Capital.gr
19 Απριλίου 2021
Στην εξωτερική πολιτική αποτυπώνεται η ταυτότητα κάθε χώρας. Αποκρυπτογραφώντας την, έχουμε τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε τους προσανατολισμούς και τις επιδιώξεις της. Εξ ου και είναι μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση. Η υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων αναμφίβολα συνιστά σύνθετη και απαιτητική υπόθεση. Το αποδεικνύει η διαδρομή και η ιστορία της Ελλάδας. Αλλά και η διεθνής εμπειρία.
Η αποτίμηση της εξωτερικής πολιτικής απαιτεί ψύχραιμη αξιολόγηση, ανάλυση σε βάθος και εύστοχη ερμηνεία. Οι θεατές και αθέατες πλευρές της αποκαλύπτουν ή υποκρύπτουν διεργασίες και εξελίξεις, οι οποίες δύσκολα γίνονται αντιληπτές με την πρώτη ματιά. Μάλιστα, αρκετές φορές επισκιάζονται από προσωπικές και ανομολόγητες επιδιώξεις των πρωταγωνιστών και κατ’ επέκταση των κυβερνήσεων. Οι πράξεις και οι ενέργειές τους δεν είναι πάντα ευδιάκριτες. Περιβάλλονται από γεγονότα της στιγμής αλλά ακόμη και από εθνικούς «εγωισμούς».
Ως εκ τούτου, μια δημιουργική στρατηγική στον ευαίσθητο τομέα της εξωτερικής πολιτικής, προϋποθέτει την απεξάρτησή της από την ηγεμονία του θυμικού. Πρωτίστως δε από αντιλήψεις εσωτερικής κατανάλωσης. Κάτι τέτοιο δεν αφορά μόνο όσους την ασκούν αλλά και όλους μας. Κόμματα και κοινή γνώμη. Και τούτο διότι η υποταγή μας σε συναισθηματισμούς δεν μας επιτρέπει να δούμε με ψυχρή λογική τη διαχείριση των εθνικών μας συμφερόντων. Στην περίπτωση αυτή εύλογο είναι να κυριαρχούν οι ιστορικές μνήμες, τα τραυματικά βιώματα και τα φοβικά σύνδρομα.
Με αυτές τις σκέψεις επιχειρώ να ερμηνεύσω την απροσδόκητη σύγκρουση σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, Νίκου Δένδια και Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Μολονότι επί της ουσίας κατέγραψε τις γνωστές θέσεις των δύο χωρών, εντούτοις ήταν αποκαλυπτική.
Και τα ερωτήματα που τίθενται ως προς τη χώρα μας είναι αυτονόητα: Πού αποσκοπούσε η δημόσια αντιπαράθεση; Εξυπηρετεί τους διακηρυγμένους στόχους μας; Υπαγορεύεται από μια συγκροτημένη στρατηγική; Ή ναρκοθετεί την επόμενη μέρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων;
Αναμφίβολα ενισχύουν την εθνική αυτοπεποίθηση. Θέτουν όμως και το καίριο ζήτημα του αναστοχασμού, προκειμένου να αναλογιστούμε τις προοπτικές καλής γειτονίας. Σίγουρα οι απαντήσεις είναι σύνθετες. Πάντα ενυπάρχουν η μονομέρεια και ο υποκειμενισμός. Και μαζί τους τα αντικρουόμενα συμφέροντα.
Ωστόσο, η ανάγνωση των γεγονότων εμφανίζει ένα παράδοξο: Στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους οι δύο υπουργοί Εξωτερικών αναζήτησαν και βρήκαν κοινά σημεία σύγκλισης στα αποκαλούμενα θέματα χαμηλής πολιτικής, οικονομικές σχέσεις, εμπόριο, μεταφορές κ.ά.. Άλλωστε το κεκτημένο αυτό έχει επιτευχθεί από τα τέλη της δεκαετίας του ’90.
Επομένως φυσικό είναι να προβληματίζονται κάποιοι, για το αν η ένταση που προκλήθηκε κατά τη συνέντευξη Τύπου, υπηρετεί κοντόφθαλμες αντιλήψεις. Πόσω μάλλον να είναι έκφραση εθνικιστικών αντανακλαστικών. Βέβαια, οι εμπειρίες που έχουμε συλλέξει κατά καιρούς, τις περισσότερες φορές μας δείχνουν ότι οι χειρισμοί στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής επηρεάζονται από εσωτερικές σκοπιμότητες. Ακόμη και από προσωπικές στοχεύσεις.
Παρ’ όλα αυτά, εκείνο που προέχει είναι κατά πόσον η εκφρασμένη πρωθυπουργική βούληση του Κυριάκου Μητσοτάκη για βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων παραμένει ζωντανή. Αποτελεί αδιαπραγμάτευτη επιλογή. Αλλά κι αν υπηρετείται από τους εμπλεκόμενους συντελεστές, με συνέπεια, διορατικότητα και οξύνοια.
Ο θετικός απόηχος της αντίδρασης του Νίκου Δένδια, στην εγχώρια κοινή γνώμη δεν αμφισβητείται. Αντιθέτως, προσφέρει την ευκαιρία μιας δημιουργικής στρατηγικής και δυναμικής διπλωματίας, αξιοποιώντας τα συγκριτικά γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας. Τα συμφέροντα της χώρας μας, οικονομικά, πολιτικά, εξυπηρετούνται μόνον από την αποσυμπίεση της έντασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων καθώς και από την ανάληψη πρωτοβουλιών.
Οι συνέπειες της σύνδεσης των εθνικών προτεραιοτήτων με πρακτικές εσωτερικής κατανάλωσης έχουν αποδειχθεί επιβλαβείς. Αρκεί να ανασύρουμε στη σκέψη μας το Κυπριακό. Τα πατριδοκάπηλα δάκρυα του Τάσου Παπαδόπουλου το μόνο που πέτυχαν ήταν το τέλμα και ο υπαρκτός πλέον κίνδυνος της οριστικής διχοτόμησης του νησιού.
Ο διάλογος και η συνεργασία λοιπόν της χώρας μας με τη γείτονα, είναι τα απαραίτητα όπλα για να κρατηθούν οι δίαυλοι επικοινωνίας ανοιχτοί. Και το σημαντικότερο, να αποφευχθεί η καλλιέργεια και η διάχυση μιας υπερβολικής δυσπιστίας που εκ των πραγμάτων θα γίνει σύμμαχος της τουρκικής επιθετικότητας.
Έτσι ένα «Μέτωπο Λογικής», για την υπεράσπιση μιας εμπροσθοβαρούς εξωτερικής πολιτικής είναι σήμερα περισσότερο από επίκαιρο. Η αναδίπλωση στο φοβικό στρατόπεδο της ακινησίας και της στασιμότητας, δεν επιβαρύνει μόνο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ταυτόχρονα στερεί στη χώρα ευκαιρίες και δυνατότητες.
Το στρατήγημα «η μη λύση είναι λύση», αποδείχθηκε ατελέσφορο και επιζήμιο.