Του Γιώργου Πανταγιά
Η πολιτική είναι μια εξαιρετικά δύσκολη, σύνθετη και απαιτητική υπόθεση, για να την αφήσουμε στους ανέμπνευστους, απαίδευτους και κοντόφθαλμους πολιτικούς. Η αξία της εδράζεται στο ότι, από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, η πολιτική είναι εκείνη που αντιμετωπίζει κατ’ εξοχήν τις προκλήσεις του μέλλοντος, για να επικαλεστώ την εύστοχη επισήμανση του Κώστα Σημίτη. Ουσιαστικά πρόκειται για μεταστοιχείωση του παρόντος σε ένα καίριο χρόνο, που θα ανταμείβει, θα δικαιώνει, αλλά και θα δικαιώνεται.
Πάντως ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές της σημάνσεις, ιδίως στους προοδευτικούς εκφραστές της, η πολιτική είναι ένας χώρος όπου το ιδιωτικό συναντά το δημόσιο και μεταμορφώνεται δυναμικά. Άλλωστε οι προσανατολισμοί τους, στην πραγματικότητα δεν είναι αξεχώριστοι από τα προσωπικά τους βιώματα. Ούτε είναι μια διαδικασία εσωτερικού χώρου, που αποσκοπεί στη συντήρηση και αναπαραγωγή μιας αποχρωματισμένης, άνευρης ακόμη και ανώφελης για τον τόπο, εξουσίας.
Απεναντίας υποδηλώνει την ανάγκη σύνδεσης μεσοπρόθεσμων στόχων και στρατηγικών επιλογών. Η διασφάλιση της, προϋποθέτει τη γόνιμη και αρμονική σχέση του Μίκρο με το Μάκρο, στοχεύοντας στο πραγματικό νόημα της πολιτικής. Η απεξάρτηση από αβαθείς πολιτικές είναι εκ των ων ουκ άνευ, αν επιδίωξη είναι οι αλλαγές και οι τομές στην οικονομία, στους θεσμούς, στην εξωτερική πολιτική αλλά και στην ευρωπαϊκή γραμμή της χώρας. Πόσο μάλλον η εγκατάλειψη των γνωστών παθογενειών, της μονομέρειας, της αυταρέσκειας, που εξακολουθούν να κυριαρχούν σε κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενους.
Η αδυναμία τους να θεμελιώσουν μια σύγχρονη στρατηγική, είναι εύλογο να τους αυτοπεριορίζει στα κλισέ και στα στερεότυπα του παρελθόντος. Να τους εγκλωβίζει σε αχρείαστες αντιπαραθέσεις και σε προσωπικούς διαξιφισμούς. Και το κυριότερο, τους εμποδίζει να στρέψουν το βλέμμα τους στο μέλλον, πολιτευόμενοι με δημιουργικό τρόπο. Δέσμιοι του στενού τους ορίζοντα, δυσκολεύονται να επεξεργαστούν, να προβάλλουν και να προωθήσουν, επίκαιρες θέσεις και προτάσεις.
Η προσκόλλησή τους στην ψηφοθηρία και στη μικροπολιτική, έρχεται να δείξει την απουσία πολιτικών βάθους. Το δε χειρότερο είναι ότι τους καθιστά ευάλωτους στους λαϊκισμούς ακόμη και στους εθνικισμούς. Φυσικό επακόλουθο, η εγχώρια πολιτική σκηνή να χαρακτηρίζεται από αδράνεια και στασιμότητα. Αλλά και η μετακύλιση στο διηνεκές, εκείνων των επιλογών που συνιστούν ζωτική ανάγκη για την αναμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας. Μάλιστα σε μια περίοδο μεγάλων γεωπολιτικών προκλήσεων και αναδιατάξεων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Εύκολα διαπιστώνουμε, ότι η χώρα μας αντιμετωπίζει προβλήματα τα οποία κάλλιστα θα μπορούσε να είχε αποφύγει ή τουλάχιστον να μην επιτρέψει την περαιτέρω όξυνσή τους. Η έλλειψη μιας στιβαρής και αποτελεσματικής στρατηγικής για τα μείζονα ζητήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι προφανής. Πως αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι την επικείμενη αναμέτρηση των ευρωεκλογών, το εγχώριο πολιτικό προσωπικό αδυνατεί να αντιληφθεί την αξία και τη σημασία της. Οι δε ηγεσίες περί άλλων τυρβάζουν. Η κυβέρνηση την έχει μετατρέψει σε εθνική μάχη, επικαλούμενη τη σταθερότητα. Από την άλλη η αντιπολίτευση επενδύει στη δολιοφθορά των κυβερνώντων.
Η ευρωπαϊκή ατζέντα θεωρείται κάτι εξωτικό. O ελληνοκεντρισμός δεν κυριαρχεί απλώς, αλλά είναι και διακομματικός. Η μικρομεσαία μιζέρια της πολιτικής τάξης, που στηρίζεται στην υπερτροφία των μηχανισμών διαμεσολάβησης, ανατροφοδοτεί την υστέρηση συντηρώντας ένα ανθεκτικό παρασιτικό σύστημα.
Η πολιτική και θεσμική ατροφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε καμμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το εγχείρημά της. Ο ετεροβαρής χαρακτήρας της, οι αντινομίες των πολιτικών της, αλλά και η ανυπαρξία ηγετικών προσωπικοτήτων, μπορεί να καθιστούν τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης ζητούμενο, δεν μας εμποδίζουν όμως να εμβαθύνουμε περαιτέρω την οργανική μας διασύνδεση μαζί της.
Το ίδιο δε συμβαίνει και με τους βαλκάνιους γείτονές μας. Αντί να βελτιώνουμε και να αναβαθμίζουμε τις μεταξύ μας σχέσεις, παγιδευόμαστε σε ατελέσφορες πολιτικές, υπακούοντας στις ακραίες φωνές και στις εθνικιστικές φαντασιώσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η κρίση με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Και όλα αυτά τη στιγμή που είναι εμφανής η προσπάθεια της Ρωσίας, αλλά και της Κίνας και της Τουρκίας, να επιτείνουν την επιρροή της στη βαλκανική χερσόνησο, ενισχύοντας με όλους τους τρόπους, τους θύλακες εκείνους που αντιστρατεύονται την Ελλάδα.
Οι κυβερνητικοί χειρισμοί αποδείχθηκαν όχι μόνο άστοχοι αλλά και επιζήμιοι. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα τα δύο μεγαλύτερα, αποφεύγουν να διατυπώσουν καθαρές θέσεις ως προς τον αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής στον κρίσιμο και ευάλωτο χώρο των Βαλκανίων. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν τόλμησαν να επικρίνουν τη συμμετοχή του Φ. Μπελέρη, στο ευρωψηφοδέλτιο του κυβερνώντος κόμματος, υποτιμώντας τις σημαντικές παρενέργειες μιας τέτοιας επιλογής. Πέρα από τις κυβερνητικές ευθύνες το βέβαιο είναι, πως έπειτα από την αναζωογόνηση του Μακεδονικού, κινδυνεύουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα νέο μέτωπο το Αλβανικό.
Θετικό γεγονός ωστόσο είναι, ότι οι κυβερνητικοί χειρισμοί στις εξαιρετικά ευαίσθητες ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι προσεκτικοί και εύστοχοι. Ο διάλογος με την Τουρκία είναι χρήσιμος και απαραίτητος. Δεν συνιστά απεμπόληση των εθνικών συμφερόντων. Ούτε εγκλωβίζει τη χώρα σε αδιέξοδα. Επιπροσθέτως τα αποκαλούμενα ζητήματα χαμηλής πολιτικής, αποδεικνύονται παραγωγικά, συμβάλλοντας στη βελτίωση του κλίματος. Το παράδοξο είναι ότι η αντιπολίτευση μείζονα και ελάσσονα, αντιμετωπίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με τους παραμορφωτικούς φακούς του παρελθόντος, παλινδρομώντας ακόμη και σε εθνικιστικές εξάρσεις και φαντασιώσεις.
Όπως δείχνουν οι διακυμάνσεις των σχέσεων μας με την Τουρκία, αλλά και με τις δύσκολες χώρες των δυτικών Βαλκανίων, η συμμετοχή μας στον στενό πυρήνα των προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών, μας προσδίδει ξεχωριστή αξία και σημασία. Αρκεί βέβαια να ακολουθήσουμε με συνέπεια μια στέρεη ευρωπαϊκή στρατηγική, δίχως αμφισημίες και αμφιταλαντεύσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση για να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος, αλλά και να έχουμε ενεργό ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, αλλά και στον περίγυρό μας.
Πριν 25 χρόνια, το 1999 η Ελλάδα πέτυχε το ακατόρθωτο. Με τους αριστοτεχνικούς χειρισμούς του τότε Πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, οι ευρωπαίοι εταίροι μας, κατέληξαν στην ιστορική Συμφωνία του Ελσίνκι, ανοίγοντας επισήμως το δρόμο της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέχρι τότε η ένταξη της Κύπρου ήταν αδιανόητη. Αντιμετωπίζονταν ως μια εξωπραγματική επιδίωξη.
Εντούτοις η διορατική στρατηγική του Έλληνα Πρωθυπουργού, σε αγαστή συνεργασία με τον αείμνηστο Πρόεδρο Γλαύκο Κληρίδη, υπήρξε καταλυτική για τη συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή ‘Ένωση, δίχως να τίθεται ως προϋπόθεση η επίλυση του Κυπριακού. Την απόφαση αυτή επιβεβαίωσε στη συνέχεια και το Συμβούλιο Κορυφής της Ε.Ε στην Κοπεγχάγη το 2002. Έτσι τον επόμενο χρόνο επί ελληνικής Προεδρίας, στην Στοά Αττάλου παρουσία όλων των Ευρωπαίων εταίρων μας, υπογράφηκε η συνθήκη προσχώρησης της Κύπρου.
Μάλιστα την ίδια χρονιά το 2003, η διακυβέρνηση Σημίτη, άφησε μια νέα παρακαταθήκη. Με την αποκαλούμενη Ατζέντα Θεσσαλονίκης, οι ηγεσίες των κρατών μελών της Ε.Ε πρόταξαν την ανάγκη της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων. Ωστόσο οι παλινωδίες και οι καθυστερήσεις ναρκοθέτησαν μια στρατηγική επιλογή, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στην εθνικιστική παραζάλη.
Αν πράγματι θέλουμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα, η πολιτική είναι χρήσιμη, γόνιμη και δημιουργική, όταν οι πρωταγωνιστές της έχουν τη δυνατότητα να ενσαρκώσουν ολοκληρωμένες στρατηγικές για το παρόν και το μέλλον της χώρας τους. Αλλά και όταν ακολουθούν τη δύναμη των πραγμάτων, δίχως να υποκύπτουν σε συγκερασμούς και σε μέσους όρους. Και το σημαντικότερο να μην είναι δέσμιοι, ψηφοθηρικών και μικροπολιτικών επιδιώξεων, νοθευμένων πολιτικών και στρατηγημάτων.