Capital.gr
22 Φεβρουαρίου 2021
Στον χώρο της κομμουνιστικής ορθοδοξίας υπήρχε επί χρόνια μια αντίληψη ότι «την Ιστορία τη γράφουν οι μάζες», όπως έλεγαν οι εκπρόσωποί της. Έτσι έβλεπαν τις μεταβολές και τις εξελίξεις. Υπερεκτιμώντας τη σημασία της συλλογικής δράσης, υποτιμούσαν την αξία της ηγεσίας. Η πραγματικότητα, όμως, ανέτρεψε και αυτά τα στερεότυπα και ξεπερασμένα κλισέ. Μια σύντομη αναδρομή στη διεθνή και εγχώρια σκηνή δείχνει ότι συνήθως ξεχωριστός ήταν και παραμένει ο ρόλος του ηγέτη.
Τα παραδείγματα στην ελληνική πολιτική είναι αξιοσημείωτα. Αν ανατρέξουμε στο μακρινό παρελθόν, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατέδειξε ποιοι γράφουν την Ιστορία. Στο πιο πρόσφατο, στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κώστας Σημίτης δεν άφησαν μόνο διακριτό πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό αποτύπωμα στη χώρα. Συνδύαζαν τις ηγετικές τους ικανότητες με την κυβερνησιμότητα. Επιπροσθέτως, εξέφρασαν υπαρκτά, πολυδύναμα και πλειοψηφικά ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα. Ενσαρκώνοντας δε και οι τρεις ολοκληρωμένες στρατηγικές προτάσεις, άλλαξαν την όψη της Ελλάδας. Την ίδια στιγμή, κατέστησαν τις παρατάξεις τους ισχυρές και ανθεκτικές.
Τα καίρια ερωτήματα που τίθενται είναι: οι σημερινοί πρωταγωνιστές έχουν τα ηγετικά προσόντα και επαρκείς ικανότητες που απαιτούνται; Διαθέτουν συγκροτημένο σχέδιο για τα προβλήματα και τις προοπτικές της χώρας; Στηρίζονται σε άξιους συνεργάτες; Οι απαντήσεις δεν είναι δεδομένες ούτε δίνονται με κριτήριο τις διακηρυγμένες πεποιθήσεις τους, ιδεολογικές, πολιτικές, προγραμματικές. Μια τέτοια αξιολόγηση οδηγεί σε υποκειμενισμούς. Προκειμένου να έχει υψηλό βαθμό αντικειμενικότητας οφείλει να εδράζεται στην αποτίμηση των πράξεων τους, αφήνοντας στην άκρη τους παραμορφωτικούς φακούς ιδεοληψιών και αναχρονιστικών προσεγγίσεων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κρίνεται από τις πρωθυπουργικές επιδόσεις και το έργο της κυβέρνησής του. Οι αιτιάσεις των αντιπάλων του περί νεοφιλελευθερισμού και εναγκαλισμού του με την ακροδεξιά δεν φαίνεται να πιάνουν τόπο. Αποδεικνύονται ατελέσφορες. Η πρωτοφανής κυριαρχία που κατέκτησε το επιβεβαιώνει. Τα πλεονεκτήματά του είναι αναμφισβήτητα. Το κυριότερο, έχει καταλύσει σε μεγάλο βαθμό παλιές και φορτισμένες διαχωριστικές γραμμές. Η αποδοχή του στον αποκαλούμενο κεντρώο χώρο κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Ο πολιτικός λόγος του δεν είναι παρωχημένος. Παραπέμπει σε πραγματισμό. Οι μεταρρυθμίσεις που επικαλείται γίνονται πλέον αποδεκτές από τον πλειονότητα των πολιτών.
Στην πραγματικότητα το μεγάλο πρόβλημά του είναι ο συντηρητικός πυρήνας της Ν.Δ, ο οποίος διατηρείται αναλλοίωτος. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι να παγιδευτεί σε συγκερασμούς και μέσους όρους, προσπαθώντας να εξισορροπήσει διαμετρικά αντίθετες απόψεις και αντιλήψεις. Αλλά και να επωμιστεί τη φθορά απαίδευτων, ακόμη και απολιτικών, υπουργών και στελεχών του.
Ο πρωθυπουργός αξιολογείται αυστηρά από τον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας και των επιπτώσεών της. Στο πεδίο της οικονομίας θα δοκιμαστούν σκληρά η ανθεκτικότητά των πολιτικών του και πρωτίστως η αποτελεσματικότητά του. Η αποδεδειγμένη επάρκεια και ικανότητα του μπορεί να τρωθούν από επιπολαιότητες και άστοχες ενέργειες. Εντούτοις το πολιτικό του κεφάλαιο εξακολουθεί να μένει αλώβητο. Η μείωση της απήχησής του θα προϋπέθετε θεμελιώδεις αλλαγές στο υπάρχον κομματικό τοπίο. Κάτι που προς το παρόν δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας καταγράφεται ως υπολογίσιμος ανταγωνιστής του. Η επιστροφή του στην αντιπολίτευση δεν αναιρεί την εμβέλειά του στο εκλογικό σώμα. Ουσιαστικά, ο ιδεολογικοπολιτικός χώρος που πρεσβεύει αποτελεί τον έναν από τους δύο πόλους στον τωρινό ιδιότυπο δικομματισμό. Παρά τη δημοσκοπική υποχώρηση του πρώην πρωθυπουργού, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ, συνιστά αυθαιρεσία να προεξοφληθεί η εξασθένηση του πολιτικού κεφαλαίου του Αλέξη Τσίπρα. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αξιολόγηση κάνει κάποιος για το πρόσωπό του, δεν γίνεται να αρνηθεί τον καταλυτικό του ρόλο στην εκτίναξη της αποκαλούμενης Ριζοσπαστικής Αριστεράς στο τιμόνι της εξουσίας. Είτε γιατί μπόρεσε να εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο τη δυσαρέσκεια ενός σημαντικού τμήματος των πολιτών, υποστηρίζοντας ακόμη και ακραίες λαϊκιστικές εκρήξεις. Είτε διότι ήταν μια νέα παρουσία που απέπνεε φρεσκάδα, φέροντας και το χάρισμα της επικοινωνίας.
Τα πλεονεκτήματα του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν πρέπει να υποτιμούνται. Διαθέτει σκληρό πολιτικό μέταλλο. Διατηρεί αδιαμεσολάβητη σχέση με τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Προσέλκυσε την πλειονότητα του άλλοτε πασοκικού ακροατηρίου. Απέκτησε πρωθυπουργική γνώση και εμπειρία. Το μεγάλο μειονέκτημά του είναι πως δεν έχει προσαρμοστεί ακόμη στο καινούριο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Η δυσαρμονία του είναι εμφανής. Στέκεται τροχοπέδη. Με άλλα λόγια πολιτεύεται εκτός εποχής. Η απουσία μιας σύγχρονης στρατηγικής για τη χώρα και την οικονομία τον καθιστά αδύναμο. Δεν του επιτρέπει να επικοινωνήσει με ευρύτερες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες.
Η συμπόρευση του με τις ιδεοληψίες και τους αναχρονισμούς πολλών στελεχών του, καθώς και τα διάφορα βαρίδια του κόμματός του, απομειώνουν την απήχησή του. Η αντιπολιτευτική του γραμμή αποδεικνύεται ανεπίκαιρη και ανεδαφική. Και βέβαια, το μειονέκτημά του είναι ότι παραμένουν και σήμερα νωπές οι δυσάρεστες μνήμες της διακυβέρνησής του.
Ωστόσο, ο κυρίαρχος πόλος του Αλέξη Τσίπρα στον αποκαλούμενο αντιδεξιό χώρο δεν αμφισβητείται. Ούτε η ανθεκτικότητα του. Χρειάζεται όμως προσαρμοστικότητα, στα νέα δεδομένα. Επιπροσθέτως, να δώσει χρόνο στο χρόνο.
Πάντως, στον πολιτικό ανταγωνισμό η διαμάχη Μητσοτάκη-Τσίπρα αναδεικνύεται εκ των πραγμάτων κυρίαρχη. Και οι δυο τους θα κριθούν για το ηγετικό τους διαμέτρημα, για τις πολιτικές που ενσαρκώνουν, για τον τρόπο που πολιτεύονται, αλλά και τη δυνατότητά τους να υπερβούν τα μαρμαρωμένα κομματικά τους σχήματα, εκφράζοντας οι ίδιοι σύγχρονες αντιλήψεις. Η ηγετική τους παράσταση είναι αναμφίβολα συνυφασμένη και με την κυβερνησιμότητα. Το αποτύπωμα του καθενός προσμετράται σε αυτές τις καίριες παραμέτρους.