του Γιώργου Πανταγιά
Οι αντιφάσεις είναι ο άλλος εαυτός μας. Είναι εκείνος που θέλουμε και ταυτόχρονα απωθούμε. Ουσιαστικά πρόκειται για μια αμφίσημη κατάσταση: Άλλα λέμε και πράττουμε τη μια στιγμή κι’ άλλα την άλλη. Είτε γιατί στερούμαστε σταθερής και συγκεκριμένης στόχευσης. Είτε διότι είμαστε ευάλωτοι στα πρόσκαιρα και τα εφήμερα με συνέπεια τη συνεχή αμφιταλάντευση. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις η απουσία στρατηγικού ορίζοντα είναι εμφανής. Έτσι εξηγείται ότι οι περισσότερες αποφάσεις και ενέργειες μας, υπόκεινται σε τακτικισμούς της στιγμής και της συγκυρίας.
Στο πεδίο της πολιτικής οι αντιφάσεις είναι κραυγαλέες. Τα γεγονότα δεν είναι στιγμιαία αλλά διαρκή. Δεν οφείλονται μόνο στις απρόσμενες εξελίξεις. Κάτι που θα ήταν σε κάποιο βαθμό εύλογο. Απεναντίας δημιουργούνται εξαιτίας των ανακόλουθων επιλογών. Και αυτό γιατί όλα σχεδόν υπαγορεύονται από το πως θα είναι αρεστοί οι πολιτικοί εκπρόσωποι σε διάφορα τμήματα του εκλογικού σώματος. Πρωτίστως δε, αναμετρώνται με το φόβο του πολιτικού κόστους. Με απλά λόγια κύριο μέλημα τους είναι να συντηρούν μια ζοφερή πραγματικότητα, αδιαφορώντας για την υπαρκτή και έντονη υστέρηση του τόπου.
Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα. Δεν περιορίζονται μόνο στα τρέχοντα προβλήματα. Αλλά αφορούν και γενικότερα στρατηγικά ζητήματα τα οποία συνδέονται με τους πολιτικούς προσανατολισμούς του κάθε κόμματος. Η διαχείριση της πανδημίας από τους δύο μονομάχους, βρίθει από αντιφάσεις και αμφισημίες. Οι κυβερνητικές αποφάσεις το αποδεικνύουν. Οι δισταγμοί και η αναβλητικότητα από τη μια, το άγχος και ο φόβος απ’ την άλλη, δεν συνθέτουν μια σταθερή και αποτελεσματική γραμμή πλεύσης. Το σημαντικότερο καθιστούν την κυβέρνηση ευάλωτη σε άκαιρες μεταστροφές. Ταυτόχρονα χάνει πολύτιμο χρόνο, αντιμετωπίζοντας την υγειονομική κρίση με το βλέμμα στραμμένο στο ακροατήριο της.
Η άρνηση μέχρι πρότινος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού την εξέθεσε. Πλειάδα υπουργών με πάθος απέρριπτε το αυτονόητο, το οποίο εκ των υστέρων αναγκάσθηκε να αποδεχθεί. Χειρότερο όλων είναι η παράδοξη επιλογή της, να αρνείται να την επιβάλλει ακόμη και τώρα σε ειδικές επαγγελματικές κατηγορίες, οι οποίες έχουν άμεση επαφή με το κοινωνικό σύνολο όπως είναι οι χώροι της εστίασης, της εκκλησίας, του δημοσίου, καθώς και στους ένστολους. Τα επιχειρήματα της είναι έωλα και στερούνται σοβαρότητας. Φυσικό επακόλουθο είναι οι αντιφατικοί χειρισμοί να απομειώνουν την κυβερνητική αξιοπιστία και φερεγγυότητα. Αλλά και επιτρέπουν στους αντιεμβολιαστές και στους αρνητές να τροφοδοτούν τη σύγχυση.
Πέρα από την κυβερνητική ανακολουθία, το βέβαιο είναι πως τα στρατηγήματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι μνημειώδη. Ο κορονοϊός φαίνεται να την έχει αποσταθεροποιήσει πλήρως. Η διαταραχή που έχει υποστεί είναι ανεξέλεγκτη. Η συμπεριφορά της ακολουθεί την πορεία του εκκρεμούς.
Την ώρα που κατακεραυνώνει την κυβέρνηση για ατολμία και έλλειψη πολιτικής βούλησης, όταν εκείνη έστω και καθυστερημένα λαμβάνει κάποια αναγκαία μέτρα, την εγκαλεί για σκληρότητα και αναλγησία. Αλλά και συντάσσεται με όλους αυτούς οι οποίοι θεωρούν δικαίωμα τους την άρνηση του εμβολίου.
Τα όσα αντιφατικά και απερίγραπτα υποστηρίζει, δεν συνιστούν απλώς αντιπολιτευτική υπερβολή. Ούτε είναι εκδήλωση πολιτικού ανταγωνισμού. Πρόκειται για κάτι πιο ουσιαστικό : Ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνει υπαρξιακή κρίση. Οι βιωματικές του ενοχές τον έχουν καταστήσει δέσμιο αλλοπρόσαλλων αντιλήψεων και πολιτικών. Ο ιδεολογικοπολιτικός του πυρήνας είναι αγκιστρωμένος στο παρελθόν. Ο προγραμματικός και πολιτικός του εξοπλισμός, ακατάλληλος και ανεπίκαιρος. Έτσι και αδυνατεί να παρακολουθήσει τις αλλαγές και τις εξελίξεις. Ποσώ μάλλον να μπορεί να ανταποκριθεί στοιχειωδώς σε αυτές.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντί να συγκλίνει με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του τωρινού κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος πράττει το ακριβώς αντίθετο. Ακολουθεί συνεχώς μια αποκλίνουσα πορεία. Οι αντιφάσεις που τον διαπερνούν, είναι αγεφύρωτες και αξεπέραστες. Εξού και παρατηρούμε η μια να αντιστρατεύεται την άλλη. Το γεγονός αυτό είναι ερμηνεύσιμο: Οι επαγγελίες περί μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ προσκρούουν στην αποκαλούμενη θεωρία της «γνωστικής ασυμφωνίας» του Λ.Φέστινγκερ.
Μολονότι η ηγεσία του φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη δυσάρεστη θέση στην οποία βρίσκεται, διαπιστώνοντας την ασυνέπεια διακηρύξεων και πράξεων, εντούτοις αδυνατεί να την υπερβεί. Το γεγονός αυτό επιτείνει την κρίση εμπιστοσύνης που αντιμετωπίζει, επιβαρύνοντας την ήδη κλονισμένη αυτοπεποίθησή της. Και τούτο διότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υποδύεται κάτι που δεν είναι. Οι καταβολές του, ο φορμαλισμός και ο βερμπαλισμός του αποδεικνύονται οι μόνες πολιτικές σταθερές. Η αδυναμία του να θεμελιώσει μια νέα ταυτότητα και φυσιογνωμία δεν είναι ζήτημα χειρισμών ή λανθασμένων επιλογών. Αντιθέτως οφείλεται στις πεποιθήσεις με τις οποίες είναι εμποτισμένος και στις επακόλουθες αντιφάσεις του.
Η πανδημία περισσότερο ίσως από την χρεωκοπία, αποκάλυψε ότι η διαχείριση της πολιτικής καθίσταται αναποτελεσματική και ατελέσφορη όσο παραμένει δέσμια αντιφατικών, αμφίσημων και ανεπίγνωστων επιλογών.