Κώστας Σημίτης
Η Καθημερινή, 21/02/2021
Η ελληνική Δικαιοσύνη βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο δημόσιας συζήτησης και σχολίων για δυσλειτουργίες της. Τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευθεί ενδιαφέρουσες μελέτες για την ανάγκη αναμόρφωσης του τρόπου λειτουργίας της. Δίνουν μια εικόνα τόσο της κατάστασης που επικρατεί όσο και των αναγκαίων προσαρμογών για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος. Παράδειγμα η «Συμβολή για την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης» που εξέδωσε το 2015 η εταιρεία Δικαστικών Μελετών υπό την προεδρία του Ιωάννη Χαμηλοθώρη και πρόσφατα η έκθεση Πισσαρίδη.
Κύριο χαρακτηριστικό της απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι η βραδύτητα των διαδικασιών και της έκδοσης των αποφάσεων. Η Παγκόσμια Τράπεζα, σε έρευνά της για το 2015, κατέταξε την Ελλάδα στην 155η θέση, ως προς την ταχύτητα έκδοσης των αποφάσεων, με μέσο όρο έκδοσης τεσσεράμισι χρόνια (1.580 ημέρες). Οι μισές αποφάσεις που εκδίδει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) εις βάρος της Ελλάδος αφορούν την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκη σε εύλογο χρόνο. Με βάση στοιχεία του 2012, η Ελλάδα κατατάσσεται τέταρτη σε καταδίκες λόγω αυτής της αιτίας από τις 28 χώρες της Ευρώπης. Το ίδιο Δικαστήριο ορίζει τον εύλογο χρόνο με βάση την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά των διαδίκων, των εθνικών κρατών και τη σημασία του αντικειμένου. Το ΕΔΔΑ «επέβαλε» στα εθνικά κράτη τη θέσπιση αγωγής αποζημίωσης σε περιπτώσεις παραβίασης του εύλογου χρόνου (άρθρο 60 του ν. 4055/2012).
Η Ευρωπαϊκή Eνωση στις 10-7-2020 ανακοίνωσε τα αποτελέσματα για την τελευταία πενταετία, σε σχέση με την αποτελεσματικότητα, την ποιότητα και την αντίληψη για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης στις είκοσι επτά χώρες της Eνωσης. Η Ελλάδα υστερεί σε όλους τους δείκτες. Κατατάσσεται στις τρεις έως πέντε τελευταίες χώρες. Στον τομέα της βραδύτητας λήψης των αποφάσεων στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις η Ελλάδα είναι 24η. Προηγείται μόνο της Μάλτας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου. Εξακόσιες πενήντα ημέρες απαιτούνται κατά κανόνα για τη λήψη της απόφασης στον πρώτο βαθμό. Ως προς τις διοικητικές διαφορές είμαστε προτελευταίοι, με τελευταία την Κύπρο.
Οι συντελεστές αυτής της παθογένειας είναι πολλοί. Οι κυβερνήσεις, όταν νομοθετούν, προωθούν πολλές φορές ρυθμίσεις που έχουν ως αποτέλεσμα επιπλέον απασχόληση για τα δικαστήρια. Το θέμα αυτό δεν τις απασχολεί. Ο γνωστός ως νόμος Κατσέλη του 2011, που ορθά στόχευσε την προστασία των δανειοληπτών λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν αποτίμησε το μέγεθος του όγκου των δικών που θα επιβάρυναν τα ειρηνοδικεία. Κατατέθηκαν περί τις διακόσιες χιλιάδες αιτήσεις υπαγωγής στον νόμο, πολλαπλάσιες κάθε πρόβλεψης. Σε μεγάλη πόλη, αίτηση που κατατέθηκε το 2013, προσδιορίστηκε να δικασθεί το 2022! Η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε δεκάδες χιλιάδες αιτήσεις παροχής προσωρινής προστασίας, που επιβάρυναν ακόμη περισσότερο τα δικαστήρια!
Πολλές είναι οι διατάξεις που διαχρονικά ψηφίζονται, ποινικοποιώντας συμπεριφορές που όμως δεν έχουν καμία ποινική απαξία. Οι περιπτώσεις αυτές θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται με διοικητικές κυρώσεις. Τριμελές πλημμελειοδικείο ασχολήθηκε π.χ. με υπόθεση φορτηγού που μετέφερε αδρανή υλικά χωρίς κουκούλα! Κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής κανείς δεν φυλακίζεται για τέτοιες πράξεις. Απλώς πληρώνει για την εξαγορά της ποινής του. Η απασχόληση των δικαστηρίων είναι άσκοπη.
Βάρος για τη Δικαιοσύνη συνιστά το φαινόμενο της πολυνομίας και της κακονομίας. Αποτέλεσμα είναι ασάφειες, αντιφάσεις και πολυπλοκότητα στην εφαρμογή του δικαίου. Αν συγκρίνει κανείς την πληθώρα της ελληνικής νομοθεσίας με τη νομοθεσία άλλων ευρωπαϊκών κρατών θα διακρίνει την παραγωγικότητά μας σε ειδικές ρυθμίσεις, εξαιρέσεις και ιδιαίτερες αντιμετωπίσεις τοπικών και συντεχνιακών προβλημάτων.
Η πολιτεία οφείλει να παρέχει στο Δικαστικό Σώμα τα μέσα που απαιτούνται για τη βέλτιστη άσκηση του λειτουργήματος. Oπως πλήρη μηχανοργάνωση, κατάλληλο προσωπικό, χώρους λειτουργίας ανταποκρινόμενους στις ανάγκες. Είναι αδιανόητη η έλλειψη αιθουσών για τη διεξαγωγή δικών. Η δίκη της Χρυσής Αυγής, σημαντικής νομικής και πολιτικής σημασίας, είναι το ακραίο παράδειγμα. Διήρκεσε πεντέμισι χρόνια γιατί διακόπηκε επανειλημμένα λόγω αδυναμίας να ευρεθεί η κατάλληλη αίθουσα για τη διεξαγωγή της.
Τεράστιος είναι ο αριθμός των δικών, όπου διάδικος είναι το Δημόσιο ή δημόσιοι οργανισμοί, φαινόμενο που οφείλεται σε δημοσιοϋπαλληλική ευθυνοφοβία. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν αναλαμβάνουν να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν ένα νόμο, όταν θεωρούν ότι είναι ασαφής. Οι πολίτες εξαναγκάζονται να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.
Οι δικαστές επιλέγουν σε κάθε μονάδα τη διοίκησή τους, π.χ. τον πρόεδρο του Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία και επιμελείται την κατανομή των εργασιών. Ομως, περαιτέρω έλεγχος, όπως παρακολούθηση της πορείας των υποθέσεων και εξέταση της ποιότητας των αποφάσεων, δεν υπάρχει στο επίπεδο της μονάδας. Η έλλειψη αυτή ελέγχου έχει ως αποτέλεσμα να μην αξιολογούνται ποιοτικά οι δικαστές με αρνητικές πολλές φορές επιπτώσεις. Συνεπάγεται επίσης αβεβαιότητα δικαίου και πολλές δίκες. Ενα πραγματικό παράδειγμα: Σε μεγάλο πρωτοδικείο, δικαστής δίκασε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, σε υπόθεση ρουτίνας (προσωρινή επιμέλεια για ανήλικο παιδί). Εξέδωσε την απόφαση ένα χρόνο μετά την εκδίκαση, ρυθμίζοντας τα πράγματα διαφορετικά από την προσωρινή διαταγή που είχε εκδώσει άλλος δικαστής. Ενα μήνα αργότερα, εκδόθηκε η οριστική απόφαση επί της κύριας αγωγής, η οποία επίσης ρύθμισε τα πράγματα διαφορετικά!
Αυτοοργάνωση σημαίνει ότι κάθε μονάδα (εφετείο ή πρωτοδικείο) ρυθμίζει η ίδια τα της λειτουργίας της, ανάλογα με την κίνηση και με στόχο την αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης. Από την πολιτεία ζητάει τα μέσα – στέγη, εξοπλισμό, βοηθητικό προσωπικό. Και πρέπει να ελέγχει την επάρκεια του κάθε δικαστή της μονάδας. Στο δικό της επίπεδο οφείλει να επιδιώκει την ορθή και γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης και την επισήμανση εκείνων που δεν ανταποκρίνονται. Να καλλιεργείται η άμιλλα και να συγκροτείται το πνεύμα της μονάδας.
Πρότυπο σωστής οργάνωσης από τους ίδιους τους δικαστές αποτελεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κατά το διάστημα 2016 έως 2010 εισήχθησαν στο Δικαστήριο 3.981 υποθέσεις και εκδόθηκαν 3.820 αποφάσεις, με μέσο όρο έκδοσης τους 15,5 μήνες, στον οποίο περιλαμβάνεται και η μετάφραση των εγγράφων σε όλες τις γλώσσες. Εκδίδεται επίσης ετήσιος απολογισμός λειτουργίας, ο οποίος στηρίζεται σε εσωτερικό κανονισμό. Και είναι χαρακτηριστικό ότι το ίδιο δικαστήριο αυτοοργανώθηκε για τη συνέχιση της λειτουργίας του εν μέσω της πανδημίας.
Στο ίδιο πλαίσιο, θα μπορούσε για παράδειγμα το Εφετείο Αθηνών να επιλέξει εφέτες, οι οποίοι, σε αποκλειστική απασχόληση για όσο χρειασθεί, θα δικάσουν με γοργούς ρυθμούς όλες τις μακροχρόνια εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις σε αυτό, μέχρι την επάνοδο σε κανονικότητα. Ανταπόκριση σε έκτακτη ανάγκη.
Θέμα είναι και η επάρκεια του αριθμού των δικαστών. Οι συνδικαλιζόμενοι συνήθως θεωρούν πανάκεια την αύξηση του αριθμού. Οι περισσότεροι όμως πιστεύουν ορθά ότι ο αριθμός των δικαστών είναι επαρκέστατος. Αυτή την άποψη είχαν και τρεις πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων, ο αείμνηστος Στέφανος Ματθίας, ο Χρήστος Γεραρής και ο Κωνσταντίνος Ρίζος, όταν τέθηκε την περίοδο του 2000 το θέμα. Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες με τον υψηλότερο αριθμό δικαστών ανάλογα με τον πληθυσμό.
Απαιτείται επίσης εξορθολογισμός στην ιεραρχία του Δικαστικού Σώματος. Ο αριθμός των προέδρων πρωτοδικών και εφετών είναι δυσανάλογα μεγάλος. Είναι λάθος που στον πρώτο βαθμό, όπου και η περισσότερη δουλειά, υπηρετεί μόνο το 58% του όλου αριθμού των δικαστών. Η πυραμίδα είναι στρεβλή. Σκόπιμη είναι και η κατάργηση των ειρηνοδικείων, με ένταξη των ειρηνοδικών, μετά κρίση, στην τακτική Δικαιοσύνη.
Οι δικηγόροι εφόσον επιθυμούν να είναι, και όχι μόνο να αυτοαποκαλούνται, συλλειτουργοί στην απονομή της δικαιοσύνης, οφείλουν να συμβάλουν στην καλλιέργεια κουλτούρας συμβιβασμού και συνεννόησης των πολιτών τους οποίους εξυπηρετούν και να μην ενισχύουν τη φιλοδικία. Οφείλουν να βοηθήσουν στη βελτίωση των συνθηκών απονομής της δικαιοσύνης. Ομως, υπάρχει διαχρονικά κορεσμός του επαγγέλματος, κάτι που έχει αρνητική επίδραση.
Οι πολίτες πρέπει να συμβάλουν επίσης στη μεταρρύθμιση του συστήματος με αλλαγή της νοοτροπίας τους. Ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός μηνύσεων καταδεικνύει τη φιλοδικία μεγάλου μέρους συμπολιτών μας. Κάποια χρονιά επί πρωθυπουργίας μου είχαν κατατεθεί 210.000 μηνύσεις. Η εκτίμηση τότε ήταν ότι μόνο 5.000 από αυτές είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο. Στις κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης οι διαδικασίες αυτές είναι πολυδάπανες, ώστε οι πολίτες να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή αν θα αναλάβουν το κόστος. Επιδιώκουν συμβιβασμούς. Κυριαρχεί η άποψη ότι η Δικαιοσύνη θα πρέπει να ασχολείται με τα σοβαρά θέματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία και όχι με προσωπικούς διαπληκτισμούς.
Η Δικαιοσύνη χρειάζεται και αυτή προσαρμογή στις ραγδαίες και κοινωνικές εξελίξεις, ώστε να αντιμετωπίσει τα νέα κοινωνικά προβλήματα. Η πιλοτική δίκη που θεσπίστηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας για ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, ήταν ένα βήμα που μπορεί να εφαρμοσθεί και στην πολιτική δικαιοσύνη. Η προστασία του περιβάλλοντος, η προσβολή προσωπικότητας, η προστασία προσωπικών δεδομένων, η αντιμετώπιση νέων μορφών εγκληματικότητας, τα οικονομικά εγκλήματα, είναι θέματα τα οποία απαιτούν τώρα προσοχή.
Η Δικαιοσύνη είναι συναρτημένη με την κοινωνία και επηρεάζεται από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Επειδή αποτελεί τμήμα της κοινωνικής οργάνωσης και παίζει σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή της πολιτικής του κράτους, αν και ανεξάρτητη από την κυβερνητική πολιτική και τις σκοπιμότητές της, διατρέχει πάντα τον κίνδυνο να επηρεάζεται και να ακολουθεί κυρίαρχες πολιτικές σκοπιμότητες. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν κυριαρχεί κυβερνητική νοοτροπία έντονης παρέμβασης, όπως την τετραετία 2015-2019. Η εισαγγελία του Αρείου Πάγου είχε τότε μετατραπεί σε όργανο διαμόρφωσης πολιτικού κλίματος κατά της αντιπολίτευσης με αβάσιμες διώξεις και καταγγελίες. Το αποτέλεσμα ήταν και είναι σε τέτοιες περιπτώσεις η απώλεια του κύρους της Δικαιοσύνης και η αμφισβήτηση της συμβολής της στην κοινωνική ειρήνη.
Αποστολή της Δικαιοσύνης είναι η απονομή της και όχι η διεκπεραίωση υποθέσεων και ικανοποίηση πολιτικών σκοπιμοτήτων των εκάστοτε κυβερνήσεων. Χωρίς εύνοιες και αδικίες. Με ισότητα όλων απέναντι στον νόμο. Με εύλογη ταχύτητα, χωρίς προχειρότητες. Με ασφάλεια δικαίου για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης, με αποτελεσματικότητα για τη διασφάλιση προϋποθέσεων ανάπτυξης, προόδου και κοινωνικής ειρήνης.