Του Κώστα Μποτόπουλου*
Η συμπλήρωση ενός χρόνου θητείας του προέδρου Μπάιντεν και η αναπότρεπτη πορεία του Μπόρις Τζόνσον στην ταπεινωτική αποπομπή ξαναφέρνουν με επίταση στην επιφάνεια το έλλειμμα ηγετικών προσωπικοτήτων. Το ζήτημα ξεπερνά τα σύνορα, τόσο τα γεωγραφικά – Ανατολή/Δύση – όσο και τα πολιτικά – δημοκρατικά/αυταρχικά καθεστώτα. Ισως πιο εύγλωττο είναι αυτό που συμβαίνει σταθερά εδώ και δύο περίπου δεκαετίες στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στις κορυφαίες θέσεις της οποίας ανέρχονται πρόσωπα είτε εμφανώς ανεπαρκή (Μπαρόζο και Φον ντερ Λάιεν) είτε καλών προθέσεων αλλά χαμηλού ηγετικού αναστήματος (Γιούνκερ και λίγο παλαιότερα Πρόντι). Παρόμοια είναι η κατάσταση και σε εθνικό επίπεδο, σε βαθμό που όταν λέμε «ηγέτης» τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη το μυαλό μας να πηγαίνει αυτομάτως στην Ανγκελα Μέρκελ, μια ασφαλώς σοβαρή αλλά αντικειμενικά μη υπερβατική προσωπικότητα.
Μόνιμη, και δικαιολογημένη, επωδός: σε εποχή διογκούμενων, και μάλιστα απειλητικών σε παγκόσμιο επίπεδο, προβλημάτων (υπόγειος και σιγά σιγά όχι και τόσο υπόγειος «ψυχρός πόλεμος», κλιματική αλλαγή, υπονομευτικές της δημοκρατίας ανισότητες, μετάλλαξη μέσω της τεχνολογίας), λείπουν απελπιστικά οι «Ρούζβελτ», οι «Τσόρτσιλ» και οι «Αντενάουερ» (και στα δικά μας οι αυθεντικοί «Καραμανλήδες» και «Παπανδρέου»), ή έστω οι «Μιτεράν», οι «Μπραντ/Σμιτ/Κολ», οι «Ντελόρ» (και οι «Σημίτηδες»). Ισχύει, αλλά με επιφυλάξεις και αποχρώσεις.
Πρώτον, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι ακριβώς το είδος των προκλήσεων της εποχής μας, η πτώση των συνόρων, η κυριαρχία της τεχνολογίας και της οικονομίας έναντι της πολιτικής, έχουν διαμορφώσει προσφορά, αλλά και ζήτηση, για άλλου είδους – θα μπορούσαμε να πούμε: μη χαρισματικές – προσωπικότητες στην εξουσία.
Δεύτερον, δεν πρέπει να μυθοποιούμε τους «παλαιούς» ηγέτες, οι οποίοι, με την εξαίρεση ίσως του Ρούζβελτ, μπορεί να μην αναγνωρίζονταν ανεπιφύλακτα στην εποχή τους («μαύρες σκιές» συνόδευαν πάντα σε προσωπικό επίπεδο τον Μιτεράν και σε πολιτικό τον Αντενάουερ, τον Κολ, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή), ή αναθεωρείται σήμερα μέσα από την ιστορική έρευνα η προσφορά τους (όπως για τις πέραν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επιδόσεις του Τσόρτσιλ και την επιρροή του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξάπλωση του λαϊκισμού στην Ελλάδα). Και τρίτον, και πρακτικά κυριότερον, δεν πρέπει να υποτιμάται η επιβίωση της «ηγετικότητας», έστω σε παραλλαγμένη μορφή.
Δύο εξελίξεις των ημερών μας, η έκβαση των οποίων αναμένεται με πραγματικό ενδιαφέρον σε ολόκληρη την Ευρώπη, αποτελούν την καλύτερη εικονογράφηση. Το αν ο Ντράγκι θα συνεχίσει ως πρωθυπουργός της Ιταλίας ή θα μεταπηδήσει στην Προεδρία (ή θα πάει σπίτι του και στα εγγόνια του) και το αν ο Μακρόν θα επανεκλεγεί την άνοιξη πρόεδρος της Γαλλίας (ή θα χάσει αφήνοντας την Ευρώπη ακέφαλη και μένοντας με το στίγμα του διάττοντος αστέρα) είναι γεγονότα που δεν συνδέονται μόνο με την τύχη των συγκεκριμένων προσώπων και των χωρών τους αλλά και με υποδείγματα ηγεσίας που διαφέρουν από τον τρέχοντα κανόνα.
Ο ιταλός πρωθυπουργός καταρρίπτει πολλούς μύθους: δεν είναι καν εκλεγμένος, έρχεται στην πολιτική από τον κόσμο της οικονομίας, δεν είναι νέος, δεν «γράφει» στην οθόνη. Στην εξουσία όμως, και προηγουμένως στις άλλες σημαντικές θέσεις που κατείχε, έδειξε συγκρότηση, επιμονή στους στόχους, διορατικότητα και πειστικότητα, δημοκρατικό ήθος και διαχειριστική ικανότητα – όλα καταφανώς ηγετικά χαρακτηριστικά, που είχαν καιρό να εμφανιστούν μαζεμένα, ιδίως στη χώρα του. Ο γάλλος πρόεδρος ξεκίνησε από εντελώς διαφορετική αφετηρία – υπερβολικά νέος, φιλόδοξος, «οραματικός» – αλλά δεν ξόδεψε κι αυτός τις δυνάμεις του σε σκιαμαχίες: όπως ο Ντράγκι, έτσι και ο Μακρόν έδωσε/δίνει μάχη ώστε η ανάπτυξη, η σταθεροποίηση και, τελικά, η συμβολή των χωρών τους να μην αφορά μόνο την οικονομία αλλά και μια αλλαγή νοοτροπίας και να μην έχει αποκλειστικά εθνικό χαρακτήρα αλλά να αντανακλά στην κοινή ευρωπαϊκή πορεία.
Δεν είναι τυχαίο αλλά είναι ζήτημα που θα απαιτούσε ειδικές αναλύσεις (επιφυλάσσομαι): και για τους δύο αυτούς ηγέτες, κανένας δεν είναι σε θέση να πει με σιγουριά αν ανήκουν στη «Δεξιά» ή στην «Αριστερά». Αντίθετα, είναι βέβαιο ότι ανήκουν στη δημοκρατία.
*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος