Του Παντελή Μπουκάλα*
Αιώνες δύο μετά την απελευθέρωσή μας, και με τη μεταπολίτευση να πενηνταρίζει, είμαστε μια ενήλικη, ώριμη χώρα. Ή θα ‘πρεπε να είμαστε. Δεν φαίνεται όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η συμπεριφορά μας σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η εικόνα που πλάθουμε για τον εαυτό μας, τον ενικό και τον πληθυντικό, παραμένει αιχμάλωτη μιας παλιμπαιδίζουσας υπερβολής. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε το σημειωτόν μας στην πεπατημένη, εσωτερικά διχασμένοι ανάμεσα στην αχαλίνωτη οίηση («είμαστε οι πρώτοι, ο ομφαλός του κόσμου…») και στη μαζοχιστική αυτοταπείνωση: «Αυτή είναι η Ελλάδα, καλό περιμένεις;…»
Σαν να ζούμε στη δική μας εκδοχή τα βάσανα του Σισύφου, που ανέβαινε για να κατέβει και κατέβαινε για ν’ ανέβει, ασταμάτητα, δίχως ελπίδα διαφυγής, πηγαινοερχόμαστε αέναα από την κορυφή της αυτοεξύψωσης στον πάτο της αυτοκαταβαράθρωσης, χωρίς να περνάει στα σοβαρά από τον νου μας το ενδεχόμενο του «ανάμεσα», του «μεταξύ». Η ακατάπαυστη ιλιγγιώδης μετακίνηση από το ζενίθ στο ναδίρ, και αντιστρόφως, χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς περίσκεψης, θολώνει την κρίση μας. Μας ζαλίζει σαν βαρύ μεθύσι. Με κατάρα μοιάζει πια, όχι με έμπειρο οδηγό βίου, εκείνο το προγονικό «μέτρον άριστον», που θρυλείται ότι ανήκει στα τιμαλφή της πνευματικής προίκας μας, εξ ου και η μετατροπή του σε Γνωμικό Κάδρου, καρφωμένου σε σχολεία, υπηρεσίες κ.α. Πετάμε ένα μάγκικο «η μετριοπάθεια είναι για τους μετρίους» και προσπερνάμε το «μέτρον…» χλευάζοντάς το όπως οι άριστοι (ιδίως οι κατά φαντασίαν ή κατά φήμην) τους «παρακατιανούς».
Το πεδίο όπου αποκαλύπτεται εναργέστερος ο διχασμός μας ορίζεται από το πώς ερμηνεύουμε και αξιολογούμε το βλέμμα των ξένων, των άλλων, απέναντί μας. Το βλέμμα αυτό θα μπορούσε να αποβεί εξαιρετικά ωφέλιμο για την αυτογνωσία μας, αν κατορθώναμε να το διαβάσουμε απροκατάληπτα και να διακρίνουμε τα άξια λόγου πράγματα από τα ασήμαντα. Αν δηλαδή δεν ήμασταν μονίμως παγιδευμένοι από την προσδοκία του οφειλόμενου επαίνου («μα είναι δυνατόν να μη δοξάσει κάθε τρίτος την κοιτίδα του πολιτισμού;») και από τη σιγουριά ότι κάθε ψόγος απορρέει από ανθελληνική κακοήθεια.
Εξακολουθούμε λοιπόν να ξιπαζόμαστε με πράγματα που θα ‘πρεπε να τα παρακάμπτουμε σαν ασήμαντα για την αυτοπεποίθησή μας. Ταυτόχρονα, πανικοβαλλόμαστε στην πρώτη κριτική, στον πρώτο έλεγχο των πεπραγμένων μας. Αρνιόμαστε πεισματικά το ενδεχόμενο να μην είμαστε 100% ενάρετοι και άριστοι στα πάντα. Αρνιόμαστε δηλαδή την πραγματικότητα. Και καταφεύγουμε στη διαβολή, στους μειωτικούς χαρακτηρισμούς και στη συνωμοσιολογία: «βαλτοί», «εκμισθωμένοι από ξένο δάκτυλο», «έλα μωρέ, ούτε η μάνα τους δεν τους ξέρει», «έχεις πάει στη Σάμο;»
Εκδοχή γραφής είναι και η διαγραφή. Εκδοχή δημοσιογραφίας η αποπληροφόρηση. Και εκδοχή φιλελευθερισμού ο ετσιθελισμός.
Για παράδειγμα, με τόσες δεκαετίες φθοροποιού τουριστικής «ανάπτυξης», δεν πάψαμε να πανηγυρίζουμε με παιδική ανωριμότητα όποτε κάποιος υπερεπώνυμος φθάνει στην Ελλάδα, και ειδικά στη Μύκονο, όχι «νησί των ανέμων» πια, αλλά ανεμοσκορπισμένο. Να πεις πως είμαστε στο ’60, άντε στο ’80, και χρειαζόμαστε να ξεφυσήξει χορτασμένος «ελληνικό καλοκαίρι» ο τάδε ξένος διάσημος του αθλητισμού ή του κινηματογράφου ή ο δείνα διαβόητος της διεθνούς χλιδοκρατίας, ώστε να φουσκώσουν τα πανιά του τουριστικού μας σκάφους; Οχι. Στο 2022 είμαστε. Με φρεσκογυαλισμένο το brand name μας στην περυσινή επέτειο, αφού αυτός ο αγοραίος στόχος κρίθηκε επισήμως σαν ο πιο ταιριαστός τρόπος για να αποδοθεί η πρέπουσα τιμή και να ενεργοποιηθεί η μνήμη. Δεν έχουμε ανάγκη πια να προστεθούν πάνω στον καθαυτό μαγνήτη-Ελλάδα αμφίβολα μαγνητάκια εισαγωγής, διεθνείς αστέρες του τραγουδιού, του ποδοσφαίρου, του σινεμά, του ιντερνετίου. Η παπαρατσογραφία μας όμως, χάρτινη και γυάλινη, επιμένει: «Χαράς ευαγγέλια! Φωτογραφήθηκε δίπλα στην ελληνική σημαία, πάνω στο σκάφος του, ο τάδε σταρ».
Και; Κρουαζιέρα στη Μεσόγειο κάνει, με τη θαλαμηγό του. Στην Ισπανία θα φωτογραφήθηκε δίπλα σε λάβαρο ισπανικό, στην Τυνησία σε τυνησιακό και στον Βόσπορο θα ποζάρει με την τουρκική σημαία. Οικοδομείται άραγε εθνική αυτοπεποίθηση με τέτοια άχυρα; Είναι δυνατόν να συνεχίζουμε να ερμηνεύουμε σαν απόδειξη του καθολικού γοήτρου της Ελλάδας και της «μοναδικότητάς» της τον ερχομό δέκα, πενήντα, χιλίων διασήμων, από τους αναρίθμητους που διαθέτει πλέον η διαδικτυωμένη οικουμένη; Ή να μετράμε σαν τεκμήριο της παντοειδούς ανωτερότητάς μας τα ρεκόρ προσέλευσης τουριστών; Και μάλιστα όταν η καταστροφή σχεδόν όλων των στοιχείων που όριζαν το «ελληνικό καλοκαίρι» πιστοποιεί ότι πλέον χρειαζόμαστε τουριστοαπωθητικά, αν επιτρέπεται η μεταφορά, και όχι τουριστοθηρευτικά;
Ξενολατρία από τη μια, ξενοδακτυλολογία από την άλλη. Το δίπολο αυτό αποκαλύπτεται σαφέστατα στην υποδοχή που επιφυλάσσουμε στις αναφορές των διεθνών μέσων ενημέρωσης στη χώρα μας. Το στερεότυπο «Πρώτο θέμα η Ελλάδα σε όλα τα έγκριτα ξένα ΜΜΕ» είναι πάνω πάνω στη στοίβα των κλισέ, για να το βρίσκουμε εύκολα, όποτε κάποιο ξένο Μέσο πει τον καλό του λόγο. Και πόσες φορές δεν το έχουμε ακούσει από τα κανάλια μας, κρατικά και ιδιωτικά. Και με τι σπουδή αναπαράγουμε τους ετήσιους καταλόγους των «δέκα ωραιότερων νησιών της Ευρώπης» ή των «εκατό ομορφότερων παραλιών του κόσμου». Θαρρείς και βρέθηκε επιτέλους το ακριβοδίκαιο μέτρο αντικειμενικού προσδιορισμού της αισθητικής αξίας. Ή θαρρείς και το γούστο έπαψε να είναι μια αυστηρώς προσωπική υπόθεση.
Ακόμη κι όταν το εγκώμιο των ξένων αφορά τον ήλιο ή τη θάλασσά μας, που μάλλον δεν είναι δημιουργήματα των χειρών μας, αυτοθαυμαζόμαστε λες και τον πλάσαμε εμείς τον ήλιο, εμείς και τα πελάγη. Φυσικά και πρέπει να προσέχουμε τι λένε οι αλλοεθνείς για εμάς. Η αυτοεκτίμησή μας όμως δεν μπορεί να βιοπορίζεται με ξένα δάνεια. Κυρίως, δε, οφείλει να είναι ανοιχτή στην κριτική. Οχι απλώς να την ανέχεται, αλλά να την επιζητεί. Και να μην της καταλογίζει «ανθελληνισμό», «φιλοερντογανισμό», «εξαγορασμένη ψευδολογία» και ό,τι άλλο υβριστικό, όταν δεν συμφωνεί με τους ολυμπιόνικους που συνθέτουμε εμείς για την κυβέρνησή μας, τον πρωθυπουργό, τις επιδόσεις μας στην αντιμετώπιση της πανδημίας ή στην προστασία των δασών, τα έργα στην Ακρόπολη και το μετρό της Θεσσαλονίκης, τη δράση της ΚΥΠ, τη συμπεριφορά μας στο Αιγαίο και στον Εβρο απέναντι στους μετανάστες και στους πρόσφυγες.
«Μα τι λέω, τι λέω, τι λέω» – το λέω μόνος μου το τραγούδι του Γιώργου Μαργαρίτη, ερίτιμε κυβερνητικέ, που σπεύδεις να χρεώσεις ανθελληνική προπαγάνδα σε έγκριτα διεθνή Μέσα όταν το βλέμμα τους διαφέρει από το εθελότυφλο δικό σου. Δεν θα ‘ταν φρονιμότερο να αποσιωπήσεις το θέμα, όπως ευφυώς έπραξαν φιλοκυβερνητικά κανάλια και εφημερίδες; Εκδοχή γραφής είναι και η διαγραφή. Εκδοχή δημοσιογραφίας η αποπληροφόρηση. Και εκδοχή φιλελευθερισμού ο ετσιθελισμός. Απάντησες μήπως στον αυστηρότατο έλεγχο του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, του κ. Νίκου Αλιβιζάτου, του κ. Μιχάλη Σταθόπουλου; Οχι. Τότε γιατί να ασχοληθείς με κάποιον Αλεξάντερ Κλαπ κάποιων New York Times;
*Ο Παντελής Μπουκάλας είναι αρθρογράφος, συγγραφέας