Γιάννης Κ. Πρετεντέρης
Το Βήμα, 31/01/2021
Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της εποχής είναι η αδυναμία ή η αδιαφορία της αντιπολίτευσης να καταλάβει ότι κάτι τρέχει.
Οι δύο τελευταίες δημοσκοπήσεις του Ιανουαρίου επαναλαμβάνουν μονότονα το ίδιο συμπέρασμα με τις προηγούμενες: απόλυτη κυριαρχία του Μητσοτάκη και της ΝΔ (Μetron και Pulse, 28/1). Ενας απλά νοήμων άνθρωπος θα προσπαθούσε να καταλάβει για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό, ακόμη και μετά από δεκαεννέα μήνες διακυβέρνησης (σχεδόν τη μισή κυβερνητική θητεία…) μέσα σε τόσο επιβαρυμένες συνθήκες.
Διότι προφανώς κάτι συμβαίνει. Η ευρεία διακομματική πλειονότητα του ελληνικού λαού δεν πείθεται ότι ζούμε σε συνθήκες χούντας, αυταρχισμού, αστυνομοκρατίας και αποτυχίας της κυβερνητικής πολιτικής.
Αντιθέτως φαίνεται να πιστεύει ότι ο Μητσοτάκης είναι (συνολικά) ένας καλός Πρωθυπουργός.
Τι συμβαίνει, λοιπόν;
Υπάρχουν μερικές εύκολες εξηγήσεις. Όταν σε μια χώρα το 80% των πολιτών φοβάται τον κορωνοϊό και εσύ οργανώνεις «αγωνιστικές επιδείξεις» με κίνδυνο επέκτασης του κορωνοϊού, γυρνάς την πλάτη στο 80% που φοβάται. Και επιλέγεις ενδεχομένως ένα 2% που θεωρεί ότι η παιδεία είναι βασικό πρόβλημα στη σημερινή Ελλάδα (Μetron). Αλλά κι εκεί, ένα απολύτως διακομματικό 64% τάσσεται υπέρ της αστυνόμευσης των πανεπιστημιακών χώρων.
Η θεωρία ότι ο κορωνοϊός είναι πρόσχημα καταπάτησης δημοκρατικών δικαιωμάτων μπορεί να ικανοποιεί ένα 10% ψεκασμένων, αλλά βρίσκει αντίθετους τους υπόλοιπους.
Υπάρχουν όμως και μερικές δυσκολότερες εξηγήσεις.
Πόσο βαθύ είναι το ρήγμα της αντιπολίτευσης με την πλειονότητα της κοινωνίας; Οχι μόνο σε επίπεδο αριθμών αλλά κυρίως σε επίπεδο αντιλήψεων.
Είναι καταφανές ότι η πλειοψηφία δεν συμμερίζεται ούτε τη «χουντολογία» του ΣΥΡΙΖΑ ούτε τη «λαθολογία» του ΚΙΝΑΛ.
Συνεπώς κάτι βαθύτερο έχει συμβεί στην κοινωνία, το οποίο δεν υπόκειται σε εύκολες, στερεότυπες και ενδεχομένως απαρχαιωμένες ερμηνείες.
Θα ήταν λοιπόν σοφό για την αντιπολίτευση να συνειδητοποιήσει ότι «κάτι τρέχει» και να το αναζητήσει.
Δεν είναι δύσκολο. Θέλει λίγο μυαλό, κάποιο θάρρος, αρκετή οξυδέρκεια και κυρίως να μην αφεθεί στην ευκολία τού «κάτι τρέχει στα γύφτικα».