Του Γιώργου Πανταγιά
To Κυπριακό είναι η αντοχή των εθνικισμών στον χρόνο. Η αδυναμία επίλυσής του, το επιβεβαιώνει. Οι εθνικοί εγωισμοί και ναρκισσισμοί, κρατούν ζωντανό το τείχος της διαίρεσης. Ο εξοβελισμός της αλήθειας και του ρεαλισμού, καθιστά το πρόβλημα της Κύπρου ανεπίλυτο. Η συντήρησή του στο διηνεκές, ανατροφοδοτεί φαντασιώσεις, εμμονές, αντιπαλότητα ακόμη και εχθροπάθεια. Οι τραγωδίες και τα τραύματα αξιοποιούνται για την προώθηση ανομολόγητων επιδιώξεων.
Οι γέφυρες επικοινωνίας που είχαν κτιστεί μεταξύ των δύο κοινοτήτων, με πολλές προσπάθειες, έχουν σχεδόν κοπεί. Το πρόταγμα της συνύπαρξης, χάνει συνεχώς έδαφος. Οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί που την αντιστρατεύονται, βρίσκονται στο Βορρά και στο Νότο και έχουν ονοματεπώνυμο. Η περιχαράκωση και η αναδίπλωση, συνιστούν πραγματικότητα.
Και το κυριότερο, η αποτελμάτωση του Κυπριακού βαθαίνει περαιτέρω το ρήγμα. Η αποξένωση των δύο κοινοτήτων έχει ενισχυθεί. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η μη επανεκλογή του Τουρκοκύπριου πρώην Ευρωβουλευτή του ΑΚΕΛ, Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, μολονότι το κόμμα αυτό εμφανίζεται σήμερα υπέρμαχο της επανένωσης της Κύπρου.
Ο κρίκος των χαμένων ευκαιριών, καταγράφεται στο συλλογικό υποσυνείδητο Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ως ένας δυσεπίλυτος γρίφος. Η μνήμη και η λήθη θα συγκρούονται διαρκώς με το σύνδρομο της ήττας, αλλά και τις άτοπες προσδοκίες. Το βέβαιο είναι, πως όταν τα βιώματα εξαντλούνται, το μόνο που μένει είναι μια μελαγχολική αποτύπωση για κάτι που μπορεί να υπήρξε ή ουσιαστικά να μην υπήρξε ποτέ.
Τα προβλήματα τα οποία δημιουργήθηκαν το 1963, μετά την πρόταση του Μακάριου για την τροποποίηση των 13 σημείων του Συντάγματος, πυροδότησαν ανεξέλεγκτες αντιδράσεις. Οι πληγές που άνοιξε η τουρκική εισβολή τον Ιούλιο του 1974, δύσκολα γιατρεύονται. Η αλήθεια είναι ότι οι νεότερες γενιές των Ελληνοκυπρίων, δεν έχουν βιώσει τις οδυνηρές παραστάσεις. Ούτε έχουν εμπειρίες συνύπαρξης με τους Τουρκοκυπρίους, όπως συνέβαινε με τις προηγούμενες γενιές. Εύλογο είναι στο «Δεν ξεχνώ», να προσδίδουν μια άλλη διάσταση Το γεγονός ότι η πλειονότητά τους, όπως δείχνουν οι έρευνες, δυσκολεύεται να αποδεχθεί την ανάγκη συνύπαρξης, αναμφίβολα κάτι σημαίνει. Πρόκειται απλώς για απογοήτευση ή υποκρύπτει κάποιες άλλες επιθυμίες;
Πάντως το σίγουρο είναι ότι οι ατέρμονες συζητήσεις επί των πρωτοβουλιών που ανέπτυξαν κατά καιρούς τα Ηνωμένα Έθνη, προκάλεσαν αναμονές οι οποίες στη συνέχεια εξανεμίστηκαν. Οι ιδέες του Μπούτρος Γκάλι το 1992, το Σχέδιο Ανάν το 2004, το πλαίσιο Γουντέρες το 2017, δεν βρήκαν την απαιτούμενη ανταπόκριση. Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες οδηγήθηκαν σε ναυάγιο.
Ακόμη και το μεγάλο κεκτημένο της Συμφωνίας του Ελσίνκι το 1999, που πέτυχαν με οξύνοια και επιδεξιότητα οι χειρισμοί του Έλληνα Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη σε συνεργασία με τον αείμνηστο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκο Κληρίδη, υπονομεύθηκε από τους θιασώτες του δόγματος, « Η μη λύση του Κυπριακού, είναι καλύτερη από την οποιαδήποτε λύση».
Το περιώνυμο αυτό δόγμα υπηρέτησαν με επιμονή, ο Σπύρος Κυπριανού, ο Τάσος Παπαδόπουλος, ο Δημήτρης Χριστόφιας, ο Νίκος Αναστασιάδης καθώς και ο Κώστας Καραμανλής. Απεναντίας φωτεινές εξαιρέσεις ήταν ο Γιώργος Βασιλείου, ο Γλαύκος Κληρίδης και ο αρχιτέκτονας της ένταξης της Μεγαλονήσου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Κώστας Σημίτης. Αποκαλυπτικό είναι ότι τη μοναδική φορά που η Κύπρος απεξαρτήθηκε από τις δυνάμεις της αδράνειας, της αναβλητικότητας, ακόμη και των εθνικιστικών εμμονών, πέτυχε χάρη της Συμφωνίας του Ελσίνκι το απροσδόκητο: Τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Εντούτοις με τα όσα στη συνέχεια ακολούθησαν, ιδιαίτερα έπειτα από την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, υπέσκαψαν σημαντικά το ευνοϊκό κλίμα που είχε δημιουργηθεί από την κατάλυση των οδοφραγμάτων, την περίοδο 2003-2004. Αν οι Ελληνοκύπριοι δεν το είχαν καταψηφίσει με ποσοστό μάλιστα 76%, σήμερα με βάση το χρονοδιάγραμμα που προβλεπόταν, θα είχαν επιστραφεί η Μόρφου και η Αμμόχωστος, θα είχαν αποχωρήσει ο στρατός κατοχής αλλά και ο στρατός των εγγυητριών δυνάμεων. Θα είχαν περιοριστεί οι τούρκοι έποικοι σε 45.000 από 150.000 και πάνω που είναι σήμερα. Το σημαντικότερο, δεν θα υπήρχε τούρκος στρατιώτης στο νησί.
Ωστόσο, ο εθνικισμός του Τάσου Παπαδόπουλου υπήρξε ο ισχυρότερος καταλύτης, συμβάλλοντας δραστικά στην καλλιέργεια απορριπτικών αντιλήψεων. Οι πολιτικές ηγεσίες που τις εξέφρασαν, δεν δίστασαν να ενοχοποιήσουν τους υποστηρικτές της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: Μπόλιασαν την ευρύτερη κοινή γνώμη, ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή με τον φόβο, την ανασφάλεια και τη αβεβαιότητα. Επακόλουθο ήταν η Κύπρος να επανακάμψει στα αδιέξοδα στρατηγήματά της, φροντίζοντας να οχυρωθεί πίσω από την τουρκική επιθετικότητα και αδιαλλαξία.
Με το ναυάγιο των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά το 2017, χάθηκε άλλη μια εξαιρετική ευκαιρία. Η άρνηση των Ν. Αναστασιάδη και του τότε κύπριου υπουργού εξωτερικών Ν. Χριστοδουλίδη, καθώς και του έλληνα ομολόγου του Ν. Κοτζιά, να δεχθούν το πλαίσιο Γκουτέρες, οδήγησε στην κατάρρευση της πρωτοβουλίας του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Ενώ η Τουρκία το αποδεχόταν. Όπως επισημαίνει ο κύπριος ιστορικός Χρυσόστομος Περικλέους, η τουρκική πλευρά συμφωνούσε με την κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεων του 1960 και την αντικατάσταση της, με έναν πολυμερή μηχανισμό ασφάλειας υπό τα Ηνωμένα Έθνη, στον οποίο θα μετείχε και η Τουρκία δίχως δικαίωμα μονομερούς επέμβασης. Δεχόταν επίσης την απομάκρυνση όλων των κατοχικών στρατευμάτων, με παραμονή μόνο των αγημάτων ΕΛΔΥΚ-ΤΟΥΡΔΥΚ (950-650), με επανεξέταση στα δώδεκα χρόνια.
Όμως για άλλη μια φορά οι μαξιμαλισμοί επικράτησαν, διαιωνίζοντας τα αδιέξοδα του Κυπριακού. Ταυτόχρονα άνοιξαν το δρόμο για δυσμενέστερες εξελίξεις. Έτσι άλλωστε μπορούν να ερμηνευτούν τόσο η εκλογική ήττα του προοδευτικού ηγέτη των Τουρκοκυπρίων κ. Μουσταφά Ακιντζί στα κατεχόμενα, όσο και η επικράτηση στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας του κ. Νίκου Χριστοδουλίδη, γνωστού για τις αδιατάρακτες πολιτικές σχέσεις του με τους εκφραστές του απορριπτικού στρατοπέδου.
Μάλιστα οι κυβερνητικοί του εταίροι αντιστρατεύονται ανοιχτά την επίλυση του Κυπριακού, στο πλαίσιο της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Με άλλα λόγια είναι οι κατεξοχήν αντίπαλοι και αρνητές της. Δεν είναι τυχαίο ότι στη διεθνή κοινότητα, επικρατεί η αντίληψη πως ο Ν. Χριστοδουλίδης δεν διακατέχεται από τον διακαή και ειλικρινή πόθο της επίλυσης.
Μετά τα όσα έχουν προηγηθεί, οι συνέπειες των στρατηγημάτων, των τακτικισμών και της αναβλητικότητας, έχουν λειτουργήσει εις βάρος των Ελληνοκυπρίων. Ταυτόχρονα οδηγούν στη διεύρυνση των τουρκικών διεκδικήσεων και απαιτήσεων. Η επανέναρξη των συνομιλιών για την εξεύρεση λύσης, συνδέεται ευθέως με τις διαθέσεις και τις αντιλήψεις που επικρατούν και στις δύο κοινότητες.
Τα καίρια ερωτήματα είναι: Επιθυμούν οι ελληνοκύπριοι τις διαπραγματεύσεις; Είναι πρόθυμοι να δεχθούν μια συμφωνία που θα στηρίζεται στη λογική μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας; Αντιλαμβάνονται τους κινδύνους τουρκοποίησης του βορείου τμήματος και τις επιπτώσεις που θα έχει μια τέτοια εξέλιξη, με χιλιάδες τούρκους εποίκους να κατακλύζουν ολόκληρο το νησί αν δεν επιτευχθεί η επανένωσή του; Στα εύλογα αυτά ερωτήματα, οφείλουν να δώσουν καθαρές απαντήσεις. Διαφορετικά οι προοπτικές που διαγράφονται θα είναι δυσοίωνες.
Η κινητικότητα που αναπτύσσεται τις ημέρες αυτές για το Κυπριακό, έρχεται να δείξει το πραγματικό ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας και πρωτίστως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών καθώς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόθεση του Α. Γκουτέρες να εμπλακεί ξανά στις συνομιλίες για την επίλυσή του, αλλά και η πρόσκληση στον τούρκο υπουργό εξωτερικών Χ. Φιντάν να συμμετάσχει στο άτυπο Συμβούλιο των ΥΠΕΞ της Ε.Ε, είναι αναμφίβολα θετικές εξελίξεις.
Παρόλα αυτά, η Κυπριακή Δημοκρατία, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν δείχνει να έχει μια συγκεκριμένη και εμπροσθοβαρή στρατηγική που θα αποσκοπεί σε μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία και για τις δύο κοινότητες. Η επίκληση της διασύνδεσης του Κυπριακού με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, παραπέμπει σε λογικές τιμωρίας της Τουρκίας. Πρόκειται για επικοινωνιακούς χειρισμούς που αποσκοπούν στην καλλιέργεια εντυπώσεων. Οι τακτικισμοί περισσεύουν, ενώ απουσιάζει η στρατηγική επιλογή που θα στηρίζεται σε παραγωγικές πρωτοβουλίες.
Η προοπτική μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης, δεν νοείται να στηρίζετε σε βερμπαλισμούς και ανέξοδες διακηρύξεις. Ούτε να εξαντλείται στον καταγγελτικό λόγο για την αδιάλλακτη Τουρκία. Πόσο μάλλον να διαπνέεται από την αντίληψη εθνικής ρεβάνς. Απεναντίας χρειάζεται μια νέα στρατηγική που στο επίκεντρο της θα βρίσκεται η ευρωτουρκική ατζέντα, όπως συνέβη με τη συμφωνία του Ελσκίνκι, θέτοντας συγκεκριμένους όρους και επιδιώξεις. Η διασύνδεση του Κυπριακού με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που επιζητεί σήμερα η Λευκωσία, δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη φιλοσοφία του Ελσίνκι. Μάλλον δείχνει αδυναμία κατανόησης της πολιτικής που τότε ακολουθήθηκε, αλλά και εξάρτησης από μυωπικές προσεγγίσεις. Επιπροσθέτως επιβάλλεται η κριτική αποτίμηση των αδιεξόδων που μέχρι τώρα έχουν δημιουργηθεί, υπερβαίνοντας τους ύμνους για τα κατορθώματα και τους θρήνους για τα πάθη.
Όπως πολύ εύστοχα υποστήριξε με ανοιχτή δημόσια επιστολή της, προς τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκύπριους, η απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Μαρία Άνχελα Όλγκιν, «Οι εορτασμοί και τα μνημεία δεν μας υπενθυμίζουν τη δόξα, αλλά την αποτυχία των προσπαθειών για επίτευξη συμφωνίας επανένωσης. Η Κύπρος δεν θα παραμένει παγωμένη στο χρόνο και οι δύο κοινότητες μπορούν να έχουν μια λαμπρή και θετική προοπτική, αν ξεπεράσουν την ιστορία του πόνου». Στην ίδια επιστολή η απεσταλμένη του Γκουτέρες, προτείνει το αυτονόητο: « Να σκεφτούμε διαφορετικά, παραμένοντας πεπεισμένοι πως ένα κοινό μέλλον Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, θα φέρει μεγάλες ευκαιρίες σε όλους τους Κυπρίους»