Του Γιώργου Πανταγιά
Παραδοχή αυτονόητη και αναμφισβήτητη. Το επιβεβαιώνουν τα ξεροκέφαλα γεγονότα, όπως θα έλεγε ο Φρανσουά Μιτεράν. Mόνο όποιος έχει πρόβλημα ακρισίας, δεν βλέπει τις βαθιές μεταβολές στο κοινωνικό σώμα. Καθρέφτης τους είναι η εγχώρια πολιτική σκηνή. Δεν χρειάζεται μεγεθυντικός φακός για να τις αντιληφθείς. Βέβαια το καίριο ζήτημα δεν είναι απλώς να τις διαπιστώνεις, αλλά η σωστή ερμηνεία τους. Μια δύσκολη και σύνθετη άσκηση.
Η αποκρυπτογράφηση των όσων συμβαίνουν γύρω μας, προϋποθέτει την απεξάρτηση από απαίδευτες προσεγγίσεις. Και το κυριότερο την αποδέσμευση μας, από απλουστεύσεις ακόμη και αυταρέσκειες.
Με τα κατάλληλα ερμηνευτικά εργαλεία, εύκολα ανακαλύπτουμε ότι τα νέα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί, έχουν βαθύτερες διαστάσεις. Οι πολιτικές αλλαγές κάθε άλλο παρά επιφανειακές είναι. Ουσιαστικά αποτυπώνουν το τέλος μιας μεγάλης περιπέτειας ,που έζησε ο τόπος εξαιτίας της χρεοκοπίας. Εξάλλου η τωρινή περίοδος απέχει παρασάγγας, από εκείνη της έκρηξης της οικονομικής κρίσης.
Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός του 2008-2009, μαζί με τα συνακόλουθα μνημονιακά χρόνια που ακολούθησαν, έφεραν τούμπα το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα. Κατακρημνίσθηκε μέσα σε ένα παράλογο ανορθολογισμό και σε ένα έξαλλο λαϊκισμό. Τα άλλοτε κραταιά κόμματα εξουσίας ΠΑΣΟΚ -Ν.Δ, υπέστησαν πρωτοφανή καθίζηση. Η κοινωνική έκρηξη που προκλήθηκε, εκτίναξε τον ΣΥΡΙΖΑ. Το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός έδειξε, ότι ο τοξικός σπόρος παράγει αλλόκοτα, μεταλλαγμένα, ακόμη και άρρωστα προϊόντα.
Το επίχρισμα της πρώτης φοράς αριστερά, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά προκάλυμμα ενός πολιτικού χυλού. Δυνάμεις με διαμετρικά αντίθετες καταβολές, συνασπίστηκαν συγκροτώντας ένα ανερμάτιστο μπλόκ. Η ανθεκτικότητά του εδράζονταν στην διαχείριση της εξουσίας και των μηχανισμών της. Η απώλειά τους ήταν εύλογο να καταστήσει το ΣΥΡΙΖΑ μετέωρο. Οι απογοητευτικές επιδόσεις του στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, επιβεβαίωσαν την κρίση ταυτότητας. Το θρυμμάτισμά του ήταν αναμενόμενο, αλλά και εξηγήσιμο.
Η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα, επιτάχυνε την κατάρρευση. Οι εξελίξεις που μεσολάβησαν ενέχουν το στοιχείο της διάλυσης. Ο πρώην Πρόεδρος του, είναι αλήθεια ότι έδωσε υπόσταση στο κόμμα του. Εντούτοις ενσάρκωνε ανεδαφικές πολιτικές. Το επικοινωνιακό του χάρισμα, ήταν το μεγάλο πλεονέκτημά του. Όμως η αδυναμία του να προσαρμοσθεί στη νέα πραγματικότητα, μετά την ολοκλήρωση του μνημονιακού κύκλου, συνέβαλλε καταλυτικά στην αντίστροφη μέτρηση.
Με την εκλογή του Κασσελάκη, η αποδρομή του ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει σε δρόμο χωρίς επιστροφή. Η αποσύνθεσή του αποδεικνύει, ότι ένα πολιτικό προϊόν της χρεωκοπίας δεν μπορεί να αντέξει σε συνθήκες ευστάθειας. Η παρακμή του αντανακλά το τέλος εποχής. Εμφανές είναι, ότι ένας ξένος απ’ το πουθενά, περνά τον ΣΥΡΙΖΑ από την παρωδία στην τραγωδία. Δεν πρόκειται μόνο για κάποιο πολιτικό ούφο που εγκαταστάθηκε στην ηγεσία του, αλλά για κάτι χειρότερο: Πρεσβεύει την απόλυτη γελοιότητα και τον εκφυλισμό της ίδιας της έννοιας της πολιτικής. Επιπροσθέτως μετατρέπει το ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ομοίωμα του τραμπισμού και του μπεπεγκριλισμού.
Όπως φαίνεται, ο τραγέλαφος τινάζει στον αέρα τις σταθερές που επικρατούσαν επί μια δεκαετία περίπου, στο χώρο της αντιπολίτευσης. Η αναδιάταξη των δυνάμεων, δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί. Το νέο σχήμα που συγκροτούν οι αποχωρούντες από το κόμμα του Κασσελάκη, θα αναμετρηθεί με τον ίδιο τον εαυτό του. Επομένως δεν θα πρόκειται για παρθενογένεση. Και τούτο γιατί, οι συμμετέχοντες σε αυτό κουβαλούν στις αποσκευές τους τις ευθύνες για τις ανερμάτιστες πολιτικές, που επί χρόνια υιοθετούσαν και υποστήριζαν. Ωστόσο οι δυνάμεις οι οποίες απελευθερώνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αναζητώντας μια νέα πολιτική έκφραση, κάθε άλλο παρά αμελητέες και αδιάφορες είναι. Συνεπώς η υποχώρηση των φορτισμένων διαχωρισμών, θέτει επί τάπητος το ζήτημα της ανασύνθεσης της ευρύτερης αριστεράς και κεντροαριστεράς.
Πάντως οι διεργασίες που συντελούνται, δημιουργούν νέα δεδομένα. Και το απουδαιότερο, δεν θα περιορισθούν μόνο στον κομματικό χάρτη. Η κατακρήμνιση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στερεί από το αντιΣύριζα ρεύμα τη δυναμική του. Πόσο μάλλον την επίδρασή του στις πολιτικές εξελίξεις. Με άλλα λόγια, εκλείπουν σταδιακά οι προϋποθέσεις για τη συντήρησή του.
Οι ανακατατάξεις στο εγχώριο κομματικό σύστημα, είναι ήδη ορατές. Η καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ, επιτρέπει στο ΠΑΣΟΚ να καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση σε όλες τις δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης. Η επαναφορά του στο κέντρο της πολιτικής σκηνής, είναι εξαιρετικά δύσκολο και σύνθετο εγχείρημα. Προϋποθέτει ουσιαστικές αλλαγές στη φυσιογνωμία, στην ταυτότητα και στις πολιτικές του.
Μετά την έρημο που διάβηκε, υπέστη σημαντικές αλλοιώσεις. Ο δημόσιος λόγος του, σε πολλές περιπτώσεις παραπέμπει στην αρχέγονη περίοδό του. Η αποψίλωσή του από ικανά και επαρκή στελέχη, το καθιστά αδύναμο. Η δυσκολία της ηγεσίας του να θεμελιώσει μια εμπροσθοβαρή στρατηγική, της στερεί τη δυνατότητα να απευθυνθεί στο ευρύτερο εκλογικό ακροατήριο.
Ως εκ τούτου, το στοίχημα για το ΠΑΣΟΚ είναι να αποκτήσει ένα νέο πολιτικό εαυτό. Δεν θα τον κερδίσει με τον επαναπατρισμό στελεχών από το ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε με πολιτικές του παρελθόντος. Η ανατοποθέτησή του στο νέο περιβάλλον, κοινωνικό, οικονομικό, απαιτεί αναπροσαρμογές στη ζώσα πραγματικότητα. Με την αξιοποίηση των ευκαιριών που του προσφέρονται, μπορεί κάλλιστα να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Το παράδοξο είναι ότι μολονότι το ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε, η πολιτική αύρα την οποία διέθετε το άλλοτε κραταιό κόμμα της μεταπολίτευσης, παραμένει ισχυρή.
Η υπαρξιακή κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι δυστοκίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, επαναφέρουν το ζήτημα της επαναχάραξης των ιδεολογικών και πολιτικών ορίων, στον πολυδύναμο χώρο της αποκαλούμενης κεντροαριστεράς. Στην πολιτική, η πρόοδος και η συντήρηση ανασυντάσσονται διαρκώς, γύρω από τα πραγματικά δεδομένα αλλά και τις προσδοκίες που επικρατούν. Ως εκ τούτου, η αναδιάταξη των δυνάμεων υπαγορεύεται από τις διεργασίες και τις ανακατατάξεις που συντελούνται, στο κοινωνικό σώμα. Έτσι άλλωστε μπορεί να ερμηνευθεί η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη, στον κεντρώο χώρο. Παρόλα αυτά τίποτα δεν είναι στατικό και αμετάβλητο. Απεναντίας όλα υπόκεινται σε μεταβολές.
Η ασυμμετρία η οποία έχει επικρατήσει, για να επικαλεστώ τον Ευάγγελο Βενιζέλο, είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Όμως, η διατήρησή της εξαρτάται από τις κυβερνητικές επιδόσεις. Η αυτονόητη αυτή παραδοχή, δοκιμάζεται ήδη στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μετά τις εκλογές του 2019, έδειξε τη δύναμή του. Διαχειρίστηκε με επάρκεια και μετριοπάθεια κρίσιμα ζητήματα. Εξ ου και επανεξελέγη παρά τα προβλήματα και τις αρνητικές όψεις της κυβέρνησης του, με κυριότερη την υπόθεση των υποκλοπών.
Εντούτοις έπειτα από τις εκλογές του 2023, ο Πρωθυπουργός φανέρωσε τις αδυναμίες του. Επιδεικνύει αδικαιολόγητη αυταρέσκεια. Εμφανίζει συμπτώματα αλαζονείας. Αντιμετωπίζει δε τους αντιπάλους του με υπεροψία. Μάλιστα δημιούργησε ένα πολυπληθές κυβερνητικό σχήμα, το οποίο αποδείχθηκε ξέπνοο. Η ακαταλληλότητα πολλών υπουργών, είναι πασιφανής. Οι πολιτικές που ακολουθεί σε καίριους τομείς είναι νοθευμένες. Η μεταρρυθμιστική επαγγελία, στις περισσότερες περιπτώσεις καταλήγει να είναι ένα απλό λούστρο. Και το σημαντικότερο διαπράττει το λάθος να πιστεύει, ότι η πολιτική ισχύς στο κόμμα του διασφαλίζεται με το μοίρασμα αξιωμάτων. Αδυναμίες υπαρκτές και έντονες.
Στην πολιτική ο αυτοθαυμασμός είναι επιζήμια παθογένεια. Ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ότι θαυμάζεις, σου φτάνει ο θαυμασμός σου, έγραφε στη Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος.