Το συναίσθημα του φόβου επιτείνει την ανησυχία και την ανασφάλεια, καθιστώντας μας δέσμιους υπαρκτών ακόμη και ανύπαρκτων προβλημάτων. Ουσιαστικά λειτουργεί αποσταθεροποιητικά εγκλωβίζοντας μας σε μια κατάσταση παράλυσης. Τα αντανακλαστικά μας αμβλύνονται. Κυριαρχεί η αδράνεια. Φυσικό επακόλουθο να αποδεχόμαστε τη σκληρή πραγματικότητα, αδυνατώντας να κάνουμε το παραμικρό για να προστατεύσουμε και να βελτιώσουμε τη θέση μας.
Τα φοβικά σύνδρομα είναι εξαιρετικά έντονα και ισχυρά στο πεδίο της πολιτικής. Οι πρωταγωνιστές της γίνονται αιχμάλωτοί τους. Συμφιλιώνονται με πράξεις και ενέργειες που αντιστρατεύονται το κοινωνικό όφελος. Αρνούνται να πάρουν τις απαραίτητες αποφάσεις προκειμένου να μη δυσαρεστήσουν κανένα. Μετακυλούν την ευθύνη τους σε βάθος χρόνου, μολονότι γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο ενισχύει περαιτέρω τα αδιέξοδα. Μάλιστα τις περισσότερες φορές αγωνιούν για το ενδεχόμενο, μήπως και δεν είναι αρεστοί σε εκείνες τις κατηγορίες των ανθρώπων που πεισματικά ακολουθούν τους δρόμους του ανορθολογισμού.
Με απλά λόγια υποτάσσονται στο φόβο του αποκαλούμενου πολιτικού κόστους. Έτσι εξηγείται γιατί πολιτεύονται συνήθως με το βλέμμα στραμμένο στην ψηφοθηρία και τη μικροπολιτική. Η αλήθεια είναι ότι οι παθογόνες αυτές πλευρές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές των πολιτικών ελίτ. Όλες οι ανοικτές εκκρεμότητες που έχουμε ως χώρα, σε εκείνες ακριβώς οφείλονται. Το ίδιο συμβαίνει ακόμη και σήμερα. Το ζωτικό πρόβλημα της πανδημίας το επιβεβαιώνει.
Η φοβική στάση την οποία κρατούν συμπολίτευση και αντιπολίτευση απέναντι στους αντιεμβολιαστές είναι αποκαλυπτική. Η άρνησή τους να επιβάλλουν την ανάγκη υποχρεωτικότητας σε ειδικές επαγγελματικές και ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού, υπαγορεύεται από κοντόφθαλμες και πελατειακές αντιλήψεις.
Η κυβέρνηση δεν τολμά να πάρει τις αυτονόητες αποφάσεις. Δεν συμπεριφέρεται άφοβα. Ούτε επιδεικνύει την απαιτούμενη αποφασιστικότητα και στιβαρότητα. Απεναντίας προσπαθεί να υποβαθμίσει τα προβλήματα, αν και το υψηλό ποσοστό των ανεμβολίαστων συνιστά θανάσιμο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Αντί να υιοθετήσει τις πρακτικές άλλων χωρών όπως της γειτονικής Ιταλίας, σκαρφίζεται ανυπόστατα επιχειρήματα. Καταφεύγει σε προφάσεις και υπεκφυγές. Η ατολμία της είναι πασιφανής. Η περίπτωση των παρελάσεων είναι χαρακτηριστική. Η ελαφρότητα και επιπολαιότητα στους κυβερνητικούς χειρισμούς κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν τον επιδιωκόμενο στόχο.
Από την άλλη η αντιπολίτευση ακολουθώντας μια επαμφοτερίζουσα τακτική, έχει ως κεντρική της επιδίωξη να προκαλέσει βλάβη στον αντίπαλο. Παγιδευμένη και αυτή στη ψηφοθηρία και τη μικροπολιτική αποφεύγει να πάρει καθαρές θέσεις. Και το χειρότερο είναι, ότι μετατρέπει τη πανδημία σε όπλο ενός απαίδευτου και άγονου αντιπολιτευτικού λόγου. Αποφεύγοντας να ασκήσει πραγματική κριτική στους αρνητές του εμβολίου, κρύβεται πίσω από διάφορα προσχήματα τα οποία συντηρούν και αναπαράγουν τον ανορθολογισμό.
Πάντως η επανεμφάνιση του καθηγητή κυρίου Σωτήρη Τσιόδρα μας υπενθύμισε την ανάγκη πρωτοκαθεδρίας της επιστήμης στη μάχη κατά του κορονοϊού. Η ετεροβαρής σχέση που έχει διαμορφωθεί με την πολιτική, έπειτα από το δεύτερο κύμα της πανδημικής κρίσης είχε δυσμενή αποτελέσματα. Επιπροσθέτως ο κατακερματισμένος επιστημονικός λόγος στα τηλεοπτικά παράθυρα ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει σύγχυση. Αλλά και να καλλιεργήσει έναν αχρείαστο εφησυχασμό. Η απουσία ενός ισχυρού και καθαρού μηνύματος, πως με την πανδημία δεν ξεμπερδέψαμε, το οποίο μάλιστα θα έπρεπε να συνοδευόταν με την απαραίτητη αποφασιστικότητα και με γενναία μέτρα, ναρκοθέτησε την εθνική προσπάθεια.