Εφημερίδα Πρώτο Θέμα
17 Ιανουαρίου 2021
Στον πολιτικό ανταγωνισμό υπάρχει ένας κανόνας: Κερδίζει εκείνος που εκφράζει την εποχή του. Οι πρωταγωνιστές δεν χρίζονται. Διεκδικούν τον ρόλο τους, αξιοποιώντας τα εφόδιά τους, ανάλογα με τις ανάγκες του ρεπερτορίου. Αν το έργο κόψει εισιτήρια, βρίσκουν ανταπόκριση. Έχουν απήχηση. Καθιερώνονται ως βασικοί παίκτες. Επικρατούν. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερα κομματικά ένσημα. Ούτε πιστοποιητικά από πολιτικά τζάκια. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι οι γόνοι, οι οποίοι δεν άντεξαν το βάρος που κλήθηκαν να σηκώσουν.
Το πώς, λοιπόν, ένας επίδοξος πρωταγωνιστής κατακτά τον στόχο του, συνιστά απαιτητική και σύνθετη άσκηση. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι να κινείται εντός θέματος. Να κατανοεί τις προτεραιότητες της κάθε περιόδου. Να πολιτεύεται σε αρμονία με την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Να διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις και εμπειρίες. Και, ασφαλώς, να επιδεικνύει διαχειριστική και πολιτική επάρκεια. Οι παραπάνω προϋποθέσεις μπορούν να διασφαλίσουν την αποδοχή του από ευρύτερο τμήμα πολιτών. Να οδηγήσουν στην εμπέδωση της κυριαρχίας του.
Αρκεί, βέβαια, οι συνθήκες να είναι φυσιολογικές. Διότι σε εποχές οξείας κρίσης οι σταθερές ανατρέπονται. Δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για δημαγωγούς και τυχοδιώκτες. Εξάλλου, αυτοί μέσα από τη μήτρα του λαϊκισμού βγαίνουν. Μια προσεκτική ανάγνωση των όσων μεσολάβησαν έπειτα από τις τελευταίες εκλογές, μάς βοηθά να κατανοήσουμε τις διεργασίες που συντελέστηκαν στο πολιτικό σκηνικό.
Η τωρινή επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Σίγουρα δεν οφείλεται στη δήθεν επικοινωνιακή του υπεροπλία. Ούτε σε κάποια ευνοϊκή μεταχείριση από επιχειρηματικούς και μιντιακούς κύκλους. Μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι μονάχα κοντόφθαλμη, αλλά και απαίδευτη. Δείχνει έλλειψη γνώσης και προσκόλλησης σε παρωχημένα κλισέ και στερεότυπα.
Το πλεονέκτημα -και μάλιστα συγκριτικό- του πρωθυπουργού έγκειται στο ότι με τρόπο μεθοδικό και εύστοχο διαμόρφωσε μια δική του ταυτότητα. Η ιδεολογικοπολιτική του σήμανση είναι αυθύπαρκτη. Δεν ταυτίζεται με τις παραδόσεις και τις αγκυλώσεις της συντηρητικής παράταξης. Πολλώ μάλλον με τον σκληρό πυρήνα της Δεξιάς.
Εξ ου και η προσπάθεια της αντιπολίτευσης να τον ενοχοποιήσει, ταυτίζοντάς τον με κάτι που δεν είναι, αποδεικνύεται ατελέσφορη. Οι αντίπαλοί του δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι η επιλογή του Κυριακού Μητσοτάκη να ενσαρκώσει με τις πολιτικές του μια κεντρώα φυσιογνωμία, βρίσκεται σε αρμονία με τις επικρατούσες στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα τάσεις.
Όπως καταδεικνύουν οι έρευνες της κοινής γνώμης, το αποκαλούμενο Κέντρο καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο χώρο στην Ελλάδα. Μολονότι τα τελευταία δέκα χρόνια ο συγκεκριμένος χώρος είχε ως μέσο όρο ένα ποσοστό που μετά βίας ξεπερνούσε το 30%, εντούτοις σήμερα υπερβαίνει το 47%.
Η εξήγηση είναι πως σε περιόδους ιδεολογικοπολιτικής οπισθοδρόμησης της παραδοσιακής Δεξιάς και Αριστεράς, το Κέντρο καθίσταται κυρίαρχη έκφραση. Αν αποκρυπτογραφήσουμε τα χαρακτηριστικά του πρόκειται για μια νέα σύνθεση, στην οποία διασταυρώνονται οι δυνάμεις του πολιτικού φιλελευθερισμού με τα κοινωνικά προτάγματα της σοσιαλδημοκρατίας.
Το εγχείρημα δεν είναι καινούργιο. Εκδηλώθηκε πριν από χρόνια στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Οι πρωταγωνιστές του (Κλίντον, Σρέντερ, Μπλερ, Σημίτης κ.ά.) άφησαν ισχυρό αποτύπωμα, ακολουθώντας σύγχρονες πολιτικές, εγκαταλείποντας τον κρατισμό και τις δοξασίες του. Στον ίδιο δρόμο βάδιζε ο Ομπάμα και σήμερα η Μέρκελ, γεγονός που εξηγεί και την αντοχή της.
Αντιθέτως, ο πρωτογονισμός των εγχώριων ηγεσιών, οι οποίες μάλιστα διεκδικούν και εύσημα προοδευτισμού, τις καθιστά ουραγούς των εξελίξεων. Ο Αλέξης Τσίπρας και η Φώφη Γεννηματά, πολιτευόμενοι εκτός εποχής, αφήνουν το πεδίο ελεύθερο στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τελευταίος καταγράφει αξιοσημείωτα ποσοστά αποδοχής ακόμη και στους δικούς τους ψηφοφόρους.
Η κεντρώα επένδυση του πρωθυπουργού ενισχύει την ανθεκτικότητά του. Ωστόσο, αυτή θα κριθεί και θα δοκιμαστεί από τις πολιτικές του, καθώς και από την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησής του. Το πλεονέκτημά του προστατεύεται, εφόσον ο ίδιος συνεχίζει να επικαθορίζει τη σχέση του με το κόμμα της ΝΔ, διατηρώντας την ετεροβαρή. Διαφορετικά, ο κίνδυνος της νόθευσης και της αλλοίωσης της στρατηγικής του ελλοχεύει. Συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή για το εγχείρημά του.