Του Γιώργου Πανταγιά
Η πραγματικότητα είναι ο αδιάψευστος δείκτης της αλήθειας. Οι θεατές και αθέατες πλευρές της είναι αναμφίβολα σύνθετες. Η αποκρυπτογράφησή τους καθιστά απαραίτητη την αντικειμενική θεώρηση αποφεύγοντας αχρείαστους υποκειμενισμούς και μονομερείς προσεγγίσεις.
Η σωστή λοιπόν ανάγνωση της πραγματικότητας είναι το κλειδί για να αξιολογήσουμε και να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα. Να καταπιαστούμε με τις γενεσιουργές αιτίες τους. Να συνδυάσουμε τις επιμέρους εκφάσεις τους με τις γενικότερες. Να αναζητήσουμε τις ευθύνες όλων των συντελεστών και πρωτίστως τις δικές μας. Αλλά και για να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες, αποτρέποντας τον κίνδυνο δυσμενών εξελίξεων.
Τα πρόσφατα βίαια γεγονότα στη νεκρή ζώνη της Κύπρου, κοντά στο χωριό Πύλα, έρχονται να δείξουν τη σκληρή πραγματικότητα που επικρατεί στη Μεγαλόνησο σχεδόν πενήντα χρόνια τώρα. Οι απρόκλητες επιθέσεις Τουρκοκυπρίων στις ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ, αποκαλύπτουν τα επικίνδυνα αδιέξοδα στα οποία έχει οδηγηθεί το Κυπριακό.
Οι προκλητικές τους ενέργειες δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ούτε πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό. Απεναντίας είναι έκφραση και συνέχεια απαράδεκτων πολιτικών επιλογών, που αποσκοπούν στην επιβολή τετελεσμένων. Με άλλα λόγια, αποβλέπουν στην κατοχύρωση και αποδοχή του τωρινού στάτους κβο, επισφραγίζοντας τον διαμελισμό της Κύπρου. Προθέσεις και επιδιώξεις καθαρές και ομολογημένες. Ούτε κρύβονται πλέον, ούτε συνοδεύονται από διάφορες αμφισημίες.
Ο τουρκοκύπριος ηγέτης Τατάρ κέρδισε τη μάχη των εκλογών στα κατεχόμενα, υποστηρίζοντας απερίφραστα τη δημιουργία «δύο κρατών». Η τουρκική ηγεσία μολονότι εμπνεύστηκε και προώθησε τη συγκεκριμένη στρατηγική, την τελευταία περίοδο φαίνεται να αποστασιοποιείται. Μάλιστα πρόσφατα σε επίσημες δηλώσεις του ο Ερντογάν, απέφυγε να αναφερθεί στα «δύο κράτη», επιστρέφοντας ξανά στο σχέδιο Ανάν, λέγοντας ότι η Τουρκία θα πράξει το ίδιο όπως έκανε το 2004, προκειμένου να βρεθεί μια μόνιμη και δίκαιη λύση. Ανάλογο μήνυμα εξέπεμψε και ο νέος υπουργός εξωτερικών της γείτονος χώρας Φιντάν, δηλώνοντας ότι «βασική μας πολιτική είναι η αναγνώριση, καταγραφή της κυριαρχικής ισότητας και η ίση διεθνής αναγνώριση των τουρκοκυπρίων».
Ο διαφαινόμενος αναπροσανατολισμός της Τουρκίας, μπορεί να εδράζεται σε κινήσεις τακτικισμού, δίχως να αποκλείεται η επιστροφή σε προγενέστερες θέσεις. Όμως μπορεί και να αποτυπώνει την αναπροσαρμογή των στρατηγικών της επιλογών. Είτε γιατί θέλει να λειάνει τις αντιθέσεις της με τη Δύση και τη Διεθνή Κοινότητα. Είτε διότι αντιλαμβάνεται πως, η επιδιωκόμενη αναθέρμανση των σχέσεων της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, προσδοκώντας την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, την άρση της βίζας, ακόμη και την ενεργοποίηση των ενταξιακών διαδικασιών, θα προσκρούσει στις ενστάσεις και αρνήσεις των ευρωπαίων εταίρων.
Έτσι μετά τα πικνίκ στα Βαρώσια, τις εθνικιστικές κραυγές και τα «δύο κράτη», η Τουρκία εν όψη δε των προδιαγραφόμενων εξελίξεων, δείχνει να επιστρέφει στο σχέδιο Ανάν, κάνοντας λόγο για δυνατότητα συμφωνίας. Και αυτό γιατί πέρα από τις διεργασίες στο πλαίσιο της επικείμενης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον Οκτώβριο, οι ευρωτουρκικές σχέσεις θα τεθούν στο τραπέζι κρίσιμων διαβουλεύσεων και αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εξίσου σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι η πλειονότητα των τουρκοκυπρίων, σε αντίθεση με τον Τατάρ αλλά και τους περισσότερους εποίκους από την Τουρκία, επιθυμούν την επανένωση της Κύπρου στη βάση Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας σύμφωνα με όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις. Κάτι που αντικειμενικά αντιστρατεύεται την τουρκική επιθετικότητα και τον ακρωτηριασμό της Μεγαλονήσου. Ο πρώην ηγέτης των τουρκοκυπρίων, ο κεντροαριστερός Μουσταφά Ακιντζί παραμένει στην πρώτη γραμμή, απολαμβάνοντας την εμπιστοσύνη ενός σημαντικού τμήματος συμπολιτών του.
Πέρα από όλα αυτά, το ζωτικής σημασίας ερώτημα είναι, πως αντιμετωπίζει το Κυπριακό η ελληνοκυπριακή ηγεσία. Όπως όλα δείχνουν, ο νέος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ακολουθεί κι αυτός μία ατελέσφορη και αντιπαραγωγική πολιτική. Περιορίζεται στα γνωστά στρατηγήματα, αντιγράφοντας τα αποδεδειγμένα αναποτελεσματικά κλισέ και στερεότυπα.
Ο Νίκος Χριστοδουλίδης ξεχνά το αυτονόητο: Η καταγγελτική ρητορική κάθε άλλο παρά επαρκεί. Ούτε βέβαια συνιστά στρατηγική πρόταση. Εξ ου και δεν πείθει ότι, αδιαπραγμάτευτη επιλογή του είναι η επίλυση του Κυπριακού. Πόσο μάλλον τώρα που έχει αποκαλυφθεί πως ο πρώην Κύπριος πρόεδρος και υποστηρικτής του, Νίκος Αναστασιάδης, στο περιθώριο των διαπραγματεύσεων στο Κραν Μοντανά συνομιλώντας με τούρκους αξιωματούχους, έθεσε ο ίδιος στο τραπέζι των συζητήσεων την περίπτωση των «δύο κρατών».
Πάντως οι δύο ιστορικές ευκαιρίες που χάθηκαν, τόσο με την απόρριψη από τους ελληνοκυπρίους του Σχεδίου Ανάν, όσο και το ναυάγιο των συνομιλίων στο Κραν Μοντανά εξαιτίας της ελληνοκυπριακής αναδίπλωσης, έχουν καταστήσει την αδράνεια και την στασιμότητα κυρίαρχη επιλογή. Ουσιαστικά έχουν τσιμεντώσει, για να επικαλεστώ τη γνωστή φράση του Δημήτρη Χριστόφια, τα τραγικά αδιέξοδα οδηγώντας το Κυπριακό στην αποτελμάτωση.
Η ζοφερή πραγματικότητα δεν αλλάζει με στροβιλισμούς και ατελέσφορες επιλογές. Το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να διευρύνουν το χάσμα ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Να ανατροφοδοτούν τις στάσεις περιχαράκωσης και άρνησης της συνύπαρξης. Να κερδίζουν διαρκώς έδαφος στην ευρύτερη κοινή γνώμη οι απορριπτικές αντιλήψεις, απομακρύνοντας ολοένα και περισσότερο τις προοπτικές επανένωσης της Κύπρου.
Η μετακύληση της επίλυσης σε βάθος χρόνου, αποδείχθηκε άκρως επιζήμια για όλους τους Κυπρίους. Και το χειρότερο εξυπηρετεί, θέλουμε δεν θέλουμε, τις τουρκικές επιδιώξεις. Το βέβαιο είναι ότι οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις αλλά και οι βιωματικές εμπειρίες επιδρούν δραστικά στην καλλιέργεια ψευδών συνειδήσεων. Η αντιπαλότητα, οι εντάσεις, η μισαλλοδοξία και οι εθνικιστικοί εγωισμοί ενισχύουν περαιτέρω το αρχέγονο συναίσθημα των ανθρώπων το φόβο, συντηρώντας το τείχος της διαίρεσης και της διχοτόμησης. Οι έμποροι του φόβου, ένθεν κακείθεν, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η πολιτική τους επιβίωση και καριέρα.
Μετά από την τουρκική εισβολή, εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια, το Κυπριακό εξακολουθεί να είναι μια μεγάλη εκκρεμότητα, προκαλώντας γεωπολιτικές εντάσεις, μολονότι δεν είναι ανεπίλυτο πρόβλημα. Το ατροφικό πολιτικό σύστημα της Μεγαλονήσου παραμένει δέσμιο μονομερειών, αυταρεσκειών ακόμη και ψυχώσεων. Το μπλοκ των πολιτικών δυνάμεων που στηρίζει τη σημερινή κυβέρνηση, είναι κι αυτό εμποτισμένο με την αποστροφή και άρνηση για εξεύρεση λύσης. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης τις ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο.
Με εξαίρεση το Γλαύκο Κληρίδη, το Γιώργο Βασιλείου και πρωτίστως τον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη, καθώς και τους Τάκη Χατζηδημητρίου, Μιχάλη Παπαπέτρου, Δημήτρη Ηλιάδη, κ. ά, το πολιτικό προσωπικό των ελληνοκυπρίων βρίσκεται στον αντίποδα της επανένωσης, έχοντας κατά καιρούς τη συνδρομή και σύμπλευση Ελλήνων πολιτικών με πρώτο, τον νεότερο Κώστα Καραμανλή. Κορυφαία βέβαια περίπτωση ο εθνικιστής Τάσος Παπαδόπουλος, βουλιάζοντας την Κύπρο στα δάκρυα του.
Η απουσία στιβαρών ηγετών και απεξαρτημένων από εμμονές του παρελθόντος, στάθηκε τροχοπέδη για την αποτροπή της εμπέδωσης των διχοτομικών επιλογών. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο, πως η μόνη ξεχωριστή και πολυσήμαντη επιτυχία της Κύπρου ήταν η ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έγινε εφικτή χάρη στη τολμηρή και εξωστρεφή στρατηγική που ακολούθησαν με αγαστή συνεργασία, ο Γλαύκος Κληρίδης και ο Κώστας Σημίτης. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ικανές και αποτελεσματικές ηγεσίες που έχουν το βλέμμα τους στραμμένο στο μέλλον, μπορούν να κάνουν πραγματικότητα πολιτικά σχέδια τα οποία θεωρούνται και αντιμετωπίζονται ως ακατόρθωτα.
Οι θιασώτες της αδράνειας και της στασιμότητας, μάλλον θα πρέπει να αναλογιστούν την ιστορική φράση του Τζον Κένεντι. Παραφράζοντας την θα έλεγα, μην αναρωτιέστε τι επιδιώκει να κάνει η Τουρκία στη Κύπρο, αλλά τι μπορείτε να κάνετε εσείς οι ελληνοκύπριοι, για τη Μεγαλόνησο.
Συμφωνώ απόλυτα με τα περισσότερα αδιέξοδα που αναφέρεις. Όμως θα περίμενα να γράψεις κάτι και για τον Μακάριο, ο οποίος απορρίπτοντας το Σχέδιο Άτζεσον , εξασφάλισε για το διηνεκές την τελμάτωση του Κυπριακού προβλήματος. Δυστυχώς οι μεγάλες προσωπικότητες ,έχουν φανατικούς εχθρούς ,έχουν όμως και φανατικούς φίλους . Στους τελευταίους στηρίζεται και η περικλεής μνήμη του Μούσκου