Μαρία Κατσουνάκη
Η Καθημερινή, 17/01/2021
Δεν θα υπήρχε λόγος να αναφερθεί κανείς στην προχθεσινή συζήτηση στη Βουλή με αντικείμενο «την ενημέρωση του σώματος για την κυβερνητική πολιτική σχετικά με τη διαχείριση της πανδημίας». Δεν θα υπήρχε λόγος να σχολιάσουμε αν και τι είπαν οι πολιτικοί αρχηγοί, το ανιαρό περιεχόμενο και την επανάληψη των ίδιων στερεότυπων κρίσεων και επικρίσεων. Δεν θα υπήρχε λόγος να καταγράψουμε τις ξεθυμασμένες ατάκες όπως «είπατε για επιτελικό κράτος, βλέπουμε την επιτελική ανικανότητα του κράτους» ή «δεν είστε ο πρωθυπουργός που δεν έχει καμία ευθύνη αλλά ο ανεύθυνος πρωθυπουργός».
Δεν θα υπήρχε, εν ολίγοις, λόγος να παραμένουμε σε απευθείας σύνδεση με τη Βουλή (έστω και στο mute κατά διαλείμματα), από τις 10.30 το πρωί έως τις 5.40 το απόγευμα, αν η πανδημία δεν είχε προσδώσει στην έννοια του χρόνου μεγάλη αξία. Μοιάζει με αντίφαση, αλλά δεν είναι. Με τον εγκλεισμό και την τηλεργασία, ο χρόνος μπορεί να «άπλωσε» μέσα στη μέρα, αλλά η αξία του ενισχύθηκε. Έτσι, κάτι χιλιοειπωμένο, που θα μπορούσε να ήταν απλώς ανιαρό, γίνεται, εξαιτίας της πανδημίας, ανυπόφορο.
Οι, περίπου, ωριαίες ομιλίες των πολιτικών αρχηγών χωρίς να έχουν να προσθέσουν τίποτα, ούτε στην ενημέρωση ούτε στον πολιτικό διάλογο, αποδυναμώνουν τη δημόσια εικόνα τους, εξαντλούν ακόμη και τους ασκημένους κοινοβουλευτικούς παρατηρητές, εξαντλώντας και τους ίδιους. Προχθές, η δυσφορία ή η έλλειψη ενδιαφέροντος ήταν αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους, είχες την αίσθηση ότι ούτε και οι ίδιοι πίστευαν αυτά που έλεγαν.
Είναι αναγκαίο να περιοριστεί ο χρόνος των ομιλιών αλλά –κυρίως– να τηρηθεί ο περιορισμός του από όλους. Ακούγεται ότι ο νυν πρόεδρος της Βουλής Κώστας Τασούλας σκέφτεται να εξορθολογίσει τους προβλεπόμενους χρόνους. Ας το κάνει, σε μια ύστατη προσπάθεια να περισωθεί η σημασία των διαδικασιών και να μη διαλύονται άπαντες στην πλήξη. Γιατί είναι βέβαιο ότι κανείς (εκτός από τους βασικούς συντελεστές) δεν παρακολουθεί κανέναν.
Εχει σημασία, άραγε, ο χρόνος των ομιλιών, περισσότερο από το περιεχόμενο; Μα, επειδή ακριβώς ο λόγος στερείται περιεχομένου, αδυνατεί να οργανωθεί στα προβλεπόμενα από τον κανονισμό της Βουλής όρια. Δεν είναι η σημασία και η σπουδαιότητα του θέματος που αναζητεί την επέκτασή του αλλά η κενή επανάληψη, η άσκηση ύφους με ληγμένα πυρομαχικά. Υπερβολές, ανακρίβειες που ξεφουρνίζονται με τη μεγαλύτερη άνεση, αυταρέσκεια που καταλήγει στην αυτοακύρωση.
Κι εμείς, που σχολιάζουμε, επαναλαμβανόμαστε. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Εχει και στο παρελθόν επισημανθεί (όπως το 2017, από τον Σταύρο Θεοδωράκη, ως πρόεδρο του Ποταμιού τότε) η υπέρβαση των χρόνων ομιλίας.
Η πανδημία, όπως και η οικονομική κρίση, επιταχύνει αλλαγές, καθιστά περισσότερο ορατά τα επιμέρους, μεγεθύνει ό,τι μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Ενας ιός με εκατομμύρια κρούσματα σε όλον τον πλανήτη και εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς δεν αφήνει αλώβητη τη σχέση με την πραγματικότητα, ενώ διαλύει κάθε εκδοχή κανονικότητας.
Κι ενώ οι ανατροπές των ισορροπιών, από το υγειονομικό σύστημα έως την οικονομία, είναι σφοδρές, το ελληνικό πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζει τη «διαχείριση της πανδημίας» ως μια ευκαιρία(;) αυτοεπιβεβαίωσης. Ενας πολιτικός αρχηγός βρίσκει την ευκαιρία να επαναλάβει τα περί «νεοφιλελεύθερου μίσους» και άλλος να συνδέσει τον αριθμό των νεκρών με τη στελέχωση των νοσοκομείων. Δηλαδή, περισσότερες προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών – λιγότεροι νεκροί, μπορεί και ελάχιστοι έως καθόλου. Κάπως έτσι.
Υπάρχει πάντα η πιο δοκιμασμένη λύση για τις τηλεοπτικές μεταδόσεις των συζητήσεων στη Βουλή: να σταματήσεις να τις παρακολουθείς· να αλλάξεις κανάλι. Ομως κι αυτό το «αστείο» είναι άνοστο και γερασμένο, ανήκει σε άλλες εποχές. Σε συνθήκες τόσο ακραίες, το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να προσφέρει τις λύσεις (η επιστήμη προηγείται), μπορεί όμως να θέσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα λειτουργήσουν οι λύσεις. Η τόση σπατάλη χρόνου δεν είναι καν πολυτέλεια. Είναι προσβολή. Η αδυναμία των πολιτικών καθίσταται ενίοτε και συμπαθής. Είναι ανθρώπινη. Η αδιαφορία όμως, που οδηγεί στην αυτάρεσκη επανάληψη του βολικού, πλην κενού, σχήματος, είναι αποκαλυπτική. Κι αυτό που φαίνεται αποκαρδιώνει.