Εφημερίδα Το Βήμα
25 Ιανουαρίου 1998
Στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Γραμματέα του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σκανδαλίδη “Πολιτεία Ανθρώπου, Η Αριστερά στη δίνη της χιλιετίας”, ο Κων/νος Τσουκαλάς, με τον γνωστό απαράμιλλο τρόπο του, μας “πέταξε το γάντι”:
Τι ακριβώς επιδιώκει (ή οφείλει να επιδιώκει) η Αριστερά σήμερα, αναρωτήθηκε. Ένα δικαιότερο ή ένα αποτελεσματικότερο κοινωνικοπολιτικό σύστημα;
Ουδείς, βεβαίως, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είναι δυνατόν να υπάρξει κράτος κοινωνικής δικαιοσύνης χωρίς “την επιτάχυνση της εθνικής αναπτυξιακής επίδοσης”, χωρίς ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας. Αλλού, λοιπόν, βρίσκεται το κρίσιμο ερώτημα: αν, δηλαδή, είναι δυνατόν να πετύχουμε (ή να συνδυάσουμε) την οικονομική αποτελεσματικότητα (ανταγωνιστικότητα) με την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.
Ο Κων/νος Τσουκαλάς μας θυμίζει πως “και αν ακόμα η ανακατανομή πόρων θεωρείται πάντοτε αναγκαία, το κρίσιμο ερώτημα πόση ανακατανομή θα πρέπει να γίνει ή πόση ανισότητα είναι κοινωνικά αποδεκτή, δεν θα απαντηθεί με βάση μια φιλοσοφική στάθμιση των ανεκτών ορίων αθλιότητας, αλλά με βάση έναν πραγματικό υπολογισμό της αντοχής της οικονομίας. Μιας οικονομίας, όμως, που η πορεία της επικαθορίζεται από την υπερεθνική της ανταγωνιστικότητα και τους αδήριτους μηχανισμούς της”.(1)
Αυτούς τους μηχανισμούς ο Κ. Τσουκαλάς τους αποδίδει στην “κηδεμόνευση του παγκόσμιου ορθολογικού παράδοξου”. Και το παράδοξο δεν είναι άλλο από τις συνεχώς αποκλίνουσες τροχιές “οικονομικής ανάπτυξης” και “κοινωνικής ευημερίας”. Πρόκειται, λοιπόν, σύμφωνα με τον Κ. Τσουκαλά, για ένα αξιακό αδιέξοδο.
Αυτές οι αξιακές (κατά τον Κ. Τσουκαλά) αντινομίες στηρίζονται, κατά την ταπεινή μας γνώμη, σ’ έναν υπαρκτότατο και ορθολογικότατο νόμο. Είναι, πράγματι, “αξιακές”, αλλά με τη δεύτερη (την οικονομική) σημασιολογική απόδοση του όρου! Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αυτόν τον νόμο, η διανομή (ή αναδιανομή) π.χ. ενός δισ. σε δύο χιλιάδες (ή περισσότερες) οικογένειες, μετατρέπει αυτό το “χρηματικό κεφάλαιο” σε καταναλωτική (μη παραγωγική) δαπάνη, ενώ, αντιθέτως, η μη διανομή του το καθιστά (τουλάχιστον εν δυνάμει) πηγή νέου πλούτου!
Το δίλημμα, επομένως, αφορά την ίδια τη φύση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, το οποίο αρχικώς επεδίωξε να το λύσει με την αύξηση του εργάσιμου χρόνου ή και τη μείωση του εργατικού κόστους (απόλυτη υπεραξία) και αργότερα με την αύξηση της παραγωγικότητας (σχετική υπεραξία).
Σήμερα, πλέον, μπορούμε, με κάθε βεβαιότητα, να πούμε πως ανεπτυγμένα κράτη δεν είναι αυτά που διαθέτουν φθηνή εργατική δύναμη ή φθηνές πρώτες ύλες, αλλά εκείνα με την υψηλή παραγωγικότητα (και σχετική υπεραξία).
Παραδόξως (;) εκεί όπου η εκμετάλλευση είναι μεγαλύτερη, εκεί και οι μισθοί είναι υψηλότεροι! Βεβαίως, και μ’ αυτό επιστρέφουμε στη δική μας πραγματικότητα, για να ισχύσουν όλα αυτά, πρέπει αυτός ο ορθολογικότατος (και κατ’ άλλους, μισητότατος) νόμος να λειτουργεί. Λειτουργεί, όμως, στη χώρα; Με άλλα λόγια, εξακολουθεί ο νόμος της αξίας να είναι ένας οικονομικός κανόνας ή αντίθετα, έχει, σε μεγάλο βαθμό, διαστρεβλωθεί, λόγω των πολυποίκιλων εσωτερικών πολιτικών επικαθορισμών;
Τα εμπορεύματα, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρηματίες αμείβονται με βάση την οικονομική τους αξία ή με βάση την πολιτική τους “υπεραξία”; Ο Κ. Σημίτης, σ’ αυτή εδώ την εφημερίδα, στις 6/3/1988, αναλύοντας το “συντεχνιακό φαινόμενο” σημείωνε: “Το παρεμβατικό κράτος δημιουργεί εισοδήματα διάφορων μορφών, επιπρόσθετα εκείνων που προκύπτουν από την ατομική εργασία στα πλαίσια της αγοράς”. Επίσης, “οι (διάφορες) ανάγκες δεν αναγνωρίζονται.. (με βάση κάποιο οικονομικό ή κοινωνικό κριτήριο), αλλά προσδιορίζονται από την πολιτική βούληση των ανταγωνιζόμενων ομάδων με βάση τις ειδικές επιδιώξεις και την ισχύ της καθεμιάς”. (2)
Νομίζουμε, λοιπόν, πως μια νέα, ορθολογικότερη, αποτελεσματικότερη και -φυσικά- κοινωνικά δικαιότερη ανακατανομή είναι (θεωρητικά τουλάχιστον) εφικτή. (Δικαιότερη-σύμφωνα με τον κανόνα “στο καθένα σύμφωνα με την προσφορά του”…)
Βεβαίως, για να καταστεί το θεωρητικά εφικτό και πολιτικά πραγματοποιήσιμο είναι αναγκαία μια νέα πολιτική συμμαχία των δυνάμεων της εργασίας ενάντια στο αρχιπέλαγος των σφετεριστών του κοινωνικού προϊόντος και των πολιτικών τους εκπροσώπων, που δεν είναι βέβαιο ότι στο σύνολό τους βρίσκονται εκτός της Αριστεράς…Το αντίθετο, θα λέγαμε. Ορισμένοι “ανδρώθηκαν” πολιτικά μεσολαβώντας και προωθώντας τέτοια συμφέροντα. Φθάσαμε δε στο σημείο η υπεράσπιση κάθε τι παρασιτικού, κρατικοδίαιτου, αντιπαραγωγικού να βαφτίζεται “αριστερή πολιτική”, “κοινωνικό πρόσωπο”, κλπ.
Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς “πόση” οικονομική “αξία” πληρώνει “αυτό” το κοινωνικοπολιτικό σύστημα για την αναπαραγωγή – διατήρηση των συντεχνιακών, αντι-οικονομικών, άδικων δομών του;
Επομένως το δίλημμα δικαιότερο ή αποτελεσματικότερο σύστημα μπορεί να επαναδιατυπωθεί ως εξής: ένα σύστημα παραγωγικό, αποτελεσματικό οικονομικά ή ένα σύστημα πολιτικών συμβιβασμών χάριν της σημερινής ισορροπίας; Σ’ αυτό το δίλημμα, κατά τη γνώμη μας, καλείται να απαντήσει το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. Άλλωστε “η ένταξη στη διεθνή οικονομία επιτείνει όχι μόνο τον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων, αλλά και το ανταγωνισμό των συστημάτων”.(3) Ανταγωνιστικό σύστημα, λοιπόν, δεν είναι το άδικο ή το δίκαιο, αλλά το παραγωγικά οργανωμένο, που δεν σπαταλά τους αναπτυξιακούς του πόρους πελατειακά για την αναπαραγωγή της “μικρομεσαίας μιζέριας”.
Μικρομεσαία μιζέρια ονομάζουμε την πολιτική και οικονομική υπερτροφία των επαγγελματιών της …μεσολάβησης. Την πολιτική συντήρησης -ενίσχυσης, αντιπαραγωγικών, παρασιτικών κοινωνικών μερίδων, στο όνομα, δήθεν, της υπεράσπισης των δυνάμεων εργασίας, των αδυνάτων, του λαού και των μη-προνομιούχων.
‘Εχουμε -τα τελευταία χρόνια- “χορτάσει” από “μεγάλα λόγια” και “αριστερούς των προθέσεων”. ‘Ομως, οι περισσότεροι τουλάχιστον γνωρίζουν πού οδηγεί ο δρόμος που είναι στρωμένος μόνο με καλές προθέσεις. Δίπλα μας και συχνά “κάτω απ’ τα μάτια μας” δημιουργείται μέρα με τη μέρα ένα είδος νέας παγκόσμιας “Τρίτης Τάξης” που μπορεί -ίσως- δυνητικά ν’ αποτελέσει τον πυρήνα μιας νέας ελπιδοφόρας κοινωνικής σύνθεσης. Αυτή η Τάξη διαθέτει πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά: αφενός εκτείνεται και στους δύο πόλους της σημερινής κοινωνικής πυραμίδας (ξεκινά από τον αντιεξουσιαστή Χάκερ και φτάνει στον μάνατζερ δημιουργίας και πώλησης λογισμικού), αφ’ ετέρου τα πλεονεκτήματά της “εντοπίζονται στην ανάπτυξη των πνευματικών ικανοτήτων της εργασίας (διαμόρφωση εννοιών, συμβολισμός, πληροφόρηση, επικοινωνία).(4)
Κεφάλαιο και εργατική δύναμη σ’ αυτή την Τάξη συνενώνονται σε μια έννοια: ΓΝΩΣΗ. Είναι, ασφαλώς, αρκετά νωρίς για τελικές κρίσεις. ‘Ομως, από εδώ θα ξεκινήσει η νέα μεγάλη σύνθεση που ίσως αχρηστεύσει τις παλιές μανιχαϊστικές αντιθέσεις.
Πέρα, λοιπόν, από το βάρβαρο ρεαλισμό της νεοφιλελεύθερης δεξιάς και τον αδιέξοδο αυτοκαταστροφικό λαϊκισμό αυτής της παραδοσιακής Αριστεράς, όπως έγραφε στις σελίδες της εφημερίδας ο Ν. Μουζέλης, οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς πρέπει να αναζητήσουν νέες λύσεις.
Πολύ πριν, λοιπόν, το τελικό ερώτημα “τι είδους κοινωνικό σύστημα επιδιώκουμε” (η απάντηση στο οποίο, όπως ορθώς αποδέχεται ο Κ. Τσουκαλάς, θα δοθεί όχι σε εθνική, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα) ας φροντίσουμε ν’ αποκτήσουμε … σύστημα. Αρκετά ταλαιπωρήσαμε την άμοιρη τη γάτα με το τι χρώμα θα την μπογιατίσουμε: ας την αφήσουμε επιτέλους να πιάσει όσα ποντίκια μπορεί.
Σε μια χώρα σαν τη δική μας ακόμη και ο καπιταλισμός είναι προτιμότερος από το … τίποτα!