Εφημερίδα Έθνος
12 Ιουνίου 2015
Δώσε χρόνο στον χρόνο». Ήταν μία από τις αγαπημένες φράσεις του Φρανσουά Μιτεράν. Τη λογική αυτή ακολουθούν και οι διαπραγματεύσεις. Αλέξης Τσίπρας και Ευρωπαίοι εταίροι εξαντλούν όλα τα χρονικά περιθώρια, προκειμένου να επιτευχθεί η πολυπόθητη συμφωνία. Η μετάθεση των αποφάσεων επιβεβαιώνει την πρόθεση και των δύο πλευρών να αποφύγουν τη ρήξη. Αμφότεροι αντιλαμβάνονται ότι το κόστος της δεν θα ήταν διαχειρίσιμο. Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα συνιστούσε μεγάλη ρωγμή με ανυπολόγιστες συνέπειες στο ήδη επισφαλές εγχείρημα της νομισματικής ενοποίησης.
Ο πρωθυπουργός, μετά την αρχική αμφιθυμία του, αναζητά τη λιγότερο επώδυνη λύση. Οι εταίροι, αν και εμμένουν στις αρχικές προσεγγίσεις τους, φαίνεται να δίνουν ευκαιρίες στην ελληνική κυβέρνηση. Έτσι, η διαφαινόμενη συμφωνία θα στηρίζεται στον συμβιβασμό με αμοιβαία ανταλλάγματα. Δεν είναι τυχαίο πως ο Αλέξης Τσίπρας προβαίνει σε υποχωρήσεις, επιδιώκοντας μια ευνοϊκή απόφαση για το χρέος. Πάντως, οι ατέρμονες συζητήσεις κόστισαν στη χώρα και στην οικονομία.
Η επικοινωνιακή καταιγίδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδίδει πλέον τα αναμενόμενα. Η αποδοχή του Μνημονίου ανέτρεψε τις πολιτικές αυταπάτες που στηρίζονταν σε ανεδαφικές υποσχέσεις. Η προσαρμογή στην πραγματικότητα σήμανε το τέλος των ψευδαισθήσεων που ηθελημένα ή όχι καλλιεργούσε το κυβερνών κόμμα. Η απειλή προς τους εταίρους ότι θα αυτοκτονήσουμε και θα τους πάρουμε μαζί μας ήταν ένα ανόητο και επικίνδυνο διαπραγματευτικό όπλο. Εξέθεσε την κυβέρνηση, έστρεψε τους συμμάχους εναντίον μας, απομόνωσε την Ελλάδα. Η ανερμάτιστη «δημιουργική ασάφεια» υπονόμευσε τη δυνατότητά εξεύρεσης επωφελούς λύσης.
Ο Αλέξης Τσίπρας ωστόσο, προχωρώντας με τόλμη και παρρησία σε στρατηγική ανατοποθέτηση, μπορεί να κλείσει τον κύκλο των χαμένων ευκαιριών για τη χώρα και την κυβέρνησή του. Πηγαίνοντας κόντρα στους ακραίους του κόμματός του εναρμονίζεται με τις ζωτικές ανάγκες της Ελλάδας και της οικονομίας, αλλά και με την πλειονότητα της κοινής γνώμης που επιζητά λύση εντός της Ευρωζώνης. Άλλωστε, η σύμπλευσή του με τις δυνάμεις του εθνολαϊκισμού δεν απομειώνει μόνο την ηγετική του παράσταση, αλλά απαλλοτριώνει και τον πρωθυπουργικό ρόλο του. Αντιθέτως, με την απεξάρτησή του από τις ακροαριστερές ιδεοληψίες και τις αντιμνημονιακές αγκυλώσεις επιτυγχάνει την περαιτέρω ενίσχυση της αλώβητης πολιτικής του κυριαρχίας. Ως θαυμαστής του Ανδρέα Παπανδρέου θα θυμάται τη φράση του: «η πρωθυπουργία δεν είναι συλλογικός θεσμός».