Το κόκκινο πανί
Σχολιάζοντας πριν από μερικές μέρες μια ενδοκυβερνητική περιπέτεια στα «Νέα» ο Γιώργος Παπαχρήστος κατέληγε ότι «αν δεν υπήρχε ο Πανταγιάς, ο Σημίτης θα έπρεπε να τον εφεύρει». Ο συλλογισμός προϋποθέτει ότι ο Σημίτης θα μπορούσε να εφεύρει τον Πανταγιά και, έξω από τα συμφραζόμενά του, είναι προφανώς εσφαλμένος. Ο ομιλών, ως πρόεδρος του τοπικού fan club του πρωθυπουργού, όπως παρονομάζουν τον Ο.Π.Ε.Κ. μερικοί άσπονδοι φίλοι του, δεν διανοείται βέβαια να υποτιμήσει τις δημιουργικές ικανότητες του Κώστα Σημίτη. Πρέπει ωστόσο να ομολογήσει ότι ο Γιώργος Πανταγιάς είναι δημιούργημα του εαυτού του, και ως τέτοιος μας αποκαλύπτεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του.
Στο επόμενο δεκάλεπτο θα προσπαθήσω απλά και μόνο να διαβάσω τον υπότιτλο του βιβλίου αυτού: «η πολιτική ως περιπέτεια ιδεών». Θα χρησιμοποιήσω τρεις λέξεις-κλειδιά των κειμένων, ένα τρίπτυχο «-ισμών»: του εκσυγχρονισμού, του ορθολογισμού, και του ριζοσπαστισμού. Και οι τρεις εργαλειακές λέξεις δημιουργούν σε πολλούς αρνητικούς συνειρμούς, όπως είναι φυσικό να συμβαίνει όταν προσάγονται στη συζήτηση έννοιες – κατηγορήματα της πολιτικής. Ο εκσυγχρονισμός συναρτάται μονοσήμαντα με τον τεχνοκρατισμό, ο ορθολογισμός με τη λεγόμενη «ψυχρή λογική», και ο ριζοσπαστισμός με την απώλεια ταυτότητας. Οσοι διεκδικούμε αυτούς τους τρεις όρους ως θετικά κατηγορήματα της πολιτικής, και μάλιστα της πολιτικής δράσης, μπορούμε να επωφεληθούμε από τον αμοιβαίο ορισμό τους με το ιδεατό ισοδύναμο, κατά Πανταγιά, της πολιτικής: «περιπέτεια ιδεών».
Προτιμώ να ξεκινήσω ξεκαθαρίζοντας τι δεν είναι μια τέτοια περιπέτεια ιδεών, δηλαδή σε τι αντιστέκεται. Δεν είναι λοιπόν ιδεολογία, με την αλθουσεριανή έννοια του εμπεδωμένου υπόρρητου σώματος πεποιθήσεων, μιας γνωσιακής και ηθικής πραξιακής βάσης την οποία η συνείδηση των φορέων της αδυνατεί ή αποτυγχάνει να προσπελάσει. Δεν είναι επίσης ιδεαλισμός, καθώς εφαρμόζεται στα καθέκαστα της πραγματικότητας: «Η πολιτική, γράφει ο Γιώργος Πανταγιάς, έχει ανάγκη […] από ένα ‘τεχνικό δελτίο έργου’» (σ.97).
Ποιά είναι αυτή η «περιπέτεια ιδεών» που συνοδεύεται από «τεχνικό δελτίο»; Ο Γιώργος Πανταγιάς απαντά απερίφραστα: «Σήμερα, η μόνη συνεκτική, διαρθρωμένη και πειστική πολιτική πρόταση είναι ο εκσυγχρονισμός […]» (σ. 70). Και τί εστί εκσυγχρονισμός; Στο βιβλίο εντόπισα δυο ορισμούς. Ο πρώτος, περιγραφικός, με έντονες σημιτικές συνηχήσεις: «Εκσυγχρονισμός είναι το σύνολο των αναγκαίων αλλαγών σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής, της κοινωνίας και της οικονομίας, ώστε να δημιουργηθεί η αναγκαία κοινωνική, οικονομική και πολιτική υποδομή για μια πιο δίκαιη, δυναμική και ισχυρή Ελλάδα» (αυτ.). Ο δεύτερος ορισμός, αναγωγικός (reductionist) και σύντομος: «Ο εκσυγχρονισμός είναι η πολιτική αντίληψη της εποχής της πληροφορίας» (σ. 117). Στη συνέχεια θα φανεί γιατί θεωρώ το δεύτερο, αναγωγικό, ορισμό πιο ενδιαφέροντα από τον πρώτο, τον περιγραφικό και κάπως ταυτολογικό. Θα επιχειρήσω να το δείξω επιστρατεύοντας τη δεύτερη έννοια κλειδί, του ριζοσπαστισμού.
«Ας γίνουμε ξανά ριζοσπάστες» γράφει (σ.31), σαν να το φωνάζει, ο Γιώργος Πανταγιάς. Ο ριζοσπαστισμός ως ρήξη με το παρελθόν συνιστά μια βολονταριστική πολιτική διάθεση κληρονομημένη στο σύγχρονο κόσμο από την εποχή του Διαφωτισμού. Η λέξη «καινοτομία» επανέρχεται κάθε τόσο και συνδυάζεται με το πρόταγμα μιας «επείγουσας ανάγκης ανατροπής» (σ.132). Επείγουσας, γιατί ο πραγματικός χρόνος επιταχύνεται δραματικά και, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, είναι ένας παγκόσμιος χρόνος. Ανατροπής, γιατί «το ισοζύγιο συνέχειας και καινοτομίας, αυτήν τη φορά δεν μπορεί παρά να κλίνει υπέρ της καινοτομίας. Στην πραγματικότητα το αντίπαλον δέος είναι η συντήρηση» (αυτ.).
Απειλεί λοιπόν ο Πανταγιάς τις παραδόσεις του έθνους μας; Ο φόβος δείχνει να επιβεβαιώνεται στο ακόλουθο παράθεμα που επαναφέρει το αίτημα του εκσυγχρονισμού: «Εκσυγχρονισμός σημαίνει, μεταξύ άλλων, και την οριστική εκκοσμίκευση της κουλτούρας μας» (σ. 128). Είναι προφανές ότι ο Πανταγιάς δεν πίνει τον πρωινό του καφέ με τον Χριστόδουλο. Ωστόσο, αυτό στο οποίο επιτίθεται ο Πανταγιάς δεν είναι οι παραδόσεις αλλά οι κάθε λογής φονταμενταλισμοί. Δανείζομαι τον ακόλουθο ορισμό από τον Γκίντενς (1999: 137): «ο φονταμενταλιστής είναι κάποιος ο οποίος προσπαθεί να υπερασπίσει την παράδοση με τον παραδοσιακό τρόπο – σε συνθήκες όπου αυτή η υπεράσπιση έχει καταστεί εγγενώς προβληματική». Πρόκειται για τις συνθήκες της παγκόσμιας επικοινωνίας (αυτ., σ.81) που παρέχουν ένα τεχνικό υπόβαθρο επαφής που μπορεί να γίνει πεδίο συνεννόησης ή σύγκρουσης. Η συνεννόηση όμως προϋποθέτει μια κοινή γλώσσα, και αυτή είναι η γλώσσα της αμοιβαίας αναγνώρισης. Ο φονταμενταλιστής αρνείται να αναζητήσει την κοινή γλώσσα και επιλέγει τη βίαιη σύγκρουση. Επιλέγει μια στάση ζωής που συγγενεύει με την τρομοκρατία και ενίοτε την τροφοδοτεί. Η συντακτική και εννοιολογική αναλογία του ορισμού του φονταμενταλιστή κατά Γκίντενς με το συνοπτικό χαρακτηρισμό της 17 Νοέμβρη από τον Γιώργο Κασιμέρη (2001: 3) ως χρήστη επαναστατικής βίας σε μη επαναστατικό περιβάλλον δεν είναι τυχαία.
Ο ριζοσπαστισμός, λοιπόν, αντιτίθεται στον φονταμενταλισμό και όχι στον κριτικό αναστοχασμό της παράδοσης, που άλλωστε θέτει τις βάσεις για καινοτόμα βιώματα, στο μέτρο που συντονίζεται με την ορθολογικότητα. Πράγματι, όπως επεξηγεί ο Γιώργος Πανταγιάς με αναφορές στην ελληνική πραγματικότητα «θρησκοληψία και ορθολογισμός δεν πάνε μαζί» (σ.128) και το ίδιο ισχύει για τον «φετιχιστικό, μυθολογικού χαρακτήρα, μη εκκοσμικευμένο πατριωτισμό» (σ. 126).
Φτάνουμε έτσι, ελπίζω ομαλά, στην τρίτη έννοια του τριπτύχου της εισαγωγής μου, στον ορθολογισμό. Αντί για μια δίωρη συζήτηση του θέματος προτείνω δυο επιγραμματικές διευκρινήσεις.
Πρώτο, η ορθολογικότητα, μέσα στο πεδίο της πολιτικής και της κοινωνίας, δεν ταυτίζεται με την τυπική λογική αλλά με την κοινή γλώσσα του κριτικού αναστοχασμού με την οποία οι άνθρωποι διαπραγματεύονται τις ταυτότητές τους, αλληλοαναγνωρίζονται και συμπράττουν στο κοσμοπολιτικό περιβάλλον. Είναι η βάση για το σμίλεμα της συνείδησης ανοιχτής στην επικοινωνία. Η επικοινωνιακή ορθολογικότητα, όπως τη συνέλαβε ο Γιούργκεν Χάμπερμας (1984) είναι το θεμέλιο της διαλογικής δημοκρατίας. Αυτός είναι, νομίζω, ο «διαλεκτικός ορθολογισμός» του Πανταγιά (σ. 72).
Δεύτερο, αυτή η ηθικής υφής ορθολογικότητα δεν ταυτίζεται με την ουτοπία, όπως αποδείχθηκε, του μακροσκοπικού ορθολογικού ελέγχου και της γενικής ρύθμισης της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η πολιτική της ορθολογικότητας επιχειρεί να δημιουργήσει πλαίσια για την οικονομική ανάπτυξη μέσα στα οποία οι πολίτες θα επιτυγχάνουν μια συνειδητή αυτοπραγμάτωση. Το στοίχημα η αυτοπραγμάτωση να περνά από την αλληλεγγύη και έτσι να πραγματώνει μια συλλογικότητα εξακολουθεί να είναι ένα αριστερό στοίχημα.
Το στοίχημα θα κερδηθεί αν κερδηθούν οι άνθρωποι ως αυτάξιες δημιουργικές προσωπικότητες, οι άνθρωποι που μοχθούν, επινοούν και παράγουν και οι οποίοι ταυτόχρονα απωθούνται από την αρχαία πολιτική ρητορική. Ενας αυξανόμενος αριθμός από αυτούς καταχωρείται αμήχανα στο πολιτικό no man’s land που ονομάζουμε ‘κέντρο’. Υπό την έννοια αυτή ο Γιώργος Πανταγιάς έχει δίκιο να επισημαίνει ότι η εκλογική μάχη δίνεται και θα δοθεί στο κέντρο. Αυτό δεν σημαίνει την ιδεολογική σύμπτωση της Αριστεράς με τη Δεξιά, αλλά και πάλι ο Πανταγιάς επιμένει η υπαρκτή διάκριση να μη γίνεται με απλουστεύσεις. Οι συσσωματώσεις που διεκδικούν την εξουσία είναι ετερογενείς και διαπερνώνται από ‘οριζόντια’ ρεύματα. Αν θέλουμε να δώσουμε μια πιο στερεά υπόσταση στην πολιτική συνείδηση θα χρειαστεί να αναδείξουμε εσωτερικές (ενδοκομματικές) ετερότητες και εξωτερικές (διακομματικές) συγγένειες που θα προσδιορίσουν την τοπογραφία του εδάφους πάνω στο οποίο θα ξαναχτίσουμε το σήμερα «στοιχειωμένο σπίτι» της Μεταπολίτευσης, επιλέγοντας τα υλικά, εγκαινιάζοντας τη μετα-μεταπολιτευτική εποχή.
Για να πραγματωθεί ο αριστερός ορθολογικός ριζοσπαστικός εκσυγχρονισμός χρειάζεται πρώτ’απ’όλα το κόμμα (το προοδευτικό κόμμα) να λειτουργεί ως «φορέας ιδεών και στρατηγικών για μια σύγχρονη κοινωνία» (σ. 50). Ομως, το κόμμα-ατμομηχανή λείπει. Αντίστροφα, όπως επισημαίνει ο Γιώργος Πανταγιάς, η ωρίμανση της κοινωνίας επιτρέπει την επιλογή πολιτικών που το κόμμα αποδέχεται απλώς για να συντηρήσει την κατά κανόνα νοσηρή επαφή του με την εξουσία. Η απαρίθμηση κομματικών αμαρτημάτων γίνεται απερίφραστα, με ένα τρόπο ηθελημένα προκλητικό.
Ωστόσο, οι θετικές μεταβολές της κοινωνίας τα τελευταία χρόνια βρήκαν την έκφρασή τους και ανατροφοδοτήθηκαν από την πολιτική Σημίτη. Ομως πάλι, ο Σημίτης δεν άλλαξε το κόμμα. Αλλά για να λέμε την αλήθεια, η μισή ντροπή δική του και η μισή δική μας. Γιατί, αν, για να πάρουμε ένα φανταστικό παράδειγμα, ρωτήσετε τον καθηγητή Χιμαιρινό γιατί τόσα χρόνια προβληματίζεται σε απόσταση από το κόμμα θα σας απαντήσει πιθανώς «Γιατί εγώ είμαι πολύ ωραίος και το κόμμα πολύ άσχημο». Η απάντηση θα είναι ειλικρινής αλλά πολιτικά μεμπτή. Και το μόνο κέρδος για τον υποθετικό καθηγητή είναι ένα εισιτήριο διαρκείας στις θέσεις των θεατών των πολιτικών εξελίξεων.
Πάντως, και χωρίς τους ναρκισσιστές διανοουμένους το μέλλον μπορεί να είναι καλύτερο. Ακόμα κι αν ο Σημίτης δεν άλλαξε το κόμμα, εμπέδωσε, σ’ ένα κρίσιμο τουλάχιστον βαθμό, το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πραγματοποιηθεί ο μετασχηματισμός. Και αυτό θα είναι ένα μέρος της πολιτικής του κληρονομιάς. Μέχρι τότε ο Πανταγιάς και οι συν αυτώ εκσυγχρονιστές θα πρέπει να συνεχίζουν τη μάχη των ιδεών σαν μια φωνή της συνείδησης αυτού που προσεχώς θα υπάρξει. Και ο Πανταγιάς, ο χλωρός εμπρηστής του Πειραιά, θα γίνεται το κόκκινο πανί για τους συντρόφους. Κόκκινο, πράγματι; Οπως η γάτα του Ντέγκ «δεν έχει σημασία αν είναι πια κόκκινη, αρκεί να πιάνει ποντίκια» (σ. 32), έτσι και το πανί. Δεν έχει σημασία το χρώμα του, αρκεί να ερεθίζει. Αλλά καλύτερα να είναι όπως είναι: λεπτά υφασμένο, και λιγάκι διάφανο, δηλαδή μια οθόνη που μας προβάλλει σ’ ένα επιθυμητό αλλά και εφικτό μέλλον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Habermas, Juergen (1984). The Theory of Communicative Action. Boston: Beacon Press
Γκίντενς, Άντονυ (1999). Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς. Το μέλλον της ριζοσπαστικής πολιτικής. Αθήνα: Πόλις
Kassimeris, George (2001). Europe’s Last Red Terrorists. The revolutionary organization 17 November. London: Hurst & Company
Πανταγιάς, Γιώργος (2002). Τα διάφανα τείχη. Η πολιτική ως περιπέτεια ιδεών. Αθήνα: Καστανιώτης
Βιβλιοπαρουσίαση του καθηγητή Γενικής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Αλέξη Καλοκαιρινού στην εκδήλωση στο Ηράκλειο, τον Νοέμβριο 2002