώρο μιας κατεξοχήν προβληματικής Διοίκησης. Οι περιπτώσεις του Κυριάκου Πιερρακάκη με τη ψηφιοποίηση και του Κώστα Χατζηδάκη με τον ΕΦΚΑ, αποτελούν φωτεινές εξαιρέσεις. Για τον μεγάλο ασθενή της χώρας , όπως εύστοχα αποκάλεσε η Ιωάννα Μάνδρου τη Δικαιοσύνη, η ανοχή και η σιωπή είναι διακομματική.
Η πολυδιαφημιζόμενη πράσινη ανάπτυξη παραμένει προς το παρόν τουλάχιστον, απλώς διακηρυγμένος στόχος. Μετατίθεται και αυτή για αργότερα με πρόσχημα τα αδιέξοδα της απολιγνιτοποίησης. Το Μακεδονικό είναι ο φόβος και ο τρόμος της κυβερνώσας παράταξης. Οι μακεδονομάχοι καιροφυλακτούν με αποτέλεσμα η επικύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών να παραπέμπεται στο μέλλον.
Πάντως η ιστορική φράση του σπουδαίου Γάλλου σοσιαλιστή ηγέτη Μιτεράν «Δώσε στο χρόνο χρόνο», μετακυλώντας τις αναγκαίες αποφάσεις στο διηνεκές αποτυπώνεται με τον καλύτερο τρόπο σε δύο μείζονα γεωπολιτικά ζητήματα: στο Κυπριακό και το Μακεδονικό. Κορυφαίο δε γεγονός το « Άστο αργότερα» του Κώστα Καραμανλή όταν η Ελλάδα όδευε στη χρεωκοπία.Η εγχώρια πολιτική τάξη φαίνεται να πίστεψε στον άχρονο χρόνο.