Του Γιώργου Πανταγιά
Tο καλοκαίρι του 2004, οι Έλληνες ζήσαμε το πιο ευτυχισμένο καλοκαίρι της ζωής μας, τουλάχιστον μέχρι τώρα, υποστήριξε πρόσφατα ο Διονύσης Σαββόπουλος, με αφορμή την συμπλήρωση των 20 χρόνων από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα.
Ο σπουδαίος τραγουδοποιός, συνομιλώντας με τον Ευάγγελο Βενιζέλο στο συνέδριο του κύκλου ιδεών «Η καμπύλη της μεταπολίτευσης 1974-2024», περιέγραψε τα ισχυρά κύματα που διαπέρασαν τη χώρα, δημιουργώντας μεγάλες καμπύλες.
Το πρώτο κύμα ήρθε το 1974, με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, μετά από λίγα χρόνια πέφτει και ξανασηκώνεται δυναμικά το 1981 αυτή τη φορά με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Έπειτα από καιρό υποχωρεί και στη συνέχεια ένα νέο κύμα εμφανίζεται ξανά με τον Κώστα Σημίτη. Αποκορύφωμα, η Ελλάδα που ήταν από τις πιο μικρές χώρες που ανέλαβαν Ολυμπιακούς Αγώνες, να τους πραγματοποιήσει με εξαιρετική επιτυχία.
Η ανάταση, ψυχική και πολιτική, που εμφάνισε η κοινωνία, τις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, εδράζονταν σε αναμονές και προσδοκίες. Και κυρίως στην ανάγκη, μετά από αλλεπάλληλους κύκλους υστέρησης, να πατήσει γερά στα πόδια της, ανακτώντας την χαμένη αυτοπεποίθηση. Με κινούσα ιδέα την ελπίδα, δημιουργήθηκαν οι συνθήκες εκείνες, οι οποίες επέτρεψαν στους πρωταγωνιστές της πολιτικής, να κάνουν πράξη τις μεγάλες τομές και αλλαγές που χρειάζονταν ο τόπος.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ήταν αναμφίβολα μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή της τελευταίας πεντηκονταετίας. Η διοργάνωσή τους υπερέβαινε κατά πολύ τον αθλητικό τους χαρακτήρα. Η ανάδειξή τους σε κορυφαίο στοίχημα της χώρας, συνέβαλλε αποφασιστικά στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης. Και πρωτίστως στην κινητοποίηση όλων εκείνων των δυνάμεων, που πίστεψαν ότι είναι μια μεγάλη ευκαιρία, η Ελλάδα να κερδίσει το χαμένο έδαφος.
Το γεγονός ότι συνέπεσαν με το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού, το οποίο πρέσβευε ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, επέδρασε καταλυτικά στην χρησιμότητα, ακόμη και ωφελιμότητά τους. Με άλλα λόγια συνεισέφεραν στην αξιοποίηση των αναπτυξιακών της δυνατοτήτων. Ενίσχυσαν τους μηχανισμούς ανάπτυξης, εισάγοντας προηγμένη τεχνογνωσία. Έδωσαν πνοή, σε μια ανήμπορη και αποξενωμένη δημόσια διοίκηση από το κοινωνικό περιβάλλον.
Το μακροπρόθεσμο όφελος των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, είναι αναμφισβήτητο. Τα μεγάλα έργα υποδομής, Αττικό Μέτρο, Αεροδρόμιο Σπάτων, Αττική Οδός και Εγνατία, γέφυρα Ρίου -Αντιρρίου κ. ά, που δρομολογήθηκαν και υλοποιήθηκαν, το επιβεβαιώνουν. Ουσιαστικά η Αττική άλλαξε πρόσωπο. Οι Ολυμπιακοί Δήμοι, Ηράκλειο, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Βόλος, απέκτησαν νέες εγκαταστάσεις. Και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: Εξασφάλισαν τη διεθνή προβολή της Ελλάδας, τοποθετώντας την στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη.
Η επιτυχία των αγώνων, δεν ήταν μάννα εξ ουρανού. Οφείλεται στη σωστή προετοιμασία, στο ολοκληρωμένο σχέδιο, στη μεθοδική δουλεία και στην εύστοχη επιλογή της σύνδεσής τους με τη ζωτική προτεραιότητα του εκσυγχρονισμού της χώρας. Η ανεπιτυχής διεκδίκησή τους τα προηγούμενα χρόνια, έδειξε ότι η ανάληψη τους είναι μια δύσκολη και σύνθετη υπόθεση με πολλές παραμέτρους. Και το κυριότερο, συνδέονταν με την προσλαμβάνουσα εικόνα που είχε καλλιεργηθεί εις βάρος μας. Η ριζική της αλλαγή, είχε καταστεί προϋπόθεση για την ανάθεση τους στην Ελλάδα.
Η ανάδειξη του Κώστα Σημίτη το 1996, στη διακυβέρνηση του τόπου, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, διαμορφώνοντας θετικό κλίμα στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ). Έτσι ένα χρόνο μετά, το 1997, η Αθήνα επικράτησε των πόλεων που διεκδικούσαν τη διοργάνωση του 2004.
Και αυτό γιατί, όπως υποστήριξε ο πρώην Πρωθυπουργός, « Το ισχυρό χαρτί μας ήταν η αυξανόμενη αξιοπιστία της χώρας. Η βελτίωση της οικονομίας και οι εντεινόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης, ο σχεδιασμός και η πρόοδος των μεγάλων έργων υποδομής, έδειχναν πως η Ελλάδα μπορούσε να προσθέσει στον ενθουσιασμό των πολιτών και στο ιστορικό της απόθεμα, ένα αξιόπιστο και εφαρμόσιμο σχέδιο που θα εξασφάλιζε την επιτυχία των αγώνων»,(Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 96-2004- εκδόσεις Πόλις).
Ουσιαστικά η προετοιμασία τους και η υλοποίηση του επιχειρησιακού σχεδίου για την απόκτηση των απαραίτητων υποδομών, συμβάδιζε με την επίτευξη του μεγάλου εθνικού στόχου, του εκσυγχρονισμού και της σύγκρισης με τις προηγμένες κοινωνίες της Ευρώπης, που θα οδηγούσε στην ένταξη της χώρας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).
Με την προσέγγιση αυτή, αντιμετώπισε και διαχειρίστηκε τις απαιτήσεις των Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν ήταν, όπως κατά καιρούς γράφτηκε, κατά της ανάληψης και της διεξαγωγής τους. Απλώς δεν ήθελε να συνδεθούν μόνο με την αρχαιοελληνική μας ταυτότητα, ούτε να αποπνέουν παρελθόν. Κάτι τέτοιο θα έδειχνε εσωστρέφεια και στενούς ορίζοντες.
Επιπροσθέτως είχε επιφυλάξεις μήπως και αποκτούσαν φολκλορικά στοιχεία, αλλά και να δημιουργούσαν μια ρωμαϊκού τύπου ατμόσφαιρα χλιδής και γκλαμουριάς. Ως εκ τούτου, αποστρέφονταν τις αντιλήψεις που παρέπεμπαν σε αναμάσημα της αρχαίας Ελλάδας, καθώς και στις αρνητικές εμπειρίες των αγώνων σε Ατλάντα, Σίδνεϊ κ. ά.
Απεναντίας, πεποίθηση του Κώστα Σημίτη ήταν, πως θα έπρεπε οι Αγώνες στην Ελλάδα να αποκτήσουν μια νέα ταυτότητα και φυσιογνωμία, συνδέοντας τους με τις ανάγκες της χώρας και της κοινωνίας. Μια τέτοια στρατηγική θα προσέδιδε ισχυρό αξιακό περιεχόμενο στην προετοιμασία τους και θα συνέβαλλε στην οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών.
Άλλωστε γι’ αυτό επέμενε, πως υλοποιώντας έργα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης, η Ελλάδα θα μπορούσε να υπερβεί την υστέρηση αλλά και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μεγάλων διεθνών προκλήσεων, όπως είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Η εντυπωσιακή τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, ξεχώρισε για την υψηλή έμπνευση και αισθητική. Η δημιουργικότητα και η φινέτσα συγκρότησαν μια νέα σύγχρονη ταυτότητα.
Με τη γνωστή και απαράμιλλη στοχοπροσήλωση που τον διέκρινε, ο Κώστας Σημίτης ακολούθησε ένα συγκεκριμένο σχέδιο με σαφείς ιεραρχήσεις ως προς την προετοιμασία και διεξαγωγή τους. Συγκρότησε την Διυπουργική Επιτροπή Συντονισμού της Ολυμπιακής Προετοιμασίας (ΔΕΣΟΠ), στην οποία συμμετείχαν οι αρμόδιοι υπουργοί, η Πρόεδρος και στελέχη Αθήνα 2004. Συνεδρίαζε υπό την προεδρία του, κάθε Πέμπτη στο Μέγαρο Μαξίμου.
Στην προώθηση του έργου της επιτροπής, πρωταγωνιστικός ήταν ο ρόλος των Υπουργών Πολιτισμού και ΠΕΧΩΔΕ, Ευάγγελου Βενιζέλου και Κώστα Λαλιώτη, καθώς και του Γενικού Γραμματέα Ολυμπιακών Αγώνων, Κώστα Καρτάλη.
Στις πολύωρες εβδομαδιαίες συνεδριάσεις, ο σχεδιασμός της προετοιμασίας πέρναγε από «κόσκινο». Το μπλοκάκι του Πρωθυπουργού, στο οποίο κατέγραφε τα πάντα, ήταν οδηγός συζήτησης και ενημέρωσης. Κάποια μέρα συνομιλώντας με τον ίδιο τον Κώστα Σημίτη, θεώρησα απαραίτητο να επισημάνω πως αφιερώνει πάρα πολύ χρόνο στις συνεδριάσεις της επιτροπής.
Μάλιστα δεν δίστασα να του πω, ότι ο Πρωθυπουργός που έχει να διαχειριστεί καίρια προβλήματα, δεν χρειάζεται να θέτει ερωτήματα σε κάποιον αρμόδιο υπουργό, ζητώντας να μάθει πότε θα έρθουν από την Κίνα τα καθίσματα για το Σπίτι της Άρσης Βαρών στη Νίκαια, πότε θα εκτελωνιστούν και πότε θα τοποθετηθούν.
Η απάντησα που πήρα ήταν αποστομωτική: « Γιώργο αν δεν κάνω αυτή τη δουλειά δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004» Μια απάντηση που μου υπενθύμισε, ότι το μέγεθος του εγχειρήματος είναι πολύ μεγάλο και επιβάλλει τη διαρκή και ενδελεχή παρακολούθηση του.
Με άλλα λόγια μας υποδείκνυε την ανάγκη να αλλάξουμε το «τέμπο» της πολιτικής. Αντί να μετράμε το πολιτικό όφελος επιβλέποντας από μακριά τη διαχείριση καίριων ζητημάτων, χρειάζεται να συνδιαμορφώνουμε τα γεγονότα. Διαφορετικά μετακυλούμε την ευθύνη στους άλλους, με αναπόφευκτη συνέπεια να γινόμαστε δέσμιοι της αδράνειας και της στασιμότητας.
Το κρεσέντο των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν η κορύφωση μιας δημιουργικής Ελλάδας, έπειτα από την εθνική επιτυχία της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ και την εισαγωγή του ευρώ, τη διασφάλιση υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και σταθερότητας, την κατάκτηση της Συμφωνίας του Ελσίνκι που μετέτρεψε τις ελληνοτουρκικές διαφορές σε ευρωτουρκικό ζήτημα, τον καταλυτικό ρόλο της για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την εξάρθρωση της 17Ν προκαλώντας ισχυρό πλήγμα στην εγχώρια τρομοκρατία, την ενδυνάμωση της διεθνούς και ευρωπαϊκής ταυτότητας με τα θετικά αποτελέσματα της ελληνικής προεδρίας.
Τα επιτεύγματα της οκταετούς διακυβέρνησης 1996-2004, δεν προέκυψαν από κάποιο αυτόματο πιλότο. Οφείλονταν στην εμπροσθοβαρή στρατηγική του πραγματισμού, που ακολουθήσαμε. Και αυτό γιατί ο τότε Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, αντιμετώπισε την πολιτική ως ένα Τεχνικό Δελτίο Έργου, έχοντας εκ των προτέρων αποσαφηνίσει το ακριβές αντικείμενο, τους σαφείς στόχους των στρατηγικών επιλογών, το οικονομικό κόστος και το κοινωνικό όφελος τους, το χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή τους, καθώς και τον έλεγχο και την αξιολόγησή τους. Μια στρατηγική που απέχει παρασάγγας, απ’ τις μεγαλοστομίες που συνήθως στερούνται πρακτικού αντικρίσματος.
Τα αποθέματα εθνικά, πολιτικά, οικονομικά κοινωνικά, αντιστρατεύτηκαν και υπονόμευσαν οι μεταβολές που ακολούθησαν μετά το 2004. Οι εκκρεμότητες που εμφανίστηκαν, ήταν αναμενόμενο επακόλουθο. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός και η χρεωκοπία της χώρας, εξαιτίας της νεοκαραμανλικής διακυβέρνησης, ήταν δραματική απόδειξη. Η απόκλιση από το μέσο κοινοτικό επίπεδο, ήρθε να δείξει την τεράστια αναδίπλωσή και οπισθοδρόμηση. Ακόμη και η εγκατάλειψη των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων, οφείλεται στην παντελή απουσία μιας στοιχειώδους διαχείρισης και αξιοποίησης.
Αν κάτι προκύπτει από την αποτίμηση των Ολυμπιακών Αγώνων 2004, που επιτυχώς διαχειρίστηκε και διοργάνωσε η χώρα μας, είναι ότι είχαν το χαμηλότερο οικονομικό κόστος. Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η Αθήνα κόστισε 2,94 δισ, η Βαρκελώνη 9,68 δισ, η Ατλάντα 4,14 δισ, το Σίδνεϊ 5,02 δισ, το Λονδίνο 14,96 δισ, το Πεκίνο 6,82 δίς.
Πάντως το σημαντικότερο είναι ότι η προετοιμασία και η πραγματοποίηση των αγώνων στην Ελλάδα, επιβεβαίωσε την απεξάρτησή της από την πολύχρονη υστέρησή της. Η αξία τους υπήρξε εξαιρετικά σημαντική, γιατί συνέβαλαν αποφασιστικά στο να αποκτήσει η Ελλάδα ένα νέο εθνικό εαυτό.