Η σημασία του οραματικού λόγου
Κατ’ αρχάς μου άρεσε ο υπότιτλος «Η πολιτική ως περιπέτεια ιδεών». Αυτή την ιστορία της περιπέτειας ιδεών, τη βρήκα ταυτοχρόνως λίγο «ντεμοντέ» και λίγο γοητευτική.
Και λέω «ντεμοντέ», γιατί όντως δεν είναι πολύ της μόδας, σε μία στιγμή που η πολιτική είναι μία σύγκρουση προσώπων, μία μάχη εντυπώσεων, μία παραγωγή φασαρίας καθημερινής και κυρίως μία άσκηση εξουσίας κατά τον πιο αμετάκλητο τρόπο, να την προσδιορίζει κανείς ακόμη ως περιπέτεια ιδεών.
Άρα, πρώτο σημείο είναι ο υπότιτλος. Το δεύτερο σημείο και μου φάνηκε εμένα ότι είναι η κεντρική σκέψη του βιβλίου και εδώ θα διαφωνήσω και με τον κ. Μουζέλη, είναι όλος ο προβληματισμός που αναπτύσσει ο Γιώργος Πανταγιάς γύρω από την επιστροφή της πολιτικής. Εκεί συμφωνούμε.
Αυτό που δεν συμφωνούμε, είναι ότι ο κ. Μουζέλης είπε ότι αντιλήφθηκε πως η επιστροφή της πολιτικής συνδυάζεται με το εγχείρημα, με τον προβληματισμό γύρω απ’ την Κεντροαριστερά. Εγώ κατάλαβα να συνδυάζεται περισσότερο με το περιεχόμενο του εκσυγχρονισμού. Θα μας το προσδιορίσει ο συγγραφέας ίσως αργότερα.
Και έχω και ένα επιχείρημα γι’ αυτό, ότι αν η επιστροφή της πολιτικής αφορούσε μόνο την Κεντροαριστερά, η πολιτική δεν μπορεί να επιστρέψει μισή-μισή. Ή θα επιστρέψει ολόκληρη ή δεν θα επιστρέψει καθόλου. Και εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο κάθε προβληματισμός για την Κεντροαριστερά, είναι ταυτοχρόνως ένας προβληματισμός και για την Κεντροδεξιά, για το σύνολο της πολιτικής.
Συνεπώς, αισθάνομαι ότι ο εκσυγχρονισμός είναι μία πολύ γενικότερη έννοια που διαπερνά όλες τις παρατάξεις και δεν προσδιορίζει το ζητούμενο, δηλαδή την απαίτηση στροφής στο πολιτικό, μόνο σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Μιλάμε για ολική επιστροφή.
Θυμάμαι ότι το 1992-1993, ο Τζον Μέιτζορ, ο οποίος είχε περάσει για ελάχιστα χρόνια απ’ την αρχηγία του συντηρητικού κόμματος, αλλά κέρδισε και μια εκλογή, είχε κάνει ένα συνέδριο και τότε είχε βγάλει σαν σλόγκαν στο συνέδριο, κατά σύντμηση το περίφημο «b to b», το οποίο σήμαινε στα αγγλικά «back to the bases» «πίσω στα θεμελιώδη».
Φάνηκε τότε ότι ήταν ένα σύνθημα συντηρητικό, γιατί αυτό που εννοούσε ο κ. Μέιτζορ ήταν να επιστρέψουμε στις παραδοσιακές αξίες της αγγλικής κοινωνίας για να αντιμετωπίσουμε το αύριο. Πολύ φοβούμαι ότι δεν είναι μια συντηρητική παλινόρθωση, αλλά ένα αίτημα πολιτικής. Είναι η επιστροφή στα θεμελιώδη ζητήματα της πολιτικής, τα οποία πολύ εύκολα και σε καθημερινή βάση σχεδόν, παρακάμπτουμε.
Θα έλεγα –και σ’ αυτό με βοηθάει πάρα πολύ το βιβλίο που διάβασα– ότι η θεμελιώδης μας υποχρέωση αυτή τη στιγμή είναι να προχωρήσουμε σε μία επανασαφήνιση, επανατοποθέτηση των εννοιών που βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής και οι οποίες -κακά τα ψέματα- απ’ το 1989 και μετά, με τις κορυφαίες αλλαγές που συντελέστηκαν στον κόσμο, όχι μόνο λόγω του ’89, αλλά που τις συμβολίζουμε με το ’89, έχουν υποστεί μία σύγχυση, μία αμφισβήτηση.
Πρώτο απαραίτητο: Σαφήνεια των εννοιών. Γνωρίζετε ότι η υψηλή γαστρονομία λέει πως το βασικό στοιχείο είναι η σαφήνεια των γεύσεων. Συνεπώς, η υψηλή πολιτική υποθέτω απαιτεί σαφήνεια των εννοιών. Υπάρχει μια πρόσφατη διαμάχη, η οποία δεν αγγίζει μόνο την Ελλάδα, αλλά επεκτείνεται σε όλο το ευρωπαϊκό επίπεδο – μάλιστα ο Γιώργος Πανταγιάς αναφέρεται σ’ αυτήν επί μακρόν στο βιβλίο. Θα κάνω μια υποσημείωση ίσως αργότερα, που αφορά κυρίως τη διάκριση ή την παράταση της διάκρισης ή τη μη παράταση, ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά.
Θα σας πω κάτι καταπληκτικό: Στις 21 Απριλίου, όπως ξέρετε, ψηφίζουν στη Γαλλία για την προεδρική εκλογή. Αν κάπου έχει καθιερωθεί ο διπολισμός, που τώρα ψάχνουμε να τον φτιάξουμε στην Ελλάδα, είναι στη Γαλλία και λόγω του συστήματος. Περνάνε δύο στο δεύτερο γύρο, βγαίνει ένας.
Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που διάβαζα προχθές, το 77% των ψηφοφόρων, δηλώνει ότι δεν βρίσκει καμία διαφορά ανάμεσα στον εκπρόσωπο της Κεντροδεξιάς τον Ζακ Σιράκ και της Κεντροαριστεράς τον Λιονέλ Ζοσπέν. Το 77%! Και επειδή αρνούμαι να δεχθώ ότι το 77% των Γάλλων είναι ηλίθιοι και δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, προφανώς θα σημαίνει κάτι άλλο.
Και αυτό που συμβαίνει –νομίζω- μας κάνει να αναζητήσουμε εκείνο που από την αρχή είπα. Ότι πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι επιτέλους αυτός ο εκσυγχρονισμός! Δεν μπορεί να ίπταται από πάνω σαν μία ιδέα που τα βάζει όλα στο ίδιο τσουβάλι και είτε με τη μία είτε με την άλλη πλευρά, το ίδιο φαγητό φτιάχνουμε.
Το ερώτημα λοιπόν είναι: Αυτός ο εκσυγχρονισμός τι κάνει τελικά; Υπερβαίνει την παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή; Την καθιστά επίκαιρη; Ή την εντάσσει στη νέα κοινωνία που ζούμε τώρα; Κατ’ αρχάς δεν είναι εύκολη η απάντηση. Δεν περίμενα να τη δώσει τελεσίδικα ο Γιώργος Πανταγιάς. Γιατί την ψάχνουν και μερικά εκατομμύρια άνθρωποι ακόμη σε ολόκληρη την Ευρώπη και νομίζω θα την ψάχνουμε για αρκετά χρόνια.
Θεωρώ όμως ότι ο προβληματισμός του Γιώργου Πανταγιά μας πηγαίνει δύο βήματα παρακάτω. Διότι επίσης τείνω να πιστέψω ότι οι διαχωριστικές γραμμές, ξέρετε, δεν εξαγγέλλονται. Προσδιορίζονται και αποδεικνύονται. Και άλλωστε δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτές, γιατί χωρίς αυτές δεν υπάρχει πολιτική.
Ο Γιώργος Πανταγιάς δίνει μεγάλη έμφαση στην κρίση φυσιογνωμίας της Νέας Δημοκρατίας και έχει απόλυτο δίκιο. Θα έλεγα, δίνει λίγο λιγότερη έμφαση στην κρίση φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ, αλλά και αυτό είναι κατανοητό. Αλλά και πάλι δεν υπάρχει μονομερής κρίση. Δεν υπάρχει μισή κρίση στην πολιτική. Η πολιτική πάσχει ολόκληρη. Αποκλείεται να πάσχει μισή-μισή.
Ένα άλλο σημείο στο οποίο εγώ θα έδινα μεγάλη σημασία -και εκεί θα διαφωνήσω μαζί του- είναι στην ανάγκη του οραματικού λόγου. Λέει σε μια στιγμή μέσα τι μπορεί να είναι εκσυγχρονισμός. Εκσυγχρονισμός λέει δεν μπορεί να είναι πλειοδοσία οραματικού λόγου. Νομίζω καταλαβαίνω τη σκέψη του, αλλά δεν είναι ακριβώς όπως το λέει. Εκείνο που ενδεχομένως απορρίπτει ο Γιώργος είναι ο εξαγγελτικός λόγος.
Είναι αυτό που είπε προηγουμένως η κυρία Διαμαντοπούλου, ότι τελικά έχουν ειπωθεί όλα. Αυτό ναι, ο εξαγγελτικός λόγος. Οραματικός όμως; Πως μπορείς να ανασυνθέσεις μία ολόκληρη παράταξη, όπως προτείνει ο Γιώργος Πανταγιάς σε πολλές σελίδες του βιβλίου του, χωρίς να επαν-ενσωματώσεις μέσα στην προβληματική της ένα νέο οραματικό λόγο. Κυρίως όταν η συγκεκριμένη παράταξη έχει μάθει επί δεκαετίες, επί έναν αιώνα σχεδόν, να υπάρχει ως παράταξη του οραματικού λόγου. Δεν μπορείς να την ανασυνθέσεις βγάζοντας απ’ έξω το όραμα. Μπορείς να το κάνεις επίκαιρο. Μπορείς να το κάνεις πιο κατανοητό. Να το εκσυγχρονίσεις – για να πω μια έκφραση η οποία έχει ειπωθεί πολύ και θα ειπωθεί ακόμα. Να το δεχθώ. Δεν μπορείς όμως να το αποκλείσεις.
Και θα έλεγα ότι αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο ελάττωμα του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα -κυρίως στην Ελλάδα για ειδικούς λόγους που ενδεχομένως θα μπορούσαμε κάποια στιγμή να κουβεντιάσουμε-, ότι έχει βγάλει από πάνω του την οραματική διάσταση. Δεν ενέπνευσε. Δεν ενθουσίασε. Δεν έπεισε τον κόσμο ότι είναι κάτι παραπάνω –που όντως είναι- από μία διαχείριση. Σας είπα και προηγουμένως ότι αυτοί οι προβληματισμοί, τους οποίους ο Γιώργος Πανταγιάς με πολλή εντιμότητα διατυπώνει στο βιβλίο του, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικοί και πώς θα μπορούσαν να ήταν.
Ο δεύτερος κίνδυνος –είπα ότι ο πρώτος είναι να φτάσουμε σε μία πλήρη καταδίκη του οραματικού λόγου, θέλοντας να απορρίψουμε τον εξαγγελτικό– είναι να καταλήξουμε στην κοινοτοπία. Ο Γιώργος δίνει ένα ωραίο παράδειγμα. Δεν το χαρακτηρίζει κοινοτοπία, μπορώ να το χαρακτηρίσω εγώ όμως. Του «μεγάλου» αυτού Ιταλού «διανοητή» και πολιτικού, του Μάσιμου Ντ’ Αλέμα, ο οποίος λέει το εξής απίστευτο! Λέει τι είναι ο εκσυγχρονισμός: Να συνδυάσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη με την οικονομική ανάπτυξη! Νομίζω ότι οι διακόσες χιλιάδες πολιτικοί στην Ευρώπη όλων των παρατάξεων εάν ερωτηθούν, θα πουν ακριβώς το ίδιο πράγμα, ότι αυτό που κάνουν είναι κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομική ανάπτυξη.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να ηγείσαι της ιταλικής Αριστεράς, για να φανταστείς, για να σκεφτείς αυτό το «περίφημο» επιχείρημα. Και πολύ ωραία τους τα είπε και ο σκηνοθέτης Μορέτι και τους εξύβρισε, προκαλώντας τους: «Επιτέλους, πείτε κάτι αριστερό!» Η κοινοτοπία όμως δεν είναι ίδιον των Ιταλών και προφανώς όχι όλων των υπολοίπων. Είναι ένα δείγμα αμηχανίας. Και η αμηχανία προκύπτει –και επιστρέφω στο αρχικό ερώτημα που έθεσα– από την απουσία ουσιαστικής απάντησης στο ερώτημα: Τι θέλουμε να κάνουμε;
Μόνο όταν αποσαφηνίσει η Κεντροαριστερά, η Κεντροδεξιά, το Κεντρο-κέντρο, το Αριστεροκέντρο και το Δεξιοκέντρο, τι θέλει να κάνει μ’ αυτή την κοινωνία, που θέλει να την πάει, τότε νομίζω ότι θα μπορέσει να δώσει μια απάντηση. Και εκεί θα διαφωνήσω για τελευταία φορά με τον κ. Μουζέλη -ας μου το επιτρέψει. Η απάντηση δεν νομίζω ότι είναι η Κοινωνία των Πολιτών. Τουλάχιστον στην Ελλάδα. Θα έλεγα ότι εννιά στις δέκα φορές που ενεργοποιήθηκε η Κοινωνία των Πολιτών ήταν προς τη συντηρητική κατεύθυνση στην Ελλάδα. Και αυτό είναι το εντυπωσιακό.
Ελπίζω να βρεθεί μια άλλη απάντηση. Δεν είμαι πολιτικός. Δεν είναι η δουλειά μου για τη βρω. Εγώ διαβάζω αυτά που γράφουν οι πολιτικοί και μπορώ και τα κρίνω. Θέλω να πω όμως ότι αυτό το βιβλίο μας έδωσε, μου έδωσε, την ευκαιρία να σκεφτώ πολλά πράγματα και ελπίζω και σε πολλούς άλλους, γιατί ακριβώς έχει την έντιμη ικανότητα να θέτει ωμά τα προβλήματα, όπως τίθενται.
Βιβλιοπαρουσίαση του δημοσιογράφου Γ. Πρετεντέρη στην εκδήλωση στη Στοά του Βιβλίου στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2002