Του Γιώργου Πανταγιά
Στα βουρκόνερα της πολιτικής ζωής, τα μεγάλα προβλήματα του τόπου περνούν κάτω από τα ραντάρ της. Οι πρωταγωνιστές, ουσιαστικά σκηνοθετούν το δράμα της υστέρησης της Ελλάδας.
Η κυβέρνηση βυθισμένη σε μια υπερχειλίζουσα υπεροψία, σκάλωσε στους ιμάντες της εξουσίας. Παγιδευμένη στην αίσθηση της παντοδυναμίας, ήταν αναμενόμενο να εμφανισθούν φαινόμενα εκχυδαϊσμού. Με άλλα λόγια επιβεβαιώνεται η γνωστή ρήση: Η εξουσία φθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει. Οι υποκλοπές των τηλεφωνικών επικοινωνιών του Νίκου Ανδρουλάκη, δεν είναι ένα απλό λάθος. Ούτε είναι άστοχες ενέργειες, οι δυσώδεις συναλλαγές του διαβόητου βουλευτή της ΝΔ κ. Πάτση.
Η κυβερνητική προσπάθεια υποβάθμισης των δύο αυτών γεγονότων, δεν απαλύνει το δυσμενές κλίμα το οποίο έχει ήδη δημιουργηθεί. Απεναντίας είναι πράξεις που αντιστρατεύονται τις διακηρύξεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, για διαφάνεια και ήθος. Επιπροσθέτως οι συγκεκριμένες σκιερές υποθέσεις, απομειώνουν την αποδοχή του Πρωθυπουργού υποσκάπτοντας την κυριαρχία του.
Βέβαια το χειρότερο είναι, ότι με τα όσα πράττουν οι διάφοροι αξιωματούχοι του κυβερνόντος κόμματος, η πολιτική από ζωογόνος και ηθικοπλαστική δύναμη, μετατρέπεται σε συνώνυμο σκοτεινών και ανομολόγητων επιδιώξεων, ιδιοτέλειας και συναλλαγής. Οι διατυμπανιζόμενες αρχές και αξίες πάνε περίπατο, ενώ κυριαρχούν ο κυνισμός και ο εκφυλισμός. Έτσι εξηγείται και η κρίση εμπιστοσύνης, που διαπερνά το κοινωνικό σώμα ως προς τους ιθύνοντες της κομματικής τάξης. Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης δεν έχουν βγει από παρθενογένεση. Το κυβερνητικό τους παρελθόν, τους ακολουθεί.
Το αποκαλούμενο ηθικό πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ, εξανεμίστηκε μέσα στους σκοτεινούς εξουσιαστικούς μηχανισμούς, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του. Επηρμένος, πολιτεύτηκε εκτός κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Δέσμιος ιδεοληψιών, επέδειξε ένα πρωτοφανή πολιτικό πρωτογονισμό. Η δυσαρμονία του, με τις σημερινές ανάγκες και απαιτήσεις, τον καθιστά ανήμπορο ακόμη και να εισπράξει την κυβερνητική φθορά.
Ο απαίδευτος αντιπολιτευτικός του λόγος, επιβεβαιώνει την έλλειψη μιας σύγχρονης και επίκαιρης πολιτικής πρότασης. Η αδυναμία του να προσαρμοστεί στο τωρινό περιβάλλον, περιορίζει τους εκλογικούς του ορίζοντες. Μολονότι ο Αλέξης Τσίπρας, συνιστά ένα ισχυρό όπλο για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εντούτοις η κρίση αξιοπιστίας που ο ίδιος αντιμετωπίζει, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα όρια της απήχησης και της αποδοχής, του Πρώην Πρωθυπουργού.
Η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ είναι αναμφίβολα πιο σύνθετη. Η ανάταξή του, μετά την υπαρξιακή κρίση που βίωσε, κάθε άλλο παρά είναι εύκολη υπόθεση. Πρόκειται για ένα εγχείρημα, το οποίο ισοδυναμεί με τη θεμελίωση μιας νέας ιδεολογικοπολιτικής υπόστασης. Το σίγουρο είναι ότι η επαναφορά του στο κέντρο της πολιτικής σκηνής, δεν μπορεί να επιτευχθεί με ξεπερασμένες προσεγγίσεις και φορμαλισμούς του παρελθόντος. Αντιθέτως προϋποθέτει μια ουσιαστική αναθεώρηση της στρατηγικής του, προκειμένου να εκφράσει τα δυναμικά τμήματα της μεταρρυθμιστικής και εξωστρεφούς κεντροαριστεράς.
Εξάλλου έτσι θα καταστήσει διακριτή τη διαφορά του έναντι των ανταγωνιστών του, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Και το σημαντικότερο, θα έχει τη δυνατότητα να δώσει με τρόπο πειστικό και αξιόπιστο τη δική του απάντηση, στο υπαρκτό και ζωτικό δίλλημα της διακυβέρνησης του τόπου. Η σοσιαλδημοκρατική επαγγελία του Νίκου Ανδρουλάκη, για να αποκτήσει πρακτικό αντίκρισμα, χρειάζεται μια ισχυρή πολιτικότητα η οποία δεν θα εδράζεται στα γνωστά στερεότυπα και κλισέ. Και πολύ περισσότερο έχει ανάγκη έναν αντιπολιτευτικό λόγο, που δεν θα προσομοιάζει με εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα είναι σύγχρονος και επίκαιρος.
Επιπλέον οι δυνάμεις του λαϊκισμού, που αποκολλήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ, δεν δείχνουν να θέλουν να επιστρέψουν στην προγενέστερη πολιτική μήτρα τους. Ούτε φαίνεται να αναζητούν νέες πολιτικές εκφράσεις. Προτιμούν να παραμένουν σταθερά προσηλωμένες στις επιλογές τους.
Πάντως οι πρωταγωνιστές του κομματικού ανταγωνισμού, όσο δεν απαγκιστρώνονται από το σύνδρομο του κυβερνητισμού και της απαίδευτης αντιπολιτευτικής αναμέτρησης, ένα είναι βέβαιο: Αδυνατούν να ανταποκριθούν, για να θυμηθούμε και τον Αντόνιο Γκράμσι, «στην αναγκαιότητα διευρυμένης αντίληψης της πολιτικής». Και το κυριότερο, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι να περνούν, κάτω από τα ραντάρ της βιοπολιτικής.