Του Παύλου Τσίμα
Στις 8 Μαρτίου 2004, ο τίτλος των ΝΕΩΝ ήταν: «Ψήφος τιμωρίας για τα λάθη της τετραετίας». Η Ελλάδα είχε μόλις ψηφίσει και ζούσε τις πρώτες ώρες μιας πολιτικής αλλαγής. Η ΝΔ είχε κερδίσει με 45,4 % κι ήταν μόλις η δεύτερη εκλογική της νίκη μετά το 1981. Το ΠΑΣΟΚ μετά από 11 χρόνια στην εξουσία (20 χρόνια συνολικά, από το 1981), έχασε τις εκλογές με 40,6%. Τέτοιες ημέρες, πριν 20 χρόνια.
Έχουμε λόγους να τις θυμόμαστε εκείνες τις εκλογές. Όχι τόσο επειδή βρέθηκαν τότε, για πρώτη φορά μετά 40 χρόνια, αντίπαλοι ένας Καραμανλής με έναν Παπανδρέου. Ή επειδή σε εκείνες τις εκλογές εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογικό σχήμα του Συνασπισμού της Αριστεράς. Ούτε, βέβαια, για το αποτέλεσμά τους, που είχε με βεβαιότητα προαναγγελθεί και δεν θα μπορούσε να το αλλάξει η προεκλογική εκλογή νέου αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ, με εντολή «να τα αλλάξει όλα».
Το αποτέλεσμα των εκλογών θα ήταν φυσιολογικό, ακόμη και χωρίς «λάθη», όπως ήθελε ο τίτλος των ΝΕΩΝ. Ακόμη κι αν δεν είχε προηγηθεί η σύγκρουση της κυβέρνησης Σημίτη με την εκκλησία για τις ταυτότητες (πολύ σφοδρότερη από την τρέχουσα για την ισότητα στον γάμο). Ακόμη κι αν δεν είχε υποχωρήσει στην πίεση των συνδικάτων για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση (την ματαίωση της οποίας θα την πληρώναμε πολύ ακριβά, μα τότε δεν το φανταζόμασταν). Ακόμη κι αν δεν είχε σκάσει η φούσκα του χρηματιστηρίου ή δεν είχαν δηλητηριάσει την ατμόσφαιρα αναθυμιάσεις διαφθοράς (που η υπόθεση Τσοχατζόπουλου αργότερα εν μέρει επιβεβαίωσε). Μετά από 11 χρόνια κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ- διάστημα που έχει ένα μόνο ιστορικό προηγούμενο, την κυριαρχία Συναγερμού και ΕΡΕ από το 1952 ως το 1963- η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή, η οποία είχε διορθώσει το προφίλ της επί το κεντροδεξιότερον ώστε να μην «τρομάζει», ήταν αδύνατο να χάσει.
Αν έχουμε λόγο να θυμόμαστε σήμερα εκείνες τις εκλογές είναι προπάντων γιατί ήταν οι εκλογές της πιο μεγάλης συμμετοχής, από όλες όσες έχουμε ζήσει. Είχαν ψηφίσει τότε πάνω από 7,5 εκατομμύρια πολίτες. Σε έναν πραγματικό πληθυσμό ενηλίκων που ήταν λίγο πάνω από οκτώ εκατομμύρια, η συμμετοχή πρέπει να ήταν της τάξης του 90%! Οι ψηφοφόροι του 2004 ήταν περίπου 2,5 εκατομμύρια πολίτες περισσότεροι από όσους πήραν μέρος στις τελευταίες εκλογές, τον Ιούνιο του 2023. Η νικήτρια ΝΔ είχε συγκεντρώσει μόνη της τον αριθμό ψήφων (παρά 300.000 ψήφους) που συγκέντρωσαν τώρα ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ μαζί! Το ηττημένο ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσε τότε 700.000 ψήφους παραπάνω από όσες τώρα το σύνολο των κομμάτων αριστερά του κέντρου. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ μαζί συγκέντρωσαν τον Ιούνιο του 2023 μόλις τις μισές ψήφους από όσες είχε πάρει το 2004 το ΠΑΣΟΚ μόνο του!
Η Ελλάδα του 2004, η Ελλάδα που πλημμύρισε τα εκλογικά τμήματα, ήταν μια χώρα που ήλπιζε και εμπιστευόταν. Μια αισιόδοξη χώρα. Δικαιολογημένα αισιόδοξη. Η ένταξη στο ευρώ είχε φέρει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4-5%, ο πληθωρισμός είχε αποκλιμακωθεί από την περιοχή του 15% στην περιοχή του 2%, ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ ήταν υψηλότερος του ρυθμού αύξησης του χρέους. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση έμοιαζε να κλείνει την πιο μεγάλη πληγή της μεταπολίτευσης. Και η Ελλάδα ετοιμαζόταν να διαψεύσει πανηγυρικά τις δυσοίωνες προφητείες πως μια τόσο μικρή και τόσο προβληματική, οικονομικά και διοικητικά, χώρα ήταν αδύνατο να φέρει σε πέρας την πιο δύσκολη, απαιτητική και σύνθετη διοργάνωση στον κόσμο, τους Ολυμπιακούς αγώνες.
Εκείνη η αισιόδοξη Ελλάδα δεν ήταν πρόθυμη να συμμετέχει μόνον στις εκλογές. Χαρακτηριστικό: Όταν η οργανωτική επιτροπή των Ολυμπιακών αγώνων ζήτησε εθελοντές για την διοργάνωση, δέχθηκε μέσα σε λίγες μέρες 170.000 αιτήσεις για λιγότερες από 40.000 άμισθες θέσεις. Ακόμη και η μεγάλη επιτυχία της εθνικής στο euro της Πορτογαλίας, καθρέφτιζε- με τον παράξενο τρόπο που το ποδόσφαιρο καθρεφτίζει συχνά το κοινό αίσθημα- αυτήν την εθνική μας αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η διαχείριση της οικονομίας πέρασε από την αισιοδοξία στην αμεριμνησία, η δημόσια κατανάλωση άρχισε να υπερβαίνει σταθερά τα δημόσια έσοδα, η άμυνα απέναντι στα κύματα της διεθνούς κρίσης παραδόθηκε στην αυταπάτη της «θωρακισμένης οικονομίας», το δημόσιο χρέος εκτοξεύθηκε ασυλλόγιστα, ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης κατέρρευσε. Η μεγάλη εθνική επιτυχία των Ολυμπιακών εγκαταλείφθηκε, η κληρονομιά τους στην διεθνή εικόνα της χώρας απαξιώθηκε, μαζί με τις λησμονημένες εγκαταστάσεις τους. Η αισιοδοξία έγινε πρώτα αμεριμνησία κι έπειτα δυσπιστία, απογοήτευση, θυμός και αποστράτευση. Από τα 7,5 εκατομμύρια ψηφοφόρων στις εκλογές του 2004, μόνον 6,2 εκατομμύρια ψήφισαν το 2012, 6,1 εκατομμύρια στο δημοψήφισμα του 2015, 5,5 εκατομμύρια τον Σεπτέμβριο του 2015, 5,2 εκατομμύρια τον περασμένο Ιούνιο.
Η επέτειος, λοιπόν, των 20 χρόνων από εκείνες τις εκλογές, τις εκλογές του υψηλότερου βαθμού εμπιστοσύνης των πολιτών στην πολιτική και του υψηλότερου βαθμού συμμετοχής στα κοινά, καλεί σε μια αναζήτηση του χαμένου ψηφοφόρου. Δηλαδή σε κάτι σαν αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Να ξαναβρούμε το κομμένο νήμα με το 2004. Χρειάζεται, ίσως, να αφαιρέσουμε λίγη τοξικότητα από τις φλέβες της πολιτικής, όπου αρχίζει να παρατηρείται πάλι υψηλή συγκέντρωση. Χρειάζεται προπάντων να αλλάξει και να πείσει ότι αλλάζει η διαχείριση υποθέσεων που σκοτώνουν το αίσθημα εμπιστοσύνης. Το πρόσφατο δημοσκοπικό εύρημα που θέλει ένα 77% των πολιτών να πιστεύουν ότι «γίνεται προσπάθεια συγκάλυψης» για το δυστύχημα στα Τέμπη και μόνον ένα 27% να δηλώνει ότι εμπιστεύεται την δικαιοσύνη για την απόδοση ευθυνών, θα έπρεπε να έχει σημάνει ένα πολύ ισχυρό σήμα κινδύνου.