Εφημερίδα Έθνος
18 Μαρτίου 2016
Η εγχώρια πολιτική εξακολουθεί να βρίσκεται σε διάσταση με τη ζώσα πραγματικότητα. Οι εκπρόσωποί της, παγιδευμένοι στον μικρόκοσμό τους, εμφανίζουν συμπτώματα εγκλεισμού. Και το χειρότερο, δεν μπορούν να απεξαρτηθούν από τα υποδείγματα του παρελθόντος. Επιδίδονται σε σκιαμαχίες, υιοθετώντας παρωχημένους φορμαλισμούς. Συντηρούν φαντασιώσεις, υποδαυλίζοντας φοβικά σύνδρομα.
Το υβρίδιο των ΑΝΕΛ είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Ένα κράμα ακροδεξιών, εθνικιστών, λαϊκιστών και ρατσιστών, που όχι μόνο απέκτησε αξιοσημείωτη κοινοβουλευτική παρουσία, αλλά έγινε και κυβερνητικός εταίρος. Το γεγονός αυτό θέτει καίρια ερωτήματα για την αξιοπιστία και φερεγγυότητα της σημερινής συγκυβέρνησης. Η σύμπραξη του Αλ. Τσίπρα με τον Π. Καμμένο μόνο κομματικές και προσωπικές επιδιώξεις εξυπηρετεί. Συνιστά ένα συνονθύλευμα αριστερών ιδεοληψιών και δεξιάς πατριδοκαπηλίας με κοινό παρονομαστή τον λαϊκισμό και τη μισαλλοδοξία. Στην ουσία επιβεβαιώνεται με τον χειρότερο τρόπο ότι η κοντόφθαλμη πολιτική που ασκείται βρίθει αντινομιών και αντιφάσεων. Μοναδική συνεκτική ουσία είναι η εξουσία.
Το επεισόδιο που προκάλεσε ο υπουργός Άμυνας αναφορικά με τον υπουργό αναπληρωτή Μεταναστευτικής Πολιτικής είναι το τίμημα που πληρώνει ο πρωθυπουργός εξαιτίας των επιλογών του. Αποτελεί τη φυσική συνέπεια μιας αβαθούς πολιτικής. Προσπαθώντας να μοντάρει αντιτιθέμενες και αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις, ο Αλ. Τσίπρας το μόνο που επιτυγχάνει είναι η πολτοποίησή τους. Κι όταν η πολιτική μετατρέπεται σε χυλό δεν διασφαλίζεται η κυβερνητική συνοχή και ανθεκτικότητα, ενώ η όποια κυριαρχία αποδεικνύεται θνησιγενής. Παράλληλα, θέλοντας να συγκεράσει τις προγενέστερες απόψεις του με τις τωρινές επιδίδεται σε ασκήσεις ισορροπιών με αποτέλεσμα να βρίσκεται συνεχώς σε κενό.
Οι πατριδοκάπηλοι εκβιασμοί του Π. Καμμένου υπερβαίνουν την πραγματική διάσταση της δήλωσης του Γ. Μουζάλα. Υπαγορεύονται και εξυπηρετούν συγκεκριμένες κομματικές επιδιώξεις. Αποβλέπουν στο εκλογικό του ακροατήριο. Εκεί απευθύνεται ο αρχηγός των ΑΝΕΛ και αυτό θέλει να συντηρεί, τώρα μάλιστα που διαπιστώνει τη συρρίκνωση της απήχησής του. Η προσπάθεια να εμφανίσει την αντίδρασή του ως έκφραση εθνικής ευαισθησίας είναι ψευδεπίγραφη και αποπνέει αναχρονισμό. Γνωρίζει πως η αναπαραγωγή του πολιτικού του κεφαλαίου χρειάζεται κατά καιρούς ισχυρή δοσολογία εθνικιστικού λόγου. Αξιοποιώντας υπαρκτά προβλήματα, αλλά και διαχρονικές εκκρεμότητες επενδύει χωρίς καμιά συστολή σε φοβικά σύνδρομα. Ταυτόχρονα, μ’ αυτά προσπαθεί να συγκαλύψει την εκ μέρους του αποδοχή των μνημονιακών μέτρων που μέχρι πρότινος μετά βδελυγμίας αποκήρυσσε. Ο τακτικισμός και η ελαφρότητα του Π. Καμμένου είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος – του ακραίου κυνισμού.
Το βέβαιο είναι πως η πλειονότητα της πολιτικής τάξης πολιτεύεται με στερεότυπα και μύθους άλλων εποχών. Διαχειρίζεται με ξεπερασμένα κλισέ τόσο τα εσωτερικά όσο και τα εξωτερικά ζητήματα. Η χρεοκοπία της χώρας, αλλά και του κομματικού συστήματος δεν στάθηκε αφορμή για την αποδέσμευσή της από ένα παρωχημένο πολιτικο-ιδεολογικό οπλοστάσιο. Μάλιστα, η κρίση διόγκωσε το υπαρκτό υπόστρωμα του εθνολαϊκισμού, τροφοδοτώντας τις εκλογικές δεξαμενές ακραίων δυνάμεων.