Του Φώτη Γεωργελέ*
Έxoυν περάσει αρκετά χρόνια από την προηγούµενη καταστροφική δεκαετία. Οι µισθοί ανεβαίνουν ξανά, η ανεργία µειώνεται, ο τουρισµός σπάει το ένα ρεκόρ µετά το άλλο. Ωστόσο το κλίµα είναι περίεργο, παρόλο που τα αναγνωρίζει όλα αυτά, η Ελλάδα δυσφορεί. Είναι απαισιόδοξη, δεν ξέρει τι να περιµένει. Στα γκάλοπ απαντάει ότι δεν βαδίζουµε στον σωστό δρόµο. Κάτι της φταίει. Το χειρότερο είναι ότι δεν ξέρει καν τι της φταίει.
Αυτό που της φταίει λέγεται τέλος του πελατειακού κράτους.
Αν ρωτήσεις τους συµπολίτες µας που ψήφισαν ηρωικά Όχι στο δηµοψήφισµα του 2015 τι συµπέρασµα έβγαλαν από την περιπέτεια της χρεοκοπίας, το πιθανότερο είναι ότι η µεγάλη πλειοψηφία θα επαναλάβει απλώς την επίσηµη κυβερνητική εκδοχή εκείνης της εποχής: Είχαµε αυταπάτες, πιστέψαµε ότι µπορούσαµε να νικήσουµε. Το συµπέρασµα δηλαδή δεν είναι ότι αυτό που απαιτούσαµε τότε ήταν η επιλογή της στασιµότητας, η επιλογή των βολεµένων που υπερασπίζονταν το χρεωκοπηµένο σύστηµα και δεν ήθελαν να αλλάξει τίποτα. Αλλά ότι, όπως πάντα, είχαµε δίκιο απλώς οι «εχθροί» ήταν ισχυρότεροι γι’ αυτό ο «ηρωικός και πάντα προδοµένος λαός» τελικά έχασε. Με συνέπεια ως κοινωνία να µην έχουµε βγάλει τα σωστά συµπεράσµατα, ούτε γιατί χρεοκοπήσαµε ούτε πώς να ξεπεράσουµε τη χρεοκοπία. Να µην ξέρουµε τι πρέπει να αλλάξει, να µην ξέρουµε καν ότι πρέπει κάτι να αλλάξει.
Το συµπέρασµα που βγάλαµε από εκείνη την εποχή ήταν ότι απλώς κάποιοι ανεδαφικοί, ανερµάτιστοι ροµαντικοί έλεγαν πράγµατα που δεν µπορούσαν να κάνουν. Και όχι ότι τα πράγµατα που έλεγαν ήταν οπισθοδροµικά, αντίθετα µε το συµφέρον της κοινωνίας. Ως αποτέλεσµα, ακόµα και 10 χρόνια µετά, η κοινωνία µας δυσφορεί, εξοργίζεται, µελαγχολεί µπροστά στα ίδια πάντα προβλήµατα, χωρίς να µπορεί να τα εξηγήσει, χωρίς να µπορεί να κάνει το επόµενο βήµα, χωρίς µε άλλα λόγια η µεταρρυθµιστική συνείδηση να γίνει πλειοψηφική.
Έτσι κάπως φτάσαµε στο υψηλότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης και δεύτερου εξοχικού σπιτιού. Με καταπατήσεις δηµόσιας γης, αυθαίρετη δόµηση, νοµιµοποίηση αυθαιρέτων, Κτηµατολόγιο και ∆ασικούς Χάρτες που ποτέ δεν ολοκληρώνονται. Έτσι, µητέρες ανηλίκων τέκνων στα 45 τους και εργαζόµενοι των ∆ΕΚΟ στα 52 έβγαιναν στη σύνταξη στην πιο παραγωγική τους ηλικία, µετατρεπόµενοι σε εισοδηµατίες του ∆ηµοσίου, µε αποτέλεσµα το υψηλότερο ποσοστό δηµόσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης στην Ευρώπη. Κάπως έτσι, µε φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή, ελάχιστα τεκµήρια, φοροαπαλλαγές, οριζόντια επιδόµατα, όλοι σχεδόν είχαν «τον τρόπο τους» σ’ αυτή τη χώρα, ανεξήγητα αλλά πραγµατικά. Οι «απέξω» από το πάρτι… ας πρόσεχαν.
Τα πελατειακά δίκτυα πάντα υπάρχουν, αλλά πια είναι πολύ πιο στενός ο κύκλος των πελατών
Τα λεφτά κάποτε τελείωσαν, δεν φτάνουν πια για την πλατιά διανοµή της προηγούµενης περιόδου. Τα δανεικά είναι λιγότερα, τα πελατειακά δίκτυα πάντα υπάρχουν, αλλά πια είναι πολύ πιο στενός ο κύκλος των πελατών. Και δεν είναι µόνο ότι οι πρόσοδοι ξαφνικά µειωθήκαν, ότι οι insiders γίνονται όλο και λιγότεροι. Η ελληνική κοινωνία ανακαλύπτει καθυστερηµένα ότι και η οργάνωση της κρατικής µηχανής «µπάζει» από παντού. Και δεν παίρνουµε σύνταξη στα πενήντα, και δεν έχουµε συγκοινωνίες.
Το οικονοµικό µοντέλο, που µέχρι τώρα παρείχε ευκαιρίες χρηµατοδοτούµενες από τα κρατικά δάνεια, πλέον κινείται σε χαµηλή τροχιά. Τα πανεπιστήµια δεν βγάζουν πτυχιούχους µε εφόδια για την πραγµατική οικονοµία. Κατασκευάζεται τώρα µια γραµµή µετρό σχεδόν 25 χρόνια µετά τις πρώτες δύο γραµµές του Σηµίτη. Το µετρό της Θεσσαλονίκης ξεκίνησε προχθές, χρειάστηκαν 37 χρόνια µέχρι να παραδοθεί. Συζητάµε πότε θα ξεκινήσει ο ΒΟΑΚ στην Κρήτη. Πότε θα τελειώσει η εθνική οδός Πάτρας-Πύργου. Η υποθαλάσσια σύνδεση ενέργειας µε την Κρήτη. Ο σωλήνας ύδρευσης στην Αίγινα. Μιλάµε δηλαδή για έργα που στην Ευρώπη έγιναν τον προηγούµενο αιώνα. Δακρύζουµε και θυµώνουµε όλοι για τα δυστυχήµατα, τραγουδάµε στις συναυλίες για τα Τέµπη, χωρίς να ξέρουµε τι φταίει, γινόµαστε εύκολα θύµατα κάθε λαϊκιστή. Εδώ βρισκόµαστε τώρα.
Η ελληνική κοινωνία ζει ανάµεσα σε δύο ιστορικές φάσεις. Στο πελατειακό κράτος της µεταπολίτευσης, που χρεοκόπησε, και στην επόµενη µέρα, την οποία το πελατειακό κράτος χωρίς τα δανεικά δεν µπορεί να χρηµατοδοτήσει πια.
Η «Κανονικότητα» που διαδέχτηκε την Κρίση, τώρα πια δεν επαρκεί.
Θα επανεφεύρει τον εαυτό της, θα δηµιουργήσει από µόνη της τον πλούτο και την ευηµερία που της λείπει ή θα συµβιβαστεί µε µια ζωή χαµηλών προσδοκιών και στασιµότητας; Ξέρει ότι θέλει κάτι παραπάνω από αυτή τη ζωή που ζούµε. Δεν ξέρει όµως πώς να το επιτύχει. Δεν ξέρει ότι για να το επιτύχει χρειάζεται να αµφισβητήσει όσα έκανε µέχρι τώρα, ότι χρειάζεται να αλλάξει παγιωµένες πρακτικές δεκαετιών.
Οι χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, που πριν από τρεις δεκαετίες ήταν κατεστραµµένα τοπία, εκσυγχρονίζονται µε τόσο ταχείς ρυθµούς, που έχουν σχεδόν όλες περάσει την Ελλάδα. Από το 2004, που έλεγαν για την Ελλάδα ότι είναι «Η Αµερική των Βαλκάνιων», µοιάζει να έχει περάσει ένας αιώνας· οι άλλοι επιτάχυναν, εµείς δεν µπορούµε να ξεκολλήσουµε. Οι λαϊκιστές δεξιοί ή αριστεροί, αντιδραστικοί πάντα, θρηνούν τον χαµένο ιδιωτικό πλούτο του πελατειακού κράτους και συγχρόνως αντιστέκονται σε κάθε αλλαγή. Οι οργανικοί διανοούµενοι, αυτή η «προοδευτική» εµπροσθοφυλακή της ακινησίας, δίνουν µάχες, «έχει περάσει πια η εποχή των µεταρρυθµίσεων» γράφουν, «δεν ζούµε στην περίοδο του εκσυγχρονισµού, αλλά στην εποχή των ταυτοτήτων και των αποκλεισµών». Να µην αλλάξει τίποτα, η µόνιµη δεξιά και αριστερή επωδός.
Το έχουµε πια καταλάβει. Μπήκαµε σε µια εποχή δύσκολη, επικίνδυνη, πολλά από όσα θεωρούσαµε δεδοµένα καταρρέουν µπροστά στα µάτια µας. Θα επιβιώσουν αυτοί που κατανοούν τους καιρούς, αυτοί που έχουν ανθεκτικότητα, αυτοί που µπορούν να δηµιουργήσουν το µέλλον τους. Οι χώρες του πλανήτη εργάζονται πυρετωδώς για να µετασχηµατιστούν, να προλάβουν τη µετάβαση στην ψηφιακή οικονοµία, έχουν ήδη αρχίσει να ξεχωρίζουν ποιοι θα είναι οι πρωταγωνιστές του 21ου αιώνα και ποιοι οι χαµένοι. Και στην Ελλάδα οι περισσότερες πολιτικές δυνάµεις προσπαθούν να παρατείνουν τον 20ό.
Μπορούµε όµως να λέµε ακόµα «Όχι στην αξιοκρατία, όχι στην αξιολόγηση», αλλά να ζητάµε να δουλεύει καλύτερα το κράτος; Μπορούµε να λέµε «Όχι στην ανεργία των νέων», αλλά να ζητάµε να µην αλλάξει τίποτα στα πανεπιστήµια, να συζητάµε το 2025 προβλήµατα του 1970, την πανεπιστηµιακή αστυνοµία και τις καταλήψεις; Μπορούµε να λέµε «Όχι στους χαµηλούς µισθούς», αλλά να είµαστε αντίθετοι σε κάθε αλλαγή που εκσυγχρονίζει το παραγωγικό µοντέλο;
Πριν από λίγες µέρες έκλεισαν 137 περιττά στρατόπεδα. Χρειάστηκαν 15 χρόνια. Θα µπουν κάµερες στους δρόµους. Χρειάστηκαν 30 χρόνια. Ξεκίνησε το Μετρό Θεσσαλονίκης. Χρειάστηκαν 37 χρόνια. Οι καθυστερήσεις αυτές δεν έγιναν τυχαία, δεν ήταν φυσικά φαινόµενα. Κάποιοι έδωσαν µάχες για να µην προχωρήσει τίποτα. Ξέρουµε εδώ και δεκαετίες ότι τα πανεπιστήµια παράγωγης πτυχίων κατάλληλων για µοριοδότηση δηµοσίων υπαλλήλων είναι άχρηστα σ’ αυτή την εποχή. Ξέρουµε ότι το θέµα δεν είναι να έχουµε πολλά νοσοκοµεία, µε ποσοστό θνησιµότητας στην πανδηµία τεράστιο, αλλά λιγότερα και καλά εξοπλισµένα. Λιγότερους διευθυντές κλινικών και περισσότερους νοσηλευτές. Λιγότερους στρατηγούς και περισσότερα σύγχρονα όπλα. Ξέρουµε ότι, στην περίπλοκη εποχή µας, οι δηµόσιοι λειτουργοί πρέπει να είναι άνθρωποι µε υψηλή κατάρτιση και ανεπτυγµένο αίσθηµα ευθύνης και όχι τα διορισµένα «δικά µας παιδιά».
Μιλάνε πάντα για παροχές, όχι για επιλογές. Και ποτέ για δύσκολες επιλογές.
Σε κάθε σηµείο της κρατικής µηχανής και σε κάθε τοµέα της οικονοµικής δραστηριότητας απαιτούνται γρήγορες αλλαγές για να προλάβουµε την εποχή της ψηφιακής οικονοµίας. Αυτό το προφανές λείπει από τον δηµόσιο διάλογο. Τα κόµµατα διαγωνίζονται ποιο είναι πιο «φίλος του λαού», ποιο θα δώσει περισσότερες αυξήσεις και επιδόµατα. Αν προσέξεις, στα τηλεοπτικά πάνελ µιλούν συνέχεια για λεφτά, όχι για πολιτικές προτάσεις. Μιλάνε πάντα για παροχές, όχι για επιλογές. Και ποτέ για δύσκολες επιλογές.
Η ελληνική κοινωνία είναι δύσθυµη και αυτό είναι καλό σηµάδι, γιατί δείχνει ότι δεν έχει συµβιβαστεί µε την ιδέα ενός µέλλοντος χαµηλών προσδοκιών. Δεν ξέρει όµως ακόµα ποιοι την κρατάνε καθηλωµένη στην προηγούµενη φάση, δεν ξέρει ότι οι λαϊκιστές κάθε χρώµατος, που την κολακεύουν και προτείνουν την «Αντίσταση» σε κάθε τι καινούργιο, είναι οι υπεύθυνοι της δυσφορίας της. Από το «Όπισθεν ολοταχώς» των θρησκευτικών ταγών ως την «Αντίσταση στο µέλλον» της αριστερής εκδοχής του ελληνικού συντηρητισµού, η κυρίαρχη ιδεολογία της χώρας αποστρέφεται την πρόοδο.
Αν θέλουµε κάτι πραγµατικά παραπάνω, αν θέλουµε µια άλλη χώρα, αυτό προϋποθέτει όραµα και εθνικό στόχο. Ο οποίος δεν µπορεί να είναι άλλος από την Ελλάδα του ψηφιακού 21ου αιώνα. Αυτό όµως δεν είναι σύνθηµα, απαιτεί ένα σοκ άµεσων αλλαγών παντού. Θα βρούµε ως κοινωνία τον χαµένο νεανικό δυναµισµό για να ξεφύγουµε από την καθησυχαστική έλξη της ακινησίας; Αυτό δεν το ξέρω.
* Εκδότης Athens Voice