Γιάννης Κ. Πρετεντέρης
ΤΑ ΝΕΑ, 06/02/2021
Πρώτα ο Ανδρέας Λοβέρδος. Στις 25 Ιανουαρίου έλεγε στο ραδιόφωνο ότι «το βασικό πρόβλημα του κόμματος είναι να απαγκιστρωθεί από τη στασιμότητα. Αυτό το ποσοστό δεν επιτρέπει σε ένα κόμμα να συνεργαστεί διότι θα το καταπιούν» (Θέμα FM).
Υστερα ο Νίκος Ανδρουλάκης. Στις 6 Ιανουαρίου μου εξηγούσε για την ηγετική ομάδα του ΚΙΝΑΛ ότι «μην έχεις αμφιβολία πως αν είχαν επιλογή θα πήγαιναν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ο κόσμος της παράταξης είναι τόσο μπετόν αντίθετος που δεν τολμούν ούτε καν να το σκεφτούν».
Τέλος ένας σημαντικός παράγων της ηγετικής ομάδας Γεννηματά (ζήτησε να μην αναφέρω το όνομά του) μου ανέλυσε πως «αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, ο Μητσοτάκης δεν μας έχει ανάγκη. Ανασυγκρότησε τον χώρο του, έχει πλειοψηφία, είναι πολύ ισχυρός».
Και πρόσθεσε «αντιθέτως μας έχει ανάγκη ο Τσίπρας που είναι αποδυναμωμένος και χωρίς εμάς δεν βλέπει εξουσία. Το πρόβλημα είναι ότι η επιλογή Τσίπρα κοστίζει ακριβά και δεν ξέρω ποιος αντέχει να το πληρώσει» (συζήτηση 29/1).
Παρέθεσα και τις τρεις απόψεις διότι θεωρώ ότι και οι τρεις έχουν μια βάση λογικής.
Ο ένας λέει «ακόμη κι αν συμφέρει ο Τσίπρας, δεν το αντέχουμε». Ο άλλος λέει «δεν το αντέχουν διότι δεν το θέλει ο κόσμος». Κι ο τρίτος πως «αν δεν μεγαλώσει το κόμμα, δεν αντέχει τίποτα».
Συμπέρασμα; Το ΚΙΝΑΛ δεν έχει πρόβλημα προσανατολισμού. Εχει πρόβλημα μεγέθους. Οσο παραμένει στη στασιμότητα του 6-7% είναι για τους άλλους μεζεδάκι στα κάρβουνα.
Ακούω ήδη την ερώτηση. Και τι νοιάζει τι θα κάνει τελικά ένα κόμμα του 6-7%;
Λάθος ερώτηση. Διότι μέσα από την κουβέντα για το ΚΙΝΑΛ συζητούμε ουσιαστικά για το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Θέλουμε ένα σύστημα με μακρόχρονη κυριαρχία του άτυπου συνασπισμού Δεξιάς, Κεντροδεξιάς και Κέντρου που έφερε τον Μητοτάκη στην εξουσία;
Ή ένα σύστημα που να περιέχει κάποιο αντίβαρο «Αριστερά and friends» στον άτυπο αυτόν συνασπισμό;
Στην πρώτη περίπτωση θα έχουμε ένα σύστημα Γερμανίας ή μεταπολεμικής Ιταλίας όπου όλοι οι κυβερνητικοί συνδυασμοί αρθρώνονται γύρω από έναν σταθερό κεντροδεξιό πόλο. Από ό,τι φαίνεται μάλιστα ο Μητσοτάκης δεν έχει κανένα πρόβλημα ή ενδοιασμό να αναδιατάσσει το πολιτικό προσωπικό γύρω του.
Στη δεύτερη περίπτωση θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε μια ασταθή ισορροπία πιο κοντά στη σημερινή Ισπανία, αν το ΚΙΝΑΛ κατόρθωνε με κάποιο τρόπο να βελτιώσει τον συσχετισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με τον σημερινό συσχετισμό όμως δεν υπάρχουν περιθώρια να αποφύγει τον ρόλο του μεζέ.
Με άλλα λόγια, το μέγεθος του ΚΙΝΑΛ είναι κρίσιμος παράγοντας όχι μόνο για το ΚΙΝΑΛ αλλά για το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του.
Ακόμη περισσότερο (μην το ξεχνάμε αυτό) επειδή μια στρατηγική μεγέθυνσης στην πολιτική είναι στην ουσία της μια στρατηγική εξουσίας.
Στη Γαλλία, στην προεδρική εκλογή του 1969, οι κομμουνιστές πήραν 21,27% και οι σοσιαλιστές 5,01%. Μεζές στα κάρβουνα!
Με το συνέδριο του Επινέ (1971), το κατακερματισμένο κι απαξιωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα ξεκίνησε μια στρατηγική μεγέθυνσης που το οδήγησε στην εξουσία για πολλά χρόνια.
Πρώτα άλλαξε ηγεσία. Ο Φρανσουά Μιτεράν μπήκε στο συνέδριο προσκεκλημένος, δεν ήταν καν μέλος του κόμματος, και βγήκε γραμματέας του.
Υστερα καθάρισε σταδιακά στα αριστερά το πανίσχυρο τότε Γαλλικό ΚΚ – τον «υπαρξιακό αντίπαλό του» ίσως έλεγε ένας Λοβέρδος της εποχής.
Αντιθέτως η δημιουργία του ΚΙΝΑΛ δεν κατόρθωσε να δώσει μια επιτυχημένη απάντηση στο ζητούμενο της δημιουργίας του.
Μετά από συγκρούσεις και αποχωρήσεις, η «Μεγάλη Κεντροαριστερά» για την οποία προσήλθαν στις κάλπες 217.000 πολίτες (Νοέμβριος 2017) δεν έχει γίνει πραγματικότητα. Κι εκ των πραγμάτων η συζήτηση για το ΠΑΣΟΚ θα επιστρέψει στο τραπέζι.
Προς το παρόν, το ΚΙΝΑΛ παραμένει απλώς ένα «ΠΑΣΟΚ με άλλο όνομα», το οποίο όμως στην πραγματικότητα είναι ένα «άλλο ΠΑΣΟΚ».
Πιο κεντρώο, πιο ηλικιωμένο, πιο συστημικό, πιο μετριοπαθές. Λιγότερο αντιδεξιό και σαφώς λιγότερο αριστερόστροφο – όλες οι δημοσκοπήσεις το καταγράφουν…
Χωρίς όμως να έχει αποτινάξει τα ιστορικά χαρακτηριστικά που του δίνουν μια παραταξιακή υπόσταση: την κουλτούρα διακυβέρνησης, τον πατριωτισμό (όπως φάνηκε στην υπόθεση του Μακεδονικού), τη μεταρρυθμιστική προδιάθεση, το αίσθημα πολιτικής ευθύνης.
Το ερώτημα λοιπόν είναι τι θα κάνει το ΚΙΝΑΛ για να επαναπροσδιορίσει τη θέση του και το μέγεθός του γνωρίζοντας ότι έτσι επαναπροσδιορίζει ουσιαστικά τον ρόλο του.
Προφανώς σε μια κοινωνία που αλλάζει η απάντηση δεν βρίσκεται στον Ανδρέα, τον Γεννηματά ή το ΕΣΥ. Η ΝΔ του Μητσοτάκη ουδόλως προσδιορίζεται από τον Καραμανλή ή τον Αβέρωφ κι ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα σπανίως αναφέρεται στον Φλωράκη ή τον Κύρκο.
Η πολιτική δεν είναι μνημόσυνο.
Η συζήτηση για όλα αυτά είναι φυσικά αναπόφευκτη όσο κι αν την καλύπτουν προς το παρόν οι αυτονόητες προτεραιότητες της πανδημίας.
Η Φώφη Γεννηματά μπήκε αισίως στον έβδομο χρόνο της αρχηγίας και στον τελευταίο χρόνο της προεδρικής θητείας της. Υποθέτω ότι όλοι πλέον έχουν διαμορφώσει γνώμη για τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της.
Τα υπόλοιπα είναι αυτονόητα. Σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο, τα δημοκρατικά κόμματα εκλέγουν ή επανεκλέγουν σε τακτά διαστήματα την ηγεσία τους χωρίς απαραιτήτως να διαλύονται, ούτε να βρίζονται στους φωταγωγούς.
Μια συντεταγμένη, ανοιχτή και καλοπροαίρετη διαδικασία είναι άλλωστε αυτονόητη υποχρέωση για ένα κόμμα του 6-7%, αν δεν θέλει να βυθιστεί στην ανυποληψία.
Διαφορετικά κινδυνεύει το κόμμα μεν να βρει αρχηγό αλλά ο αρχηγός να μη βρει κόμμα.