Ευάγγελος Βενιζέλος
Τα Νέα, 29/04/2021
Τι έχει μείνει άραγε από την «πλατεία των αγανακτισμένων» του 2011, την «πάνω» και την «κάτω», δέκα χρόνια αργότερα, μετά την εμπειρία της περιόδου 2015-2019, εν μέσω πανδημίας και ενώ γιορτάζουμε την επέτειο των διακοσίων ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης;
Συνυπήρξα με τους τότε «αγανακτισμένους» στην Πλατεία Συντάγματος καθώς εκεί είναι η έδρα του υπουργείου Οικονομικών. Με την «πλατεία» σε πλήρη λειτουργία ανέλαβα τα καθήκοντά μου ως αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών. Με τους ήχους της πλατείας να ακούγονται έπρεπε να διαπραγματευτώ για τη νομισματική, δημοσιονομική και οικονομική επιβίωση της χώρας. Για την παραμονή της στην ευρωζώνη και την ΕΕ, την αποτροπή της ασύντακτης χρεοκοπίας, το κούρεμα και την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους.
Την ίδια ώρα που έπρεπε να δοθούν απαντήσεις στην περιβόητη τρόικα με στοιχεία, αριθμούς αλλά και επιχειρήματα αναγόμενα στην εθνική κυριαρχία, τη δημοκρατική αρχή, τις αντοχές της κοινωνίας και τις προοπτικές μιας οικονομίας που δεν πρέπει να στραγγαλίζεται αναπτυξιακά, κάποιοι άλλοι είχαν επιλέξει τον εύκολο και ανέξοδο ρόλο. Απευθύνονταν στο αντιφατικό και ευεπίφορο ακροατήριο της πλατείας που ήταν έτοιμο να αποδεχθεί και να χειροκροτήσει με πάθος την πιο ανεύθυνη, αντιφατική, ατεκμηρίωτη, ανεφάρμοστη ή δραματικά επικίνδυνη πρόταση.
Αναλογίστηκα πολλές φορές πόσο ασύμμετρη και ετεροβαρής ήταν αυτή η κατανομή ρόλων. Πόσο εύκολο θα ήταν και για εμάς που σηκώναμε το βάρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας και καλούμασταν να πληρώσουμε όχι μόνο πολιτικά αλλά και προσωπικά το κόστος δύσκολων και δυσάρεστων αλλά απολύτως αναγκαίων αποφάσεων, να στήσουμε το δικό μας πολιτικό θέατρο σκιών στην πλατεία. Να προσχωρήσουμε στη συνωμοσιολογία, να κατηγορήσουμε τους προηγούμενους, τους «άλλους», να τροφοδοτήσουμε τον αχαλίνωτο πληθωρισμό των υποσχέσεων, να εκμεταλλευτούμε δημαγωγικά τις λεωφόρους του λαϊκισμού που συνέκλιναν στην πλατεία ή εκκινούσαν από αυτήν.
Στην πραγματικότητα ζούσαμε για πολλοστή φορά την κλασική σύγκρουση ανάμεσα στην πολιτική της ευθύνης που προκαλεί δυσαρέσκεια και παράγει κόστος και την πολιτική της αυτοαναφορικής και ανεξέλεγκτης «πεποίθησης» που διανέμει προσδοκίες χωρίς αντίκρισμα και χωρίς να λυπάται για καμία συνέπεια.
Η «πλατεία των αγανακτισμένων» ήταν το κάτοπτρο μιας κοινωνίας που είχε δώσει το 2009 την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο ΠΑΣΟΚ και έδωσε το 2012 πάλι την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στα κόμματα που συνεργάστηκαν στην κυβέρνηση της περιόδου 2012-2014. Αλλά με την ίδια ευκολία ψήφισε τρεις αλλεπάλληλες φορές τη ρητορικά αντίθετη πολιτική το 2015. Ήταν κατά βάθος το «τύμπανο» που έβγαζε τους ύστατους ήχους μιας πολυσυλλεκτικής και ετερόκλητης κοινωνικής συμμαχίας που στήριξε τις μεγάλες εκλογικές νίκες, κυρίως του ΠΑΣΟΚ, των προηγούμενων δεκαετιών και τώρα έσπαζε τους δεσμούς της με την προηγούμενη κομματικής της έκφρασης και έψαχνε επειγόντως νέα, αρκεί αυτή να διατηρούσε το ίδιο επίπεδο κεκτημένων ή μάλλον υποσχέσεων έστω κενών περιεχομένου.
Η «πλατεία των αγανακτισμένων» ήταν κατά βάθος το εργαστήριο στο οποίο δοκιμάστηκαν οι αντοχές του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Οι σε γενικές γραμμές υπεύθυνες και δύσκολες επιλογές της κομματικής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή των πολιτικών αντιπροσώπων, με τις διαφοροποιήσεις και τις αντιφάσεις που πάντα υπάρχουν, αποκολλήθηκαν από τη βούληση της κοινωνικής και εκλογικής βάσης που αλλιώς είχε μάθει και δεν είχε καμία διάθεση να μοιραστεί ή πολύ περισσότερο να υποστεί το κόστος πολιτικών επιλογών του κοντινού ή μακρινού παρελθόντος. Επιλογών που η κοινωνική βάση τόσο του ΠΑΣΟΚ, όσο και της ΝΔ που είχε διαχειριστεί την κρίσιμη περίοδο 2004-2009, είχε ψηφίσει και ξαναψηφίσει, πριν, κατά και μετά την εφαρμογή τους.
Η «πλατεία των αγανακτισμένων» ήταν το εκκολαπτήριο της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, της αξιακά παράδοξης (μόνο φαινομενικά) συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ και όλων αυτών που συνέβησαν το πρώτο εξάμηνο του 2015 με τη χώρα να ζει τη χειρότερη διακινδύνευση των τελευταίων 46 ετών. Ήταν η προεικόνιση των ανιστόρητων πανηγυρισμών για τη συντριπτική νίκη του « όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 που εξαερώθηκε νομικά και πολιτικά μέσα σε λίγες ώρες και οδήγησε στο τρίτο μνημόνιο.
Η «πλατεία των αγανακτισμένων» ήταν ο τοπογραφικός συμβολισμός που λειτούργησε για χρόνια ως άλλοθι για κάθε εκδοχή εθνικολαϊκισμού, αλλά και για ακραίες μορφές συμβολικής και υλικής πολιτικής βίας.
Τώρα, δέκα χρόνια μετά βλέπω τις έρευνες της κοινής γνώμης και αναρωτιέμαι τι αποτελέσματα θα έδινε μια δέσμη ερωτήσεων για τις σημερινές αντιλήψεις και τις εκλογικές προτιμήσεις αυτών που συνέθεσαν την «πλατεία των αγανακτισμένων», ιδίως αυτών που ένιωθαν τότε ότι διεκδικούν κάτι που κάποιος μπορούσε δήθεν να τους δώσει αλλά τους το στερούσε. Κάτι που δεν τους έδωσε πότε κανείς τα χρόνια που ακολούθησαν.
Αυτός είναι ο συνηθισμένος τρόπος να γράφεται η Ιστορία, με τα συνηθισμένα όμως αποτελέσματα.