Του Γιώργου Πανταγιά
Η μάχη για την ψυχή της ελληνικής κεντροαριστεράς συνεχίζεται, θα έλεγα παραφράζοντας τον Τζο Μπάιντεν. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, μιλώντας για την ανάγκη επικράτησης του Δημοκρατικού Κόμματος, στις εκλογές του επόμενου χρόνου, τη συνέδεσε με την ψυχή της Αμερικής.
Το ΠΑΣΟΚ στην κάλπη ανέκαμψε. Η επάνοδός του στο κέντρο της πολιτικής ζωής είναι δύσκολος, αλλά εφικτός στόχος. Η αναδιάταξη που είχε προκληθεί το Μάιο του 2012, φαίνεται να μην είναι στατική. Η τάση αντιστροφής δείχνει να αποκτά για πρώτη φορά δυναμική. Το άλλοτε κραταιό κόμμα, διαβαίνοντας την έρημο επί μία δεκαετία, δείχνει να δημιουργεί γέφυρες επικοινωνίας με την κεντροαριστερή δεξαμενή.
Η επιχειρούμενη λεηλασία του από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσέκρουσε στην πλήρη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσει τη νέα εποχή. Η παράταιρη σχέση του με τη ζώσα πραγματικότητα, δημιούργησε ένα αδιαπέραστο τείχος. Ουσιαστικά αντιστρατεύεται την επιστροφή στην κανονικότητα. Επόμενο ήταν σημαντικό τμήμα των κεντροαριστερών ψηφοφόρων που είχαν μεταπηδήσει σε αυτόν, στα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης, να αναπτύξει φυγόκεντρες τάσεις.
Στη νέα πολιτική γεωγραφία, αποτυπώνεται με καθαρό τρόπο η μετεξέλιξη των ισορροπιών, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί έπειτα από τη χρεοκοπία της χώρας. Η πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ, το επιβεβαιώνει. Αναμφισβήτητα ενέχει το σπέρμα για καταλυτικές αλλαγές και ανατροπές στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο.
Έτσι φαίνεται να άνοιξε ο δρόμος για τον επαναπατρισμό στο ΠΑΣΟΚ πρώην εκλογέων του. Το γεγονός ότι σε κάποιους νομούς κατέλαβε τη δεύτερη θέση, πιστοποιεί τις εσωτερικές μεταβολές στο εκλογικό σώμα. Το παράδειγμα της Κρήτης είναι το πιο χαρακτηριστικό. Αν και είναι πολύ νωρίς να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα, το σίγουρο εντούτοις είναι ότι η αλλαγή συσχετισμών σε κάποιο βαθμό προδιαγράφει μια διαδικασία αντίστροφης μέτρησης.
Η αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του ΣΥΡΙΖΑ, στον αποκαλούμενο αντιδεξιό χώρο, είναι ναι μεν μια δύσκολη πολιτική άσκηση, ωστόσο η πρωτοφανής καθίζησή του δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Η σκιά που έχει πέσει πάνω του, αλλά και οι εσωκομματικές αναταράξεις, τον καθιστούν εξαιρετικά αδύναμο.
Η κρίση ταυτότητας την οποία αντιμετωπίζει συνιστά δομικό πρόβλημα. Η υποτιθέμενη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια επιχείρηση συριζοποίησης του προτάγματος της σοσιαλδημοκρατίας. Η αδυναμία του να απαγκιστρωθεί από το αντισυστημικό του παρελθόν, απομείωσε την επιρροή που είχε αποκτήσει. Και το κυριότερο κράτησε ζωντανό το αντιΣΥΡΙΖΑ κλίμα. Αντί της ωρίμανσης και της εξέλιξης επέλεξε τη στασιμότητα με επακόλουθο την αναπόφευκτη φθορά του.
Οι αναδιατάξεις που σημειώθηκαν στο πολιτικό οικοσύστημα είναι πράγματι αξιοσημείωτες. Δεν είναι μόνο οι σημαντικές διαρροές του προς το ΠΑΣΟΚ, ανατρέποντας τα δεδομένα της μνημονιακής περιόδου. Αλλά και η συνεχιζόμενη στήριξη του Κυριάκου Μητσοτάκη από κεντροαριστερούς ψηφοφόρους, εξαιτίας της ανερμάτιστης πολιτικής που ακολούθησε ως αξιωματική αντιπολίτευση τα τέσσερα τελευταία χρόνια.
Εξ ου και το πλειοψηφικό ρεύμα το οποίο στράφηκε σ’ αυτόν, συγκροτείται από δυνάμεις που έχουν διαφορετική κομματική καταγωγή, αλλά κοινές προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Και πρωτίστως μοιράζονται βαθύτερες πολιτικές ανάγκες, όπως εκείνη της σταθερότητας.
Μετά το σεισμό των εκλογών, ο αναδασμός στο χώρο της κεντροαριστεράς είναι αναμφίβολα μια υπόθεση ανοικτή. Το έδαφος είναι αρκετά πρόσφορο για γόνιμες αναδιανομές. Η προοπτική επαναπατρισμού ψηφοφόρων στο ΠΑΣΟΚ είναι πλέον ορατή. Αρκεί βέβαια να συνειδητοποιήσει ότι το στοίχημα που καλείται να βάλει και να κερδίσει, αποτελεί μια έμπρακτη διαβεβαίωση προς το κοινωνικό σώμα ότι στο σύνολό του, το ίδιο το κόμμα αντιλαμβάνεται τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της νέας εποχής και είναι ικανό να ανταποκριθεί σε αυτές.
Το ΠΑΣΟΚ άλλωστε ήταν γέννημα αμφισβήτησης. Η μεγάλη δύναμή του ήταν ότι είχε τη δύναμη να αμφισβητεί τις ίδιες τις επιλογές του, να ανιχνεύει εναλλακτικές διαδρομές και να διαμορφώνει τις αντίστοιχες πολιτικές. Το έδειξε από την πρώτη στιγμή που εμφανίσθηκε στον πολιτικό ορίζοντα, αμφισβητώντας τα κατεστημένα της εποχής, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. Καθώς και τα κατεστημένα τα οποία μοιραία και εύλογα δημιουργούσε μέσα στον εσωτερικό μηχανισμό του. Η Αλλαγή του Ανδρέα Παπανδρέου και ο Εκσυγχρονισμός του Κώστα Σημίτη, σημάδεψαν καθοριστικά την πορεία του τόπου, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους.
Στην τωρινή περίοδο η μάχη για την ανασύνθεση της κεντροαριστεράς είναι συνυφασμένη με την ανάγκη ενός σύγχρονου πολιτικού λόγου, δίχως τους παρωχημένους μανιχαϊσμούς και τις αγκυλώσεις του παρελθόντος. Ενός σύγχρονου λόγου που θα διαφαίνεται στις νέες πολιτικές του θέσεις και θα συνδέεται οργανικά με τις αναζητήσεις ιδεολογικές, πολιτικές προγραμματικές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Και θα ανταποκρίνεται στην αναγκαιότητα διευρυμένης αντίληψης της πολιτικής κατά την Γκραμσιανή επιδίωξη.
Το έργο το οποίο έχει επιφορτιστεί ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι αναμφίβολα εξαιρετικά σύνθετο και δύσκολο. Η πρόσφατη εκλογική επίδοση του ΠΑΣΟΚ είναι αέρας στα πανιά του. Με τη γνώση και την εμπειρία που έχει συλλέξει, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ότι η αναβάπτιση του κόμματος του συνδέεται ευθέως, με τη προσαρμογή του στο σημερινό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.
Στο πεδίο αυτό θα κριθεί και θα αξιολογηθεί αυστηρά η ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη. Το κενό που αφήνει πίσω της η δραματική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα καλυφθεί με ένα ΠΑΣΟΚ που θα προσομοιάζει με το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Ούτε βέβαια με την αφύπνιση αντιδεξιών και αντιμητσοτακικών αντανακλαστικών.
Το ΠΑΣΟΚ αν «ανοίξει» στα μηνύματα της εποχής έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει το ενδιαφέρον των πολιτών που αναζητούν μια νέα πολιτική έκφραση, και κυρίως εκείνων που αυτοτοποθετούνται στο Κέντρο. Η αιμορραγία πρώην ψηφοφόρων του, προς τον Μητσοτάκη δείχνει ότι η αναδημιουργία και ο εκσυγχρονισμός του ΠΑΣΟΚ καθίσταται ζωτική προτεραιότητα. Η αλήθεια μιας πρόθεσης είναι η πράξη, για να θυμηθούμε τον Χέγκελ.