Του Γιώργου Πανταγιά
Δείκτης της πολύ χαμηλής ποιότητας της πολιτικής ζωής, είναι η τωρινή μάχη της κάλπης. Η υποβάθμιση της απομειώνει δραστικά, αν δε εξοστρακίζει, την αξία της. Με άλλα λόγια, έχει αποψιλωθεί από νέες ιδέες και σύγχρονες αντιλήψεις. Πόσο μάλλον απ’ τα κοινωνικά προτάγματα ,τα οποία υποτίθεται ότι πρεσβεύουν τα κόμματα. Η γύμνια τους δεν κρύβεται, είναι πασιφανής.
Η υστέρησή τους, ιδεολογική, πολιτική, προγραμματική, δεν τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στις ανάγκες και στις απαιτήσεις της χώρας, της οικονομίας και της κοινωνίας. Ουσιαστικά συντηρούν και αναπαράγουν τις στρεβλώσεις, αγκυλώσεις, ιδεοληπτικές εμμονές, ενός μαρμαρωμένου πολιτικού οικοδομήματος. Και το χειρότερο ενσαρκώνουν μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών.
Η διάσταση της σημερινής πολιτικής τάξης με το ευρύτερο κοινωνικό σώμα είναι υπαρκτή και έντονη. Η αποδοχή της είναι περιορισμένη. Η απόσταση που έχει προκληθεί, διευρύνεται διαρκώς. Μάλιστα το ρήγμα τροφοδοτεί τα άκρα, ενισχύοντας περαιτέρω τη λεγόμενη αντισυστημική αντίδραση. Η τάση αποχής από τις εκλογικές διαδικασίες, κερδίζει συνεχώς έδαφος. Η κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών, με την πλειονότητα των πολιτικών εκπροσώπων, αντιστρατεύεται την ανθεκτικότητα των δημοκρατικών θεσμών. Η αδιαφορία και η αποστροφή λειτουργεί διαβρωτικά.
Η αλλαγή και η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, κάθε άλλο παρά αμβλύνουν τα προβλήματα τα οποία έχουν δημιουργηθεί. Και αυτό γιατί δεν συνοδεύονται με πραγματικές τομές και αναθεωρήσεις στις δομές, στην πολιτική ατζέντα καθώς και στο δημόσιο λόγο των κομμάτων. Εξ ου και η απεξάρτηση τους από τα υποδείγματα του παρελθόντος, παραμένει ζητούμενο. Φυσικό επακόλουθο ενόψει εκλογών, ο πολιτικός ανταγωνισμός να επανέρχεται στα γνωστά κλισέ και στερεότυπα. Έτσι βλέπουμε να κυριαρχούν οι ανούσιες αντιπαραθέσεις, οι μικροπολιτικές αντιδικίες, εμποτίζοντας με τοξικότητα τη δημόσια ζωή. Επιπροσθέτως δε, υπάρχει μια ασύστολη πλειοδοσία, αγνοώντας τις δυνατότητες της οικονομίας και της χώρας.
Οι πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής, έχουν υποκαταστήσει τα διακυβεύματα του τόπου, με την προσωπική και την κομματική τους επιβίωση. Φαίνεται να συγχέουν τα μέσα με τους σκοπούς, αδιαφορώντας για την στέρεη, ισχυρή και βιώσιμη κυβερνησιμότητα. Με όπλο διάφορα στρατηγήματα, προσπαθούν να επηρεάσουν την ψήφο των εκλογέων. Κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι επενδύουν στην αφύπνιση αρνητικών αντανακλαστικών. Με εργαλείο το φόβο, επιδιώκουν την αποδοχή των ψηφοφόρων στους οποίους απευθύνονται.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διεκδικώντας την περιώνυμη αυτοδυναμία, επισείει το φόβητρο της ακυβερνησίας. Φτάνει δε στο σημείο να ενοχοποιεί τους αντιπάλους του, κινδυνολογώντας. Μολονότι γνωρίζει, πως απ’ τις κάλπες δεν θα προκύψουν οι πολιτικές και αριθμητικές προϋποθέσεις για συνεργασία, τους εγκαλεί για κυβέρνηση τερατογένεσης. Μάλιστα επαναφέρει στο δημόσιο λόγο, τη ζοφερή πραγματικότητα του 2015 με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αξιοποιώντας στο έπακρο τα όσα επικίνδυνα και βλακώδη, υποστηρίζει σήμερα ο ανερμάτιστος Βαρουφάκης. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι το μείγμα νοθευμένων πολιτικών συντηρητικής αναδίπλωσης, πολιτικαντισμού και ελαφρότητας, σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά σύγχρονη στρατηγική πρόταση.
Ο Αλέξης Τσίπρας προσερχόμενος στις επικείμενες εκλογές, φαντασιώνεται με την αποκαλούμενη προοδευτική διακυβέρνηση. Πολιτεύεται εκτός πραγματικότητας, με αποτέλεσμα το εγχείρημα που προβάλλει να στερείται πρακτικής υπόστασης. Εξάλλου πρόκειται για ένα τέχνασμα το οποίο εδράζεται σε ετερόκλητες δυνάμεις, δίχως την παραμικρή συνεκτική σχέση μεταξύ τους. Η σύμπραξη με εκφραστές ανόητων και αναχρονιστικών αντιλήψεων, που ονειρεύονται την επιστροφή στη δραχμή ή θεωρούν την Ευρωπαϊκή Ένωση προπύργιο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δεν είναι μόνο μια συντηρητική συνταγή, αλλά βαθιά αντιδραστική. Η αδυναμία του πρώην Πρωθυπουργού να προχωρήσει σε μία ουσιαστική ανατοποθέτηση, εναρμονιζόμενος με το τωρινό κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον του, διαιωνίζει το πρόβλημα αξιοπιστίας του. Και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό, δεν του επιτρέπει να διευρύνει τα πολιτικά του όρια.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης, προσπαθώντας να ενισχύσει τη συνοχή της διχασμένης εκλογικής και κοινωνικής βάσης του κόμματός του, έχει καταφύγει σε πολιτικές ακροβασίες. Η επιλογή του να μη δυσαρεστήσει τους δυνητικούς ψηφοφόρους του, τον ώθησε σε μια απαίδευτη προσέγγιση, με κίνδυνο να φανεί, ότι βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Εύλογο είναι να επιτείνει τη σύγχυση και τη δυσπιστία σε ένα αξιόλογο τμήμα του εκλογικού σώματος, το οποίο προσβλέπει στις κεντροαριστερές αξίες και στις εκσυγχρονιστικές ιδέες. Επιπλέον δεν απαντά με πειστικό τρόπο, στους προβληματισμούς αλλά και στις ενστάσεις των εκλογέων, του άλλοτε κραταιού κόμματος του. Έτσι η πρότασή του για κυβέρνηση συνεργασίας, μένει μετέωρη. Και το χειρότερο επιτρέπει στους αντιπάλους του, εσκεμμένα να τον εγκαλούν, πως αντιστρατεύεται την κυβερνησιμότητα του τόπου, μολονότι ο πυρήνας της πολιτικής του, βρίσκεται σε αρμονία με την διασφάλισή της.
Πάντως όπως προκύπτει οι πρωταγωνιστές της πολιτικής, έχουν διαφορετικές στοχεύσεις, προσωπικές, κομματικές, αλλά και είναι δέσμιοι αυταρεσκειών και μονομερειών. Οι προϋποθέσεις για συνεργατικές επιλογές, εξακολουθούν και είναι ελάχιστες. Το βέβαιο είναι ότι δίνουν την εκλογική μάχη με ακατάλληλα όπλα.